Τρεις σπουδαίοι άνδρες σχεδίασαν τις φουστανέλες των ευζώνων (1930)!

Δημιουργίες των Ζαχαρία Παπαντωνίου, Γιάννη Βλαχογιάννη και Κώστα Παρθένη!

Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

 

Εύζων αξιωματικός (1937).

Βλέπουμε συχνά και θαυμάζουμε τους ευζώνους, το επίλεκτο αυτό σώμα που εκπροσωπεί την ακμή και την εθνική μας υπόσταση. Ο προσεκτικός παρατηρητής θα διαπιστώσει πως οι στολές είναι ιδιαιτέρως πλούσιες, διακρίνονται για την αρμονία τους και ο τύπος που εμφανίζεται μέχρι τις ημέρες φαίνεται πως καθιερώθηκε στις αρχές της δεκαετίας 1930.

Παραμένει δε ακόμη αναπάντητο το ερώτημα ποιός και πότε σχεδίασε τις στολές των ευζώνων. Ήταν μία επιτροπή η οποία συνεστήθη από το Σώμα Στρατού στις αρχές του 1930. Αποτελείτο από τον 63χρονο ιστοριοδίφη Γιάννη Βλαχογιάννη, τον 53χρονο λογοτέχνη Ζαχαρία Παπαντωνίου και τον 52χρονο ζωγράφο Κωνσταντίνο Παρθένη.

Παπαντωνίου Ζαχαρίας

Γιάννης Βλαχογιάννης

Κωνσταντίνος Παρθένης

Οι πηγές

Οι τρεις άνδρες κλήθηκαν να σχεδιάσουν, με ιστορική ακρίβεια, τις στολές του Προτύπου Τάγματος Ευζώνων, όπως αποκαλείτο τότε η Προεδρική Φρουρά. Σκέφθηκαν πως ο λαός έπρεπε να βλέπει εικονογραφημένο το Εικοσιένα στη στολή με τη χρυσή φέρμελη, τα τουζλούκια, το γρεναδένιο ή γαλάζιο βελούδο και την άφθονη φουστανέλα των αξιωματικών. Δεν ήταν βεβαίως εύκολη υπόθεση να δημιουργηθεί το σχέδιο της ενδυμασίας. Τα τεκμήρια και τα ακριβή και θετικά στοιχεία που μπορούσαν να οδηγήσουν τους σχεδιαστές και τον ράφτη ήταν ελάχιστα. Στο Εθνικό Μουσείο είχαν διασωθεί μόνον δύο στολές, του Γενναίου Κολοκοτρώνη και του Στριφτόμπολα. Υπήρχαν και άλλες στολές, όπως του Δεληγιώργη αλλά δεν είχε πρόσβαση η επιτροπή σ’ αυτήν.

Όσο για τη φουστανέλα του Βασιλέως Οθωνος μόνον τα τουζλούκια υπήρχαν στην Αθήνα. Ολόκληρη η φουστανέλα βρισκόταν στην κατοχή ενός ιδιώτη από τη Λειβαδιά και τα χρήματα που ζητούσε για να την παραχωρήσει ήταν πολλά. Οπότε οι τρεις άνδρες έπρεπε να καταφύγουν στη ζωγραφική. Όχι εκείνη που είχε πλημμυρίσει τον κόσμο με τοπία, κοστούμια και φανταστικά μνημεία της Ελλάδος, αλλά στα ρεαλιστικά έργα τέχνης που διακρίνονταν για την ακρίβειά τους. Κατέφυγαν λοιπόν στα έργα του Θεόδωρου Βρυζάκη, ο οποίος θεωρείτο ο πρώτος στρατιωτικός ζωγράφος της Ελλάδος. Είχε προλάβει πολλούς τουρκομάχους, είχε μελετήσει τις φορεσιές τους και τις είχε αποδώσει στα έργα του. Στο ιστορικό έργο του «Το Στρατόπεδο του Καραϊσκάκη», με γνωστά πρόσωπα πολέμαρχων, εντόπισαν την ποικιλία της πολεμικής φουστανέλας. Ταυτοχρόνως συμβουλεύθηκαν περίπου δεκαπέντε ακόμη έργα του που διακρίνονταν για την ακρίβειά τους.

«Το Στρατόπεδο του Καραϊσκάκη». Έργο Θεόδωρου Βρυζάκη.

 

Πολεμαρχική φουστανέλα

Η παραβολή των αντικειμένων με τα έργα τέχνης βοήθησε την επιτροπή να διακρίνει τις διαφορές της ρουμελιώτικης με τη μοραΐτικη φουστανέλα και να δώσει τον γενικό τύπο της πολεμικής στολής. Έναν τύπο κατάλληλο να φορεθεί από τους ευζώνους και να «εικονογραφήσει» το Εικοσιένα στα μάτια του ελληνικού λαού. Για το μάκρος της φουστανέλας χρησιμοποιήθηκε ο πελοποννησιακός τύπος επειδή ήταν ο επικρατέστερος. Και ως ένας τύπος μεγάλης στολής του αγώνα θεωρήθηκε η μακριά φουστανέλα με τα τουζλούκια. Χρησιμοποίησαν ακόμη πληροφορίες που άντλησαν από τα πολύτιμα σχέδια του Βαυαρού Κρατσάιζεν. Σε ένα εξ αυτών εμφανίζεται ο δωδεκάχρονος Δημήτριος Μπότσαρης, όταν ετοιμαζόταν να φύγει για το Μόναχο. Φορούσε μακριά φουστανέλα σαν αστός του Μοριά.

«Εδόθη οπωσδήποτε το γενικό σχήμα, η πολεμαρχική φουστανέλα, ο κατάλληλος συνδυασμός χρωμάτων και η καμπύλη της πάλας, απαραίτητη για να δημιουργηθεί το σύνολο», όπως έγραφε υπερήφανα ο Ζ. Παπαντωνίου που υπερηφανευόταν δικαιολογημένα για τη συμβολή του.[1] Την εκτέλεση ανέλαβε ένας σεβαστός κατασκευαστής φουστανελών, ο Κ. Γεωργούλας, άριστος τεχνίτης και γνώστης των υλικών. Ήταν ο μόνος, εκείνη την εποχή, εναπομείνας ελληνοράπτης που εκτέλεσε τα σχέδια της επιτροπής. Εντός 25 ημερών κατόρθωσε να φτιάξει στο ελληνοραφείο του τα περίπλοκα εκείνα έργα της βελόνας. Ορισμένες τροποποιήσεις επήλθαν μετά την πρώτη επίσημη δοκιμή που έγινε στην παρέλαση της 25ης Μαρτίου 1930. Μειώθηκε το μάκρος της φουστανέλας, ελάφρυνε το βαρύ χρυσοκέντητο της κάλτσας κ.ά.[2]

Το γελέκι και το μεϊντάνι

Όταν θα γραφεί η ιστορία της ενδυμασίας των ευζώνων μας, οπωσδήποτε οι ερευνητές θα ανατρέξουν και σε προγενέστερο χρόνο για να συναντήσουν μακρά σειρά στοιχείων και ορολογιών. Πολλά εξ αυτών διέσωσαν οι ιστοριοδίφες[3] τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνος, ιδιαιτέρως όταν συζητήθηκε η απόφαση να έχουν και οι εύζωνοι δικούς τους αξιωματικούς. Τότε αναζήτησαν στοιχεία και πληροφορίες για τη στολή των καπεταναίων της εποχής του Αγώνος. Είναι ιδιαιτέρως ελκυστικά τα στοιχεία αυτά, αφού μέσω της ενδυμασίας των αγωνιστών, ιδιαιτέρως δε των καπεταναίων τους μεταφερόμαστε νοητώς σε δοξασμένες εποχές.

Τον κορμό τους περιέβαλε το γελέκι και το μεϊντάνι, με δύο αράδες μαλαμωμένα κουμπιά. Το επανωφόρι, ο ντουλαμάς, ήταν κεντημένο με μετάξι και χρυσάφι, όπως και τα μειντανογέλεκα. Η σκούφια ή το φέσι περιδενόταν με χρυσοκέντρητο πόσι. Η φουστανέλα ήταν κοντή. Τις κνήμες περιέβαλλαν λευκές μάλλινες περικνημίδες, οι περίφημες βλαχόκαλτσες. Τα τσαρούχια τους ήταν πλεκτά. Όσο για τα ποιητικά τσαπράζια, ήταν τα στολίδια του στήθους. Είναι γνωστό ότι το στήθος τους κοσμούσε το κουστέκι, οι αλυσίδες που κρεμούσαν χιαστί. Θηλυκωμένο στα τέσσερα άκρα του στήθους με τριγωνικά θηλυκωτήρια που έφεραν τον δικέφαλο αετό. Το κουστέκι αυτό στο κέντρο του στήθους είχε κρεμασμένη με αλυσίδες αργυρή πλάκα, τετράγωνη ή στρογγυλή, που έφερε τον Άγιο Γεώργιο.

Οι παραστάσεις

Προς την αριστερή πλευρά κρεμόταν, εξαρτώμενο από διπλές αλυσίδες, το χαϊμαλί, με παράσταση του Αγίου Δημητρίου ή της Παναγίας που έφερε μέσα του τίμιο ξύλο. Προς τα δεξιά κρεμόταν ο κυρτός σουγιάς. Τη μέση περιέζωνε το χρυσοκέντητο σελάχι. Πίσω από το λουρί του σελαχιού κρέμονταν δύο παλάσκες, οι οποίες περιείχαν τα φυσέκια του τουφεκιού και έφεραν ως παράσταση την Παρθένο Αθηνά. Αριστερά ήταν το φυσεκλίκι με φυσέκια για τις πιστόλες. Δεξιά η θήκη για τις τσακμακόπετρες αλλά και ο αποκαλούμενος «μυελός», το μεδουλάρι για το άλειμμα των όπλων. Αριστερά του σώματος, προς τον μηρό, υπήρχαν περασμένα σε μικρότερα λουριά, σε δύο τρεις σειρές κρεμασμένα, τα στρογγυλά ή ρομβοειδή γαντζούδια ή τοκάδες και δύο απ’ αυτά κάλυπταν τις επιγονατίδες. Το γελέκι στο στομάχι θηλυκωνόταν με κουμποθηλειές και τα τσαρούχια δένονταν με τους τσαρουχοτοκάδες.

Τα τσαπράζια ήταν όλα αργυρά και σαβατλίδικα, δηλαδή δεν είχαν ανάγλυφες τις παραστάσεις αλλά κατασκευασμένες με σαβάτι, ένα είδος σμάλτου. Όσο για τα όπλα είχαν δύο πιστόλες στο σελάχι, με λαβή και παφίλια αργυρά. Αργυρή λαβή είχε και το χαρμπί, δηλαδή το εγχειρίδιο του οποίου η θήκη ήταν χρήσιμη για το γέμισμα των όπλων. Το τουφέκι είχε συνήθως σκαλίσματα στο κοντάκι του και ήταν στολισμένο με παφίλια αργυρά. Τέλος, αριστερά στο σώμα κρεμόταν η κατασκευασμένη από μεταξόπλεκτο τελαμώνα η πολυύμνητη πάλλα. Οι πιο επίσημοι είχαν το περίφημο δαμασκί.

Τέλος, ως προς τα ονόματα των όπλων καταγράφουμε το δημοφιλές καρυοφύλλι, είδος του οποίου ήταν ο φειδιάς, το νταλιάνι, το πολύ μακρύ μηλιόνι, ο σαρμάς, ο σουσανές και η λεπτή και ελαστική λαζαρίνα. Πολλά μπορούν να γραφούν για την προέλευση και την ονομασία τους. Ύστερα εμφανίσθηκαν οι καραμπίνες των τακτικών, τα φοβερά όπλα της οροφυλακής και τα πελώρια της πολιορκίας. Αξίζει να αναφερθεί πως το μειντανογέλεκο των τακτικών ήταν κατασκευασμένο από λευκή τσόχα και διακοσμημένο με γαλάζια σειρίτια αλλά και γαλάζια ζώνη. Το χρώμα του ουρανού και του αφρού της θάλασσας ήταν προορισμένο να κοσμεί τις στολές και τις σημαίες μας.