Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Οι δραματικές στιγμές που έζησαν οι κάτοικοι της Βαρυμπόμπης, η οποία πλήγηκε από τη μεγάλη πυρκαγιά, φέρνουν στο επίκεντρο την άγνωστη ιστορία της. Πως από ακατοίκητη και εγκαταλελειμμένη περιοχή που ήταν την εποχή της Εθνεγερσίας και τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια, μετατράπηκε σε κατοικημένες περιοχές.
Απέχουμε από την παρουσίαση ολοκληρωμένης της ιστορίας της, ωστόσο καταθέτουμε ανέκδοτα τεκμήρια και ψήγματα ικανά να μας προσφέρουν μία πρώτη εικόνα.
Μπορεί στις ημέρες μας τα οικόπεδα στην περιοχή να είναι περιζήτητα, αλλά αμέσως μετά την απελευθέρωση οι μόνοι που ενδιαφέρονταν ήταν οι εύποροι επενδυτές γης. Εκείνοι αναζητούσαν ευκαιρίες για να κερδοσκοπήσουν όταν το νεοσύστατο κράτος προσπαθούσε να ορθοποδήσει. Δύο τσιφλίκια που προκαλούσαν ενδιαφέρον ήταν το τσιφλίκι της Βαρυμπόμπης Αττικής και το γειτονικό του Λιόπεσι Μαχούνια. Από τους Τούρκους περιήλθαν αμφότερα τα τσιφλίκια εις χείρας του Γεωργίου Λεβέντη (1790-1847)[1].
«Το χωρίον…»
Ποιος ήταν ο νέος ιδιοκτήτης; Ήταν εκ των ηγετικών στελεχών της Φιλικής Εταιρείας και πολιτικός του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Νυμφεύτηκε τη Ραλλού Παπαρρηγοπούλου, κόρη του ιστορικού και κτηματία Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου. Επειδή δεν απέδιδαν τα κτήματα ο νέος ιδιοκτήτης ήθελε να ανταλλάξει τη γη αυτή με άλλα καλύτερα κτήματα στην Πάτρα!
Προκειμένου να εξεταστεί το αίτημά του, δόθηκε εντολή στον επίσης Φιλικό και Αγωνιστή Κωνσταντίνο Χ. Πεντεδέκα, ο οποίος πλέον ασκούσε καθήκοντα Οικονομικού Εφόρου Αττικής, να περιγράψει τις περιοχές αυτές και να εκτιμήσει την αξία τους.
Ο Οικονομικός Έφορος συνέταξε Έκθεση (1837) που αποτελεί αυθεντική και πλούσια πηγή πληροφοριών. «Το χωρίον Βαρυμπόμπι απέχει των Αθηνών προς βοράν τέσσαρας περίπου ώρας, κείται εις τους πρόποδας του όρους Οξιάς και εκτείνεται ανατολικώς έως της πεδιάδοςονομαζομένης Ψωρίλα και επί των συνόρων του Πετράκη, σύγκειται δε από έδαφος κατά μέρος μεν επίπεδο και κατά μέρος από λοφίσκους διακοπτομένους από χειμάρρους καταβαίνοντας από τα πλησιόχωρα όρη» ανέφερε ο Οικονομικός Έφορος, προσθέτοντας ότι υπήρχαν και δύο μεγάλες πηγές [2].
Οι καλλιέργειες
Η Μεγάλη Βρύση, η οποία μπορούσε να ποτίσει μέχρι και τριακόσια στρέμματα γης. Η εν λόγω Μεγάλη Βρύση παρέμεινε ως τοπωνύμιο και στην περιοχή αυτή, πολλά χρόνια αργότερα (1888), ανακαλύφθηκε ο επονομαζόμενος «Τύμβος της Καμβέζας» ή «Τύμβος του Σοφοκλή». Υπήρχε ακόμη μία πηγή αλλά το υδραγωγείο της ήταν χαλασμένο και το νερό που είχε καλή γεύση είχε πάρει «άλλο δρόμο». Στην περιοχή όσα σπίτια υπήρχαν ήταν ερείπια και τα περιβόλια ήταν παρατημένα.
Υπήρχαν ακόμη οπωροφόρα δένδρα (αμυγδαλιές, καρυδιές, συκιές κ.ά.) και ένας ασβεστόκτιστος πύργος, εγκαταλελειμμένος μεν αλλά επισκευάσιμος. «Ούτος ίσταται εις μίαν θέσιν, ώστε αποκαθιστά εκτεταμένην και τερπνήν θέαν» αναφέρει η έκθεση. Ως προς την έκταση της Βαρυμπόμπης η έκθεση την υπολόγιζε σε 5.000 στρέμματα, εκ των οποίων καλλιεργούνταν μόνον 200 στρέμματα, ενώ με κόπους και έξοδα μπορούσαν να καλλιεργηθούν 1.000-1.200 στρέμματα.
Πάντως, ολόκληρη η περιοχή ήταν κατάφυτη με σχίνα, κουμαριές, αγριαπιδιές «και παρόμοια». Όσο για τα όρια της περιοχής αναφέρει λοιπόν ότι η Βαρυμπόμπη συνόρευε ανατολικά με τα χωριά Τατόι, Λιόπεσι Μαχούνια και πεδιάδα Ψωρίλα, αρκτικά με το όρος Οξιά και το Τατόι, δυτικά με το Μενίδι και την πεδιάδα Ψωρίλα. Ενδιαφέρουσες όμως και ειδικότερες είναι οι πληροφορίες που παρέχονται για τον κάθε τόπο ξεχωριστά, αρχής γενομένης από το χωριό «Λιόπεσι Μαχώνια».
Αναφέρει ότι «το χωρίον Λιόπεσι Μαχώνια (:Μαχούνια), άρχεται από το βορειότερον μέρος της Οξιάς και εκτείνεται προς ανατολάς, κείται δε ως επί το πολύ εις τους πρόποδας του βουνού Οξιάς, Μαχώνια και Τζιούρκα (:Κιούρκα). Σύγκειται από βουνά και λοφίσκους, διακοπτομένους από χειμάρρους κατερχομένους από τα πλησιάζοντα βουνά και απέχει από τας Αθήνας ως πέντε ώρας» [3].
Η έκταση της περιοχής, περιλαμβανομένων των βουνών και των πετρωδών εδαφών, υπολογιζόταν σε 15.000 στρέμματα, τα οποία ήταν κατάφυτα από αγριαπιδιές, σχίνα και αγριελιές. Τα όρια της περιοχής Λιόπεσι Μαχούνια έφταναν στα χωριά Μπάφι, Τζιούρκα, Μονομμάτι, Μενίδι, Βαρυμπόμπη και Τατόι.
Από τον Σούτσο στον Γεώργιο Α΄
Από το Λιόπεσι Μαχούνια διερχόταν ο δρόμος που οδηγούσε από την Αθήνα στη Χαλκίδα και υπήρχε η Βρύση Μαχούνια, που είχε γύρω της ένα θαυμάσιο τοπίο κατάλληλο για κατοικία. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι γινόταν μνεία για τις δυνατότητες ανάπτυξης της περιοχής. Καλλιεργημένα ήταν μόνον 100-120 στρέμματα γης, ενώ καλλιεργήσιμα μπορούσαν να γίνουν, με κάποια έξοδα, 1200-1500 στρέμματα.
Ενδεικνυόταν δε η ανάπτυξη κτηνοτροφίας, αφού σύμφωνα με την έκθεση του Οικονομικού Εφόρου Αττικής ο τόπος μπορούσε να διαθρέψει 1.000 γίδια, 20.000 πρόβατα, 100 αγελάδες, ακόμη και 200 φοράδες. Επίσης μπορούσε να αναπτυχθεί μελισσοτροφία.
Ως προς την αξία της γης ο ίδιος έφορος δήλωνε αδυναμία υπολογισμού διότι οι κάτοικοι της περιοχής αρνούνταν να συνεργαστούν και προέτρεπε την διοίκηση να ορίσει ειδικούς εκτιμητές! Εντέλει η ανταλλαγή δεν έγινε. Το εγκαταλελειμμένο κτήμα Λιόπεσι Μαχούνια πέρασε το 1842 στα χέρια της οικογένειας Σκαρλάτου Σούτσου για να καταλήξει εντέλει στον βασιλιά Γεώργιο Α΄ και να αποτελέσει μέρος του Βασιλικού Κτήματος Τατοΐου. Όσο για την πανέμορφη Βαρυμπόμπη, η οποία παρέμεινε παραμελημένη και αραιοκατοικημένη για έναν περίπου αιώνα, προσήλκυσε το ενδιαφέρον μεταπολεμικά και αναπτύχθηκε τόσο ώστε να ενωθεί οικιστικά με τις Αχαρνές.
Η πυρκαγιά του 1861
Επανειλημμένως επλήγη από πυρκαγιές, με πρώτη και σημαντικότερη, από τότε που απελευθερώθηκε η χώρα, μια πυρκαγιά που ξέσπασε τον Αύγουστο 1861. Οι καταστροφές που προκλήθηκαν ήταν τεράστιες και οι περισσότεροι έκαναν λόγο για εμπρησμό. Ωστόσο η είδηση όπως δημοσιεύθηκε σε μία αθηναϊκή εφημερίδα είναι ιδιαιτέρως διαφωτιστική τόσο για το μέγεθος της ζημιάς, όσο και για τις προσπάθειες κατάσβεσης αλλά και τον τρόπο που άναψε η φωτιά:
«Η πυρκαϊά εκραγείσα εις τι χωρίον της Αττικής Βαρυμπώμπι καλούμενον απετέφρωσεν ιδιοκτητον δάσος πευκών, 100 περίπου στρεμμάτων. Ήθελε δε να προξενήσει μεγαλειτέρανζημίαν ή πυρκαΐα, εάν δεν απεσβένυτο τη συνδρομή των χωρικών και τινων χωροφυλάκων και στρατιωτών εκεί ευρεθέντων. Η πυρκαϊα ανήφθη εξ απροσεξίας εκ τινων ψηνόντων καλαμβόκια, οι οποίοι και συνελήφθησαν αμέσως διά να τιμωρηθώσι κατά τους νέους νόμους»[4].
«Ζευγαράδικο»!
Αν μεταφερθούμε περίπου έναν αιώνα αργότερα, τη δεκαετία 1930, θα βρούμε την Βαρυμπόμπη να βρίσκεται στο επίκεντρο των εξελίξεων στην Αττική. Τι ήταν; «Ζευγαράδικο» μας απαντά ο Σπύρος Μελάς, δηλαδή «καταφύγιο των τρυφερών ζευγαριών, που μπορούσαν να πάρουν ένα ταξί και να χαθούν σε μια γωνιά του αττικού λόγγου, να τα πουν αθώα μέσα σ’ ένα καμαράκι, μπροστά σ’ ένα χωριάτικο τζάκι, που λαμπαδιάζει από φρύγανα, τριγυρισμένοι από το απέραντο πράσινο της βουνήσιας χλωρίδας»[5]! Ο πρώτος που είχε εγκαταστήσει χρήση ζυθεστιατορίου στην Βαρυμπόμπη ήταν ο Σπύρος Καραδήμας.
Το 1924 διαφήμιζε ότι «ήρχισεν τας εργασίας του το ζυθεστιατόριο νστη μαγευτική θέση Βαρυμπόμπη, εις το οποίον κανείς ευρίσκει φαγητά του γούστου του, καθαριότητα και εν γένει περιποίησιν τελείαν. Επισκεφθείτε το και δεν θα χάσετε. Τιμαί λογικαί»[6]. Στο κατάστημα αυτό αναφερόταν παραπάνω ο Σπ. Μελάς και το οποίο σταδιακά μεταβλήθηκε σε είδος οργανωμένου ξενοδοχείου με τον τίτλο «Hotel Varibobi»!
Το διηύθυνε η περίφημη «κουμπάρα», όπως όλοι αποκαλούσαν την υπερδραστήρια γυναίκα του ιδιοκτήτη. Εκείνη συνέβαλε καθοριστικά στην εντυπωσιακή ανάπτυξη της επιχείρησης εντός μιας δεκαπενταετίας. Στο αρχικό μαγαζάκι πρόσθεσε καμαράκια, στα καμαράκια υπόστεγο με άπειρες φωλιές χελιδονιών και στο υπόστεγο μια μεγάλη σάλα. Τέλος, στη μεγάλη σάλα πρόσθεσε την εγκατάσταση του ξενοδοχείου ύπνου![7]
Δεν άργησε όμως, το 1936, να φανεί και η «Κτηματική Εταιρεία Βαρυμπόμπης». Διαθέτοντας οικόπεδα «με μεγάλας ευκολίας πληρωμής». Άνοιγε νέα σελίδα στην ιστορία της Βαρυμπόμπης, η οποία λίγο έως πολύ είναι γνωστή.