Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Η 3η Σεπτεμβρίου 1843 διά χειρός Άννινου
Ο ιδιαίτερα δημοφιλής δημοσιογράφος, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας Χαράλαμπος (Μπάμπης) Αννινος (1852-1934), έκτακτος συνεργάτης της «Εστίας» από το 1904 και τακτικός κατά την τριετία 1927-1929, μεταφέρει τους αναγνώστες, με το δικό του γλαφυρό τρόπο και τον περιπαικτικό του λόγο, στην 3η Σεπτεμβρίου 1843. Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην στήλη «Αναμνήσεις και Όνειρα» της «Εστίας» στις 9 Σεπτεμβρίου 1931 και διακρίνεται για την πικρία που κρύβει το επεισόδιο του επιλόγου του.
Με εξαιρετικά έντεχνο τρόπο, όπως και σε άλλα κείμενά του, αφήνει να εννοηθεί πως έγιναν υπερβολές αλλά και πως οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου πολλάκις δεν έδειχναν τον απαιτούμενο σεβασμό στο Σύνταγμα. Ευρηματικός, εύστοχος, δηκτικός ο καταγόμενος από την Κεφαλονιά λογοτέχνης υπήρξε μία από τις πλέον δραστήριες πνευματικές φυσιογνωμίες των Αθηνών, εκ των ιδρυτών της Ακαδημίας, συμμετείχε στην ίδρυση της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας και διετέλεσε μέλος του Συλλόγου «Πυθαγόρας».
Παρά το γεγονός ότι πολλές εργασίες αναφέρονται στην πνευματική του παραγωγή, το διεσπαρμένο στις σελίδες της «Εστίας» έργο του παραμένει άγνωστο.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Εστία», Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2015.
ΤΡΙΤΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ (1931)
«Εἰς κάποιο παράμερον καί καθυστερημένον ἡμεροδείκτην, τοῦ ὁποίου τά φύλλα ἀπό ἡμερῶν δέν εἶχον ἀποκοπῆ, ἀντίκρυσα ἔξαφνα χθές αὐτήν τήν ἡμερομηνίαν. Τό ἁπλοῦν δέ αὐτό πρᾶγμα μοῦ ἐνέπνευσε τάς σκέψεις, τάς ὁποίας ζητῶ τήν ἄδειαν νά ἐκθέσω πρός τούς ἐπιεικεῖς ἀναγνώστας μου.
Ὑποθέτω –μέ τόσην δέ βεβαιότητα, ὥστε θά ἠμποροῦσα καί νά στοιχηματίσω– ὅτι ἐξ ὅλων τῶν Ἀθηναίων, καί πιθανώτατα τῶν ἁπανταχοῦ Ἑλλήνων, κανείς δέν θά ἐσυλλογίσθη καί δέν θ᾽ ἀνεπόλησε τήν σημασίαν αὐτῆς τῆς ἡμερομηνίας, ὅτι τήν ἀντίκρυσεν εἰς τόν ἡμεροδείκτην, ἀφοῦ ἀπέσπασε τό φύλλον τῆς προτεραίας.
Ἀπό αὐτήν δέ τήν λησμοσύνην ἀσφαλῶς θά κατείχοντο καί αἱ χιλιάδες τῶν κατοίκων τοῦ Ἄστεως, ὅσοι διῆλθον τάς μεσημβρινάς καί τάς ἑσπερινάς των ὥρας ἐν ὑπαίθρω εἰς τήν πλατεῖαν τοῦ Συντάγματος, τῆς ὁποίας ἡ ὀνομασία προῆλθεν ἐκ τοῦ πολιτικοῦ γεγονότος, τοῦ παρ᾽ αὐτήν συντελεσθέντος πρό ὀγδοήκοντα καί ὀκτώ ἐτῶν, καθώς καί οἱ κατοικοῦντες ἤ διαβαίνοντες διά τῆς εὐρείας λεωφόρου, τῆς φερούσης τό ἱστορικόν ὄνομα τῆς Γ’ Σεπτεμβρίου.
Καί ὅμως πόσους ἐνθουσιασμούς ἐξήγειρε τό πρῶτον αὐτό Σύνταγμα, τό προϊόν τῆς περί ἧς ὁ λόγος ἱστορικῆς ἡμέρας! Τό Σύνταγμα ἐθεωρεῖτο κατ᾽ ἐκείνους τούς καιρούς ἡ πανάκεια πάσης πολιτικῆς κακοδαιμονίας, τό μέγα καί ἀκατάβλητον ἔρεισμα τῆς ἐλευθερίας. Καί οἱ σύγχρονοι τῶν συμβάντων ἐκείνων Ἕλληνες ποιηταί ἐξύμνησαν μέ στροφάς φλογερῶς ἐνθουσιώδεις τό μέγα καί εὐφρόσυνον ἐθνικόν γεγονός.
Ἀνοίξατε τάς σελίδας τῶν διαφόρων «Παρνασσῶν», δηλαδή τῶν συλλογῶν ἀποσπασμάτων, ἤ καί ὁλοκλήρων λυρικῶν στιχουργημάτων διαφόρων Ἑλλήνων ποιητῶν, ἀκμασάντων κατά τό πρῶτον ἥμισυ τοῦ παρελθόντος αἰῶνος, καί θά ἰδῆτε ποῖον ποταμόν ὑμνολογίας ἐπροκάλεσεν ἡ περιΰμνητος ἡμέρα τῆς 3 Σεπτεμβρίου τοῦ 1843!
Ὁ Θεόδωρος Ὀρφανίδης ἔγραψε τά ἑξῆς τραγικώτατα:
«Δουλείας νύξ τρομακτική, κ᾽ αἰσχραί ἀγέλαι δούλων
τήν κλασικήν ἐκάλυπτον χώραν τῶν Θρασυβούλων.
Καί ἡ Ἑλλάς περίλυπος τά τέκνα της ζητοῦσα,
στούς συντριμμένους τάφους των ἐκάθητο θρηνοῦσα.
Πλήν ἥλιος ἐθέρμαινε νέων ἡρώων στήθη,
κ᾽ ἡ νύξ τοῦ αἴσχους εἰς τιμῆς ἡμέραν μετεβλήθη.
Ἡ τελευταία μας ἐλπίς εἶν᾽ ὁ ἀστήρ ἐκεῖνος
λαμπρότερόν τι χέων φῶς ἡλιακῆς ἀκτῖνος.
Καί εἶν᾽ ἡ πορφυρόχρυσος περί αὐτόν νεφέλη
τό Σύνταγμα τό ἱερόν, ὁποῦ ὁ Ἕλλην θέλει».
Ὁ δέ Ἀλέξανδρος Σοῦτσος, λυρικώτερος καί ἐνθουσιωδέστερος, ἀνεβόα:
«Τήν ἐν Μαραθῶνι νίκην εἶχε πάλαι ἱστορήσει
ἡ γραφίς τοῦ Πολυγνώτου,
καί τήν Τρίτην Σεπτεμβρίου πρέπει ν᾽ ἀπαθανατίση
κάλαμος (;) ζωγράφου πρώτου».
«Πόλις, πόλις τῆς Παλλάδος, μίαν νύκτα ὁ λαός σου
εἰς τό μέσον τῆς γλυκείας ἀστρολάμψεως καί δρόσου,
ἐξυπνᾶ καί εἰς τόν ἦχον τῶν κωδώνων καί τυμπάνων»
καί τῶν μουσικῶν ὀργάνων,
πρός τ᾽ Ἀνάκτορα συρρέει, καί οἱ Βεΐκοι συνάμα
καί Σκαρβέλαι καί Ροδῖται προλογίζουσι τό δρᾶμα.
Ἔρχεται αὐτήν τήν νύνκτα μέ τάς δάφνας του τάς τόσας
ὁ τήν Δυτικήν Ἑλλάδα σύνολον ἀπολυτρώσας
ἥρως Τσώρτσης, καί εἰς ὥραν συγκαλεῖ μεσονυκτίου
σύνοδον τοῦ Συμβουλίου.
Καί ὁ Μεταξᾶς καί Λόντος, συνωμόται καί ἀρχαῖοι
φαίνονται ὑπό τούς λύχνους Γερουσιασταί Ρωμαῖοι κ.λπ.».
Ὁ Τσώρτσης, τόν ὁποῖον ἀναφέρει εἰς αὐτούς τούς στίχους του ὁ ποιητής, ἦτο ὁ Ἰρλανδός, νομίζω, ἐπιφανής δέ καί γενναιότατος φιλέλλην στρατηγός Τσώρτς (Church), ὁ διαπρέψας κατά τά τελευταῖα ἔτη τοῦ Ἱεροῦ Ἀγῶνος καί ἀποθανών ὑπέργηρως ἐν Ἀθήναις κατά τό 1873. Ζωηρότατος μέχρι τῶν τελευταίων του ἡμερῶν, μετέβαινε καθ᾽ ἑκάστην πρωΐαν ἔφιππος καί ἐλούετο εἰς τήν ἀκτήν τοῦ Παλαιοῦ Φαλήρου.
Μή ἀρκεσθείς ὁ ἐξημμένος καί ὁρμητικώτατος Σοῦτσος νά ἐκφράση διά τῶν στίχων τόν ἐνθουσιασμόν του ἐπί τῆ ἀποκτήσει τοῦ Συντάγματος, ἠθέλησε νά τόν ἐκδηλώση καί κατά τρόπον μονιμώτερον. Περιηγούμενος δέ τήν Αἴγυπτον μετά τά συμβάντα τῆς 3ης Σεπτεμβρίου καί ἐπισκεφθείς τάς Πυραμίδας, ἐχάραξε παρά τήν εἴσοδον τῆς μεγαλειτέρας ἐξ αὐτῶν, τῆς τοῦ Χέοπος, παρά τό ὄνομά του τήν ἑξῆς εὐχήν: «Ζήτω τό Σύνταγμα, ὅσον καί ἡ πυραμίς αὕτη!» Ὅτε ηὐτύχησα νά ἐπισκεφθῶ τάς Πυραμίδας κατά τήν πρώτην μου εἰς Αἴγυπτον ἐκδρομήν πρό ἀρκετῶν ἐτῶν, ἐπροσπάθησα ν᾽ ἀνεύρω τήν ἐπιγραφήν αὐτήν, ἀλλά δέν τό κατώρθωσα. Τήν εἶχεν ὅμως ἀνακαλύψει ὁ μακαρίτης ποιητής Ἰωάννης Σκυλίτσης, ὁ ἐπισκεφθείς τήν Αἴγυπτον ἀρκετά ἔτη πρότερον. Ὁ τόσον δέ συνετός καί τόσον εὐφυής αὐτός λόγιος, ἔχων ὑπ᾽ ὄψει του ὁποίαν ἐκτροπήν καί ὁποίαν ἐπιζήμιον διαστροφήν εἶχον λάβει εἰς τήν χώρα μας αἱ περίφημοι συνταγματικαί ἐλευθερίαι, ἐχάραξεν ὑπό τήν ἐνθουσιώδη ἀναφώνησιν τοῦ Σούτσου τήν ἑξῆς παρατήρησιν:
Τό Σύνταγμά σου σώζεται, ἀλλά κατέστη ἐμπαιγμός
γενναῖον μέν τό φάρμακον, ἄλλο δ᾽ ἀπήτει ὁ σφυγμός.
Ἀλλά καί μία ἄλλη, μαντική θά ἔλεγε κανείς, παρατήρησις ἐγένετο κατά τήν ἱστορικήν ἐκείνην νύκτα τῆς 3ης Σεπτεμβρίου. Τό περί ταύτης ἑπόμενον ἀνέκδοτον μοῦ διηγήθη πρό ἐτῶν ὁ ἀείμνηστος καθηγητής τῆς Ἀστρονομίας Δημήτριος Κοκκίδης, ὁ εἰς τήν θαυμασίαν μνήμην του διατηρήσας μέχρι τέλους τόσας γνώσεις καί ἀναμνήσεις ἐκ τῆς παλαιοτέρας πολιτικῆς καί κοινωνικῆς ἱστορίας τῶν Ἀθηνῶν.
Κατά τήν ἀξιομνημόνευτον, λοιπόν, ἐκείνην νύκτα τῆς 3ης Σεπτεμβρίου τοῦ 1843, ὅτε ὅλη ἡ πόλις ἦτο ἀνάστατος ἐκ τοῦ κινήματος, ἰδιαιτέρα συγκίνησις, ὡς εἶνε εὐνόητον, ἐπεκράτει εἰς τ᾽ Ἀνάκτορα. Τό τότε βασιλικόν ζεῦγος, μή γνώριζον ἀκριβῶς ποῖοι ἦσαν οἱ σκοποί τοῦ κινήματος καί μή δυνάμενον νά ὑπολογίζη ποίας διαστάσεις θά ἠδύνατο νά λάβη, ἀνησύχει, φυσικά, ὅλη δέ ἡ ἐσωτερική ὑπηρεσία τῶν Ἀνακτόρων ἠγρύπνει ἐν συγκινήσει.
Ἐν τούτοις κάποιος νεαρός ἀξιωματικός τῆς φρουρᾶς, ἰδών διερχομένην διά τοῦ διαδρόμου –ὅπου ὁ δι᾽ ἐλαίου τότε φωτισμός ἦτο πολύ ἀμαυρότερος τοῦ σημερινοῦ– γυναῖκά τινα καί ἐκλαβών αὐτήν ὡς μίαν τῶν θεραπαινίδων τῆς Αὐλῆς, μετά τῆς ὁποίας εἶχε συνάψει λαθραίως ἐρωτικάς σχέσεις, ἔσπευσε νά τήν ἐναγκαλισθῆ τρυφερῶς.
Ἀλλ᾽ ἡ ἄγνωστος ἦτο Γερμανίς κυρία, κατέχουσα ἀνωτέραν θέσιν εἰς τήν ἀκολουθίαν τῆς νεαρᾶς τότε βασιλίσσης Ἀμαλίας, ἀποσπασθεῖσα δέ βιαίως καί μετ᾽ ἀγανακτήσεως ἀπό τοῦ τολμηροῦ ἐναγκαλισμοῦ, εἶπε πρός τόν αὐθάδη ἐρωτευμένον:
— Μήπως καί αὐτή ἡ ἐλευθερία περιλαμβάνεται εἰς τό Σύνταγμα πού ζητεῖ ὁ λαός;»[1]