Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Επιλέγουμε να αναφερθούμε σε έναν από τους θεμελιώδεις οργανωτές της Φιλικής Εταιρείας διότι η προτομή του στην πλατεία Φιλικής Εταιρείας (Κολωνάκι) αντιμετωπίζει περιπέτειες. Να αναφερθούμε στον άνθρωπο που υπήρξε από τους πρωτουργούς του μεγάλου γεγονότος της ελληνικής Εθνεγερσίας. Τέλειωσε τη ζωή του σε συνθήκες πρωτοφανούς ανέχειας και πλήρους φτώχειας, «οδυνηρώς τε και ελεεινώς καταλύσαντι το ζην», όπως έγραψε ο Μισαήλ Αποστολίδης.
Την ώρα που οι Βαυαροί μοίραζαν μεταξύ τους τα «φιλέτα» της ελληνικής γης και καταχρέωναν το ήδη υπερχρεωμένο νεοσύστατο κράτος, ο γηραιός πλέον Εμμανουήλ Ξάνθος εκλιπαρούσε για να εξασφαλίσει τα προς το ζην για τη θυγατέρα του. Οι περιγραφές όσων τον γνώριζαν στα τελευταία χρόνια της ζωής του είναι δραματικές: «Η πενία, υφ’ ης ενώπιον των οφθαλμών των συμπολιτών του απηνώς κατεπιέζετο, λιμώττων και γυμνητεύων και εξαπορούμενος εν τη πατρίδι ο υπέρ της πατρίδος τα πάντα θυσιάσας και τα πάντα γενναίως υποστάς»[1]!
Δεν προσκλήθηκε…
Μέχρι τώρα καταγραφόταν ότι υπέμενε με μακροθυμία και χωρίς γογγυσμούς τη φτώχεια και τη στεναχώρια του και ένιωθε ικανοποιημένος γιατί αξιώθηκε να δει ελεύθερη την πατρίδα. Δεν χωρεί αμφιβολία, το έγραφε εξάλλου, πως φούσκωνε από υπερηφάνεια όταν αναλογιζόταν τη συνεισφορά του στον Αγώνα. «Δεν υπάρχει κανείς των ομογενών να μου αρνηθή ότι η Ελληνική Ανεξαρτησία κατά μέγα μέρος ενεργήθη εκ των εμών πράξεων, τας οποίας έμπνευσις θεία με εμψύχωσε να επιχειρισθώ», έγραφε λίγα χρόνια πριν φύγει από τη ζωή στον βασιλιά Όθωνα[2]. Στην επιστολή, τμήματα της οποίας φέρνουμε στο φως της δημοσιότητας, παραπονιόταν διότι το Έθνος γιόρταζε την απελευθέρωση χωρίς να τον προσκαλέσει στη γιορτή! Αλλά και εμείς οι νεότεροι δεν του φερθήκαμε καλύτερα, αφού δεν φροντίσαμε ούτε την πραγματική ημερομηνία που έφυγε από τη ζωή να καταγράψουμε σωστά!
Κατηγορήθηκε ως καταχραστής!
Ο απλός εμποροϋπάλληλος από την Πάτμο ήταν εκείνος που δημιούργησε τον θρύλο για την «Υπερτάτη Αρχή» της Φιλικής Εταιρείας. Βολιδοσκόπησε τον Καποδίστρια και είχε την τιμή να παραδώσει στον Υψηλάντη τον ορισμό του ως «γενικού εφόρου της Αρχής». Πάμπτωχος έπαιρνε τον δρόμο για την Οδησσό και από εκεί για το Βουκουρέστι το 1827 προκειμένου να εξασφαλίσει τα απαραίτητα για την οικογένειά του. Το 1837, η πατρίδα τον καλούσε για να τον τιμήσει δίνοντάς του ένα «πιστοποιητικό» για τους αγώνες του. Του κρέμασαν στο στήθος και τον χρυσό Σταυρό του Σωτήρος για να ζητιανεύει καλύτερα, όπως έγραψε ο Σπ. Μελάς[3].
Είχε όμως να αντιμετωπίσει και άλλη έκπληξη. Ούτε λίγο ούτε πολύ, από ασυγχώρητη επιπολαιότητα ο Φιλήμων στην ιστορία του για τη Φιλική Εταιρεία τον κατηγόρησε πως είχε καταχραστεί χρήμα της εταιρείας. Αναγκάστηκε να απαντήσει και να αποκαλύψει την εξευτελιστική πραγματικότητα της ζωής του και ότι θα πέθαινε της πείνας αν δεν υπήρχαν φιλεύσπλαχνοι πατριώτες. Ο Φιλήμων ανασκεύασε και έγινε από τους φανατικότερους φίλους του Ξάνθου, γράφοντας μάλιστα πως ζούσε «εις την ελεεινοτέραν καταδίκην του επαίτου, βιών εν μέσω των αγαθών της ελευθέρας πατρίδος του τον αβίωτον βίον».
Αλλά εκείνο που πονούσε τον Ξάνθο ήταν η πατρίδα. Ήθελε να ζήσει τις χαρές της. Γι’ αυτό, το 1843 –ήταν ήδη 71 ετών– έγραφε προς τον Όθωνα επιστολή με την οποία παραπονιόταν διότι δεν είχε προσκληθεί στον επίσημο εορτασμό της 25ης Μαρτίου. «Νομίζω ότι είμαι εις δικαίωμα και εγώ ο τοσαύτα πράξας και συντελέσας, άμα δε και πολλά παθών … πρώτος ο κινήσας την μηχανήν κατά θείαν έμπνευσιν … επικειμένης της επετείου εορτής … ως συνεργός της Ελληνικής ελευθερίας να οικουρώ περιφρονούμενος και θρηνών ένεκεν απορίας των προς το ζην»[4]. Του ζητούσε επίσημη συμμετοχή στην τελετή και προικοδότηση για τα παιδιά του που είχαν φτάσει σε ηλικία γάμου.
Πραγματική ημερομηνία θανάτου
Καταγράφεται συχνά, σε επίσημες και ανεπίσημες πηγές, ότι έφυγε από την ζωή το 1852. Σε σοβαρά και μη εγκυκλοπαιδικά λεξικά, σε επίσημες ακαδημαϊκές εκδόσεις, σε επιστημονικά και δημοσιογραφικά περιοδικά και χύδην στον κόσμο του διαδικτύου, πλην αυτού της Βουλής και πρόσφατων επιστημονικών εκδόσεων. Δεν έκαναν τον κόπο να αναζητήσουν την ημέρα του θανάτου του για να διαπιστώσουν πως ήταν η Πέμπτη, 29 Νοεμβρίου 1851. Αλλά δεν είναι η μόνη ανακρίβεια που αναπαράγεται επί χρόνια.
Υπάρχει και άλλη που αφορά στην οικογενειακή του κατάσταση. Περιγράφουν πως τον ξεπροβόδισε στην τελευταία του κατοικία η σύντροφος της ζωής του Σεβαστή. Εκείνη που είχε διαθέσει τα στολίδια της για να αποκτήσουν το χαμόσπιτο όπου έμεναν στη συμβολή των οδών Νικοδήμου και Βουλής. Αλλά η γριά του είχε φύγει νωρίτερα και δεν πρόλαβε να ζήσει τις εικόνες αυτές. Εκείνη που είχε απομείνει κοντά του ήταν η νεότερη κόρη του Ασπασία, η οποία έζησε με τις 150 δραχμές που έπαιρνε σύνταξη ο πατέρας της, έπειτα από ειδική πρόβλεψη που ψήφισε η Βουλή μετά τον θάνατο του Εμμ. Ξάνθου.
Η θανάσιμη πτώση
Μέχρι τέλους ο Εμμ. Ξάνθος ενδιαφερόταν για τα κοινά της πατρίδας και συχνά παρακολουθούσε τις συνεδριάσεις της Βουλής. Έτσι, βρέθηκε στο θεωρείο των δημοσιογράφων για να παρακολουθήσει μία θυελλώδη συνεδρίαση των εθνοπατέρων, την Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 1851. Αντικείμενο της συνεδρίασης τα εκτεταμένα φαινόμενα ληστείας και η κάλυψη που παρείχαν στους παράνομους σημαίνοντα πολιτικά πρόσωπα. Οι ληστές είχαν φθάσει στο σημείο να δολοφονήσουν ακόμη και δήμαρχο που δεν ήταν της αρεσκείας τους και να παραμείνουν ουσιαστικά ατιμώρητοι. Υπήρχαν δε ληστές, οι οποίοι, αφού αμνηστεύονταν, έμπαιναν στην υπηρεσία βουλευτών είτε ως κλητήρες είτε ως οδηγοί όπως είχε συμβεί με τους ληστές Σταμελογιάννη και Ταξιάρχη.
Ο βουλευτής Φθιώτιδος Χουρμούζης επιτέθηκε στην Κυβέρνηση, την υπεράσπιση της οποίας ανέλαβε ο βουλευτής Λύσανδρος Βιλαέτης που κατέλαβε βίαια το βήμα προκαλώντας αναστάτωση. Φωνές, βρισιές και σφυρίγματα άναψαν τα αίματα μέχρι που ο ένας βουλευτής έπιασε τον άλλον από τον λαιμό για να τον πνίξει. «Ο Πρόεδρος βλέπων το κακόν εγκαταλείπει την έδραν του», ενώ το ίδιο κάνουν οι γραμματείς και τους ακολουθούν οι βουλευτές και οι θεατές των θεωρείων. Ο γέροντας Ξάνθος παρασύρεται στις σκάλες και πέφτει από ύψος δέκα μέτρων στο λιθόστρωτο. Καταλαβαίνει πως έχει φτάσει το τέλος, προσεύχεται και ζητά να κοινωνήσει τα άχραντα μυστήρια. Μεταφέρθηκε με ξυλοκρέβατο στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο, όπου άφησε την τελευταία του πνοή, σε ηλικία 79 ετών. «Τοιούτον εστάθη το οδυνηρόν τέλος ενός εκ των πρώτων αποστόλων και πρωταγωνιστών της εθνεγερσίας»[5].
Δια του αίματος
Ο Εμμανουήλ Ξάνθος έχασε τη ζωή του πέφτοντας από τα σκαλιά της Βουλής, δηλαδή από το οικοδόμημα εκείνο για την ανέγερση του οποίου είχε θυσιάσει και μοχθήσει. Η κόρη του Ασπασία συνέχισε την ζωή της παίρνοντας την σύνταξη του πατέρα της, δηλαδή 150 δραχμές τον μήνα, όταν ο μηνιαίος μισθός των βουλευτών ήταν 3.000 δραχμές.
Ίσως είναι επίκαιρα, όσο ποτέ άλλοτε, τα λόγια που είπε ο Μισαήλ Αποστολίδης «εις τον πρωταγωνιστήν Εμμανουήλ Ξάνθον», όταν ψάλθηκε στον ναό της Αγίας Ειρήνης της οδού Αιόλου. Ζήτησε να «μην παραπικραίνωμεν τας μακαρίας ψυχάς των υπέρ της πατρίδος οικοδομήματος αγωνισαμένων, ολιγορούντες και καταστρέφοντες διά της ανομίας και της ακηδίας, ό,τι εκείνοι ανόρθωσαν διά του αίματος αυτών»[6]!