Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Πριν από εξήντα χρόνια, τον Φεβρουάριο 1960, περισσότεροι από εκατό χιλιάδες άνθρωποι συνόδευαν στην τελευταία του κατοικία τον ηθοποιό Βασίλη Λογοθετίδη. Ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που γνώρισε η ελληνική πρωτεύουσα τέτοια κοσμοπλημμύρα στην κηδεία ενός καλλιτέχνη. Ο κόσμος του ανταπέδιδε όσα του είχε προσφέρει επί τέσσερις ολόκληρες δεκαετίες κατορθώνοντας με επιτυχία να ενσαρκώσει τον καλοσυνάτο καθημερινό άνθρωπο.
Πρωτοφανείς εκδηλώσεις ενός πλήθους που κατέκλυσε την πλατεία Μητροπόλεως και τα πεζοδρόμια των οδών από τις οποίες πέρασε η πομπή. Χειροκροτήματα για τον πρωταγωνιστή που αντιπροσώπευσε έναν ολόκληρο κόσμο, «μια ένδοξη και ηρωική εποχή που τη σφράγισε ο ίδιος με την παρουσία του» όπως είπε ο Κώστας Μουσούρης. Υπήρξε ηρωική μορφή του θεατρικού μόχθου και της θυσίας. Παράδειγμα και παράδοση συνάμα. Ανώτερη θεατρική παρουσία, η χαρά του κοινού.
Η όμορφη περιπέτεια
Περίπου πριν από έναν αιώνα, το 1919 έκανε την εμφάνισή του στο θέατρο Κοτοπούλη ένας 21χρονος ντροπαλός, ολιγόλογος, ανεπιτήδευτος και αφελής ηθοποιός. Ήταν ο Βασίλης Λογοθετίδης. Γεννημένος στο Μυριόφυτο της Θράκης, είχε ζήσει τα νεανικά του χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, όπου είχε κάνει και τις πρώτες ερασιτεχνικές εμφανίσεις του σε θεατρική σκηνή. Βρέθηκε να συμμετέχει σε θεατρική περιοδεία του Τηλέμαχου Λεπενιώτη στη Ρουμανία, αλλά τα πράγματα δεν πήγαν καλά. Μετά από περιπέτειες έφτασε στην Αθήνα και έμεινε στο ξενοδοχείο «Μέγας Αλέξανδρος» (Ομόνοια). Μία όμορφη περιπέτεια είχε αρχίσει.
Μέσω του Τ. Λεπενιώτη έφτασε στην Μαρίκα Κοτοπούλη. Η διεύθυνση του θεάτρου τού ανέθετε τον ρόλο του υπηρέτη σε διάφορες κωμωδίες όπου πρωταγωνιστούσε ο Βασίλης Αργυρόπουλος. Ο Λογοθετίδης δεν στεναχωριόταν, δεν παραπονιόταν για τους μικρούς ρόλους αλλά ήταν πάντοτε μελετημένος και φρόντιζε να ρουφά κυριολεκτικά εμπειρίες. Πολλοί ήταν εκείνοι που έστρεψαν με συμπάθεια το βλέμμα τους στον νέο καλλιτέχνη που επιβλήθηκε με τη μελέτη και την εργασία του, εξασφαλίζοντας και τη συμπάθεια του κοινού. Μεθοδικός, στήριξε την άνοδό του σε ισχυρές βάσεις, στο εξαιρετικό ταλέντο και την αξιοθαύμαστη εργατικότητά του.
Πρώτη «τιμητική»
Σεμνός και αθόρυβος δεν προσπαθούσε να αποσπάσει χειροκροτήματα με αηδείς κινήσεις και άσεμνες χειρονομίες. Ζωντάνευε κάθε ρόλο του οποίου ήταν ο ίδιος δημιουργός και εκτελεστής. Οπότε δικαιολογημένα εντός μιας πενταετίας, το 1924, σε ηλικία 26 ετών, έδινε την πρώτη «τιμητική» του και ο κόσμος τον ανευφήμησε αποδίδοντας φόρο εκτίμησης στον νεαρό καλλιτέχνη, ο οποίος εξελίχθηκε σε πραγματικό αστέρα πρώτου μεγέθους. Το τάλαντό του υπηρέτησε περισσότερα από τριακόσια ξένα και ελληνικά θεατρικά έργα και πλήθος κινηματογραφικών ταινιών στις οποίες υπήρξε πρωταγωνιστής από την δεκαετία 1930 έως και τον θάνατό του.
Γι’ αυτό, παρά το γεγονός ότι ο Βασίλης Λογοθετίδης έχει φύγει από τη ζωή από το 1960, σε ηλικία 62 ετών, θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες κωμικούς ηθοποιούς του θεάτρου και του κινηματογράφου. Στην τελευταία του κατοικία τον συνόδευσαν ασυνήθεις εκδηλώσεις οδύνης περισσότερων από εκατό χιλιάδων ανθρώπων, οι οποίοι καταχειροκρότησαν για τελευταία φορά τον καλλιτέχνη που σκόρπιζε έως τέλους το γέλιο από σκηνής. Γι’ αυτό εξάλλου, με εντολή του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή, η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη.
Γνήσιος τύπος
Ταυτοχρόνως το δημοτικό συμβούλιο αποφάσιζε να δοθεί το όνομά του σε μία οδό της πρωτευούσης, ενώ δεκάδες καλλιτέχνες, σχεδόν το σύνολο όλων όσοι βρίσκονταν τότε στην Αθήνα αποτέλεσαν την «τιμητική φρουρά» της σορού του. Όπως είπε ο Κώστας Μουσούρης αποχαιρετώντας τον, δεν υπήρξε απλά ένα όνομα που φιγουράριζε με φωτεινά γράμματα στην πρόσοψη ενός θεάτρου. Ήταν ένας ολόκληρος κόσμος, μια ένδοξη και ηρωική εποχή, την οποία σφράγισε και ο ίδιος με την φωτεινή παρουσία του. Δεν έχει ακόμη αποτιμηθεί η κοινωνική διάσταση της παρουσίας στα καλλιτεχνικά δρώμενα του Βασίλη Λογοθετίδη. Πως η πληθωρική παρουσία του στο σανίδι και στην οθόνη επηρέασε την ελληνική κοινωνία, ιδιαιτέρως τα πρώτα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια;
Ίσως η απάντηση να βρίσκεται στο κείμενο που συνέταξαν εννέα δημοτικοί σύμβουλοι οι οποίοι και ζήτησαν την απόδοση της ονομασίας σε οδό της πόλης. Σημείωναν πως είχε ριζώσει βαθιά στην καρδιά των απλών ανθρώπων. Προσφέροντας επί τέσσερις δεκαετίες αδιάκοπα το γέλιο και ερμηνεύοντας τον καλόκαρδο καθημερινό άνθρωπο, λειτουργούσε ως βάλσαμο για τις καθημερινές πίκρες του κόσμου. Αστείρευτη πηγή ζωής, γνήσιος ελληνικός – αθηναϊκός τύπος. Με εκλεπτυσμένη λαϊκότητα και ικανότητα επικοινωνίας με τον θεατή. Είχε την ικανότητα να διαπλάθει τον απλό Έλληνα αστό. Γι’ αυτό έφτασε στα όρια του θρύλου. Σπουδαίος ηθοποιός με ψυχή ενάρετη και ονειροπόλα, όπως έγραψε ο Γιάννης Σιδέρης.