Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Ήταν η τελευταία ημέρα του Μαΐου 1842, 31 του μηνός και η πλατεία Δημοπρατηρίου στην οδό Αιόλου γεμάτη κόσμο, όπως συνήθως. Στο επίκεντρο, για τρίτη ημέρα, ήταν μια δημοπρασία που πραγματοποιούσε το Δημόσιο, υπό την εποπτεία της Νομαρχίας Αττικής, η οποία τότε ονομαζόταν διοίκηση. Παρόντες, ο εκπρόσωπος του διοικητή, δηλαδή του νομάρχη Αδάμ Δούκα, και ο έφορος Αρχαιοτήτων Κυριάκος Πιττάκης. Αντικείμενο της δημοπρασίας ήταν η κατεδάφιση του Τζαμιού της Ακρόπολης και ο κήρυκας, προφανώς, θα αγωνιούσε να χτυπήσει το σφυρί του κατακυρώνοντας το έργο στον μειοδότη.
Για τις ανάγκες της περίστασης είχε εκδοθεί και η απαραίτητη διακήρυξη, γραμμένη από τον Κ. Πιττάκη. «Εκτίθεται εις την πόλιν ταύτην εις μειοδοσίαν η κατεδάφισις του εν Ακροπόλει τσαμίου» ανέφερε η διακήρυξη, που παρουσιάζει εξαιρετικό ιστορικό ενδιαφέρον. Αποτελούμενη από οκτώ άρθρα, παρείχε πλήθος διευκρινίσεων, καθορίζοντας και τον τρόπο που έπρεπε να εργαστεί ο εργολάβος. Θα ξεκινούσε την κατεδάφιση από τη νότια μεριά του οικοδομήματος, υποχρεούτο να απασχολεί τουλάχιστον οκτώ εργάτες ημερησίως και τα χώματα έπρεπε να τα ρίχνει στο νότιο μέρος της Ακρόπολης. Όσο για τις πέτρες, έπρεπε να τις συγκεντρώνει προς το νότιο τείχος, καθ’ υπόδειξη του Πιττάκη, και το γκρέμισμα να γίνεται αργά και προσεχτικά «διά να μη συντρίβωνται αι εις το οικοδόμημα τούτο εντοιχισμέναι αρχαιότητες».
Τη μια μέρα γινόταν το γκρέμισμα, την άλλη το καθάρισμα, μέχρι να φτάσουν στο έδαφος του ναού. Ο εργολάβος θα εκτελούσε την εργασία με δικά του εργαλεία κι έπρεπε να τελειώσει εντός ενός μηνός. Όσο για το κόστος, όσοι θα συμμετείχαν, δεν έπρεπε να ξεπεράσουν τις χίλιες δραχμές, τις οποίες θα εισέπρατταν από το Εκκλησιαστικό Ταμείο, εφόσον συμφωνούσε ο έφορος Αρχαιοτήτων. Αυτές ήταν οι προδιαγραφές της προκήρυξης, αλλά τις πρώτες δύο ημέρες το ενδιαφέρον ήταν μειωμένο. Βρισκόμαστε, εξάλλου, στην εποχή που ο οικοδομικός οργασμός στην πρωτεύουσα ήταν ακόμη πρωτοφανής.
Εν πάση περιπτώσει, την τρίτη ημέρα που συνέπιπτε να είναι Κυριακή, παρουσιάστηκαν τέσσερις ενδιαφερόμενοι. Αφού ο κήρυκας σήμανε την έναρξη, πρώτος προσέφερε 975 δραχμές ο Στέργιος Κώστας. Ακολούθησε ο Νικόλας Θεοδωράκης με 965 δραχμές και ο Μηνάς Μάρτας με 800 δραχμές.«Προσφέρω κι εγώ 800 δραχμές» είπε εκνευρισμένος ο Στ. Κώστας, ο οποίος φαινόταν αποφασισμένος να πάρει τη δουλειά.
«Επτακόσιες εβδομήντα πέντε δραχμές» αντέτεινε ένας ακόμη από τους συμμετέχοντες, ο Ιωάννης Μωραϊτης. «Προσφέρω 750 δραχμές» φώναξε ο Στ. Κώστας, στον οποίο έγινε κι η τελική κατακύρωση. Είχε, μάλιστα κοντά και τον εγγυητή του, τον Αθανάσιο Γιώτη, όπως όριζε ο νόμος. Αυτός, λοιπόν, «έλαβε διά του σφυροκτυπήματος του κήρυκος την κατακύρωση της εργολαβίας ταύτης», όπως ενημέρωνε, με υπηρεσιακό του σημείωμα, το υπουργείο Παιδείας και Εκκλησιαστικών ο Κ. Πιττάκης. Ο εκτελών χρέη κήρυκα, ήταν ο περίφημος στην εποχή του Παράσχος, ένας τύπος της αγοράς των Αθηνών.
Κάτω, λοιπόν, από τις αξίνες των εργατών του μπάρμπα-Στέργιου τέλειωνε, το 1842, η ιστορία του τζαμιού της Ακρόπολης, του Ισμαϊντί, το οποίο είχε διαδεχθεί την Παναγιά την Αθηνιώτισσα. Έμειναν οι επιστήμονες να ερίζουν για τον ακριβή χρόνο ανέγερσής του, τον μιναρέ και τον τρούλο του, κι ο λαός να διαιωνίζει θρύλους. Έμειναν και τα γραπτά του Εβλιά Τσελεμπή, ο οποίος επισκέφτηκε την Αθήνα λίγο πριν από την έλευση του Μοροζίνι, στα οποία συμπληρώνει με νόημα: «Όποιος περιηγητής του κόσμου δεν έχει έρθει σ’ αυτή την πόλη ας μην πει πως είδε τον κόσμο». Όσο για το τζαμί, το οποίο ποτέ δεν απέκτησε αίγλη ως μουσουλμανικό τέμενος αλλά λόγω της θέσης του, έγραψε: «Είδα στον κόσμο πολλά τζαμιά / μα αντάξιο μ’ αυτό δεν είδα».