Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Τόμοι έχουν εκδοθεί, μονογραφίες έχουν εκπονηθεί, εκατοντάδες ελληνικά και ξένα δημοσιεύματα έχουν καλύψει το γεγονός της σφαγής στο Δήλεσι (1870). Όταν μια ομάδα ληστών συνέλαβε ομήρους ομάδα Άγγλων περιηγητών και εντέλει έσφαξε τέσσερις εξ αυτών με αποτέλεσμα η χώρα να εκτεθεί διεθνώς και να κινδυνεύσει με τη λήψη σκληρών μέτρων. Αλλά ακόμη δεν έχει γραφτεί ο τρόπος που βίωσαν εκείνο το γεγονός οι Έλληνες, οι οποίοι ζούσαν τις ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδας και του Πάσχα και με τη συμπεριφορά τους ανέδειξαν την ευαισθησία και το φιλότιμό τους. Κανείς, από τον ανώτατο άρχοντα μέχρι τους λουστράκους της Ομόνοιας, δεν έμεινε ασυγκίνητος από το δράμα που έζησαν οι ξένοι στη χώρα μας.
Πρώτος αντέδρασε ο Γεώργιος Παράσχος γράφοντας ένα ποίημα το οποίο, σύμφωνα με τον Τιμολέοντα Φιλήμονα, εξέφραζε «σύμπασαν την λύπην και την αγανάκτησιν του έθνους». «Η οδύνη ενός Έθνους ως βουνόν να σας βαρύνη, / Να σας αρνηθή και τάφον η θλιμμένη αύτη γη∙ / Ο πνιγμένος στεναγμός μας εφιλάλτης σας να γίνη, / Και του Κάϊν η κατάρα ζώσα να σας κυνηγή!»[1] έγραφε για τους ληστές. Στη συνέχεια έδινε τη διεθνή διάσταση του θέματος και τον τρόπο που εισέπραξαν την είδηση οι Έλληνες: «Επληγώσατε κακούργοι, της Πατρίδος μας τα στήθη∙ / την σεπτήν του γοητείαν έχασεν ο Μαραθών∙ / Πένθους πέπλον εις την όψιν της Ελλάδος επεχύθη, / Και διπλήν περώμεν ήδη Εβδομάδα των Παθών»[2]!
Οι άνθρωποι των πρεσβειών έμειναν έκπληκτοι και τηλεγραφούσαν στις χώρες τους όσα παρακολουθούσαν στην Αθήνα. Φτωχές γυναίκες, μαυροντυμένες και με χαρακωμένα πρόσωπα, αυθόρμητα μοιρολογούσαν τα θύματα που χάθηκαν άδικα από τα χέρια των ληστών. Οι μικροί εφημεριδοπώλες και οι λούστροι της πλατείας Ομονοίας εγκατέλειψαν τα πόστα τους και ακολούθησαν την κηδεία των δύο πρώτων θυμάτων, η οποία έγινε το Μεγάλο Σάββατο το απόγευμα. Η κηδεία εκείνη, η οποία ξεκίνησε από τον Άγιο Διονύσιο της οδού Πανεπιστημίου και κατέληξε στο Α΄ Νεκροταφείο, μετατράπηκε σε βουβή διαδήλωση.
Ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄, με λιτή επιστολή προς τον Μητροπολίτη Αθηνών, ζήτησε να τον απαλλάξει από την υποχρέωση να παρευρεθεί την νύχτα της Ανάστασης στην επίσημη τελετή στη Μητρόπολη. «Είμαι λίαν συγκινημένος εκ της πολλαχώς αλγεινής κηδείας, ην παρηκολούθησα την μεσημβρίαν»[3], έγραφε ο Γεώργιος Α΄, ο οποίος έσπασε την παράδοση και ήταν η μόνη χρονιά που ο ανώτατος άρχων δεν παραβρέθηκε στην τελετή. Σημειωτέον ότι ο βασιλιάς όχι μόνον πήγε στην εκκλησία, αλλά παρακολούθησε την κηδεία μέχρι το νεκροταφείο. Άφθονο ήταν το μελάνι που χύθηκε για να περιγραφεί εκείνη η κηδεία και ο τρόπος που αντέδρασε ο ελληνικός λαός.
Ακολούθησε ενδιαφέρουσα δίκη που πραγματοποιήθηκε στο Βαρβάκειο. Το Μεγάλο Σάββατο μεταφέρθηκαν στην Αθήνα τα κομμένα κεφάλια επτά εκ των ληστών. Την Κυριακή του Πάσχα, από το πρωί μέχρι το απόγευμα, εκτέθηκαν στο Πεδίον του Άρεως. Κυριολεκτικώς όλη η πόλη, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, πέρασαν για να δουν τα κεφάλια εκείνων που είχαν ντροπιάσει την πατρίδα. Ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε αυτό στην ελληνική πρωτεύουσα και όλοι αναγνώριζαν πως το θέαμα ήταν απεχθές. Αλλά κρίθηκε αναπόφευκτο για να πεισθούν όλοι ότι είχαν εξοντωθεί οι ληστές και πως δεν ίσχυαν οι διάφορες διαδόσεις[4]. Τη Δευτέρα του Πάσχα τα κεφάλια, τα οποία ήταν κρεμασμένα από τα μαλλιά, μεταφέρθηκαν και θάφτηκαν σε άγνωστο χώρο αφού προηγουμένως φωτογραφήθηκαν. Εντέλει ήταν βαρύ το τίμημα για την Ελλάδα. Εκτός από τον διεθνή διασυρμό αναγκάσθηκε να καταβάλει τεράστια ποσά σε αποζημιώσεις. Ωστόσο, το δράμα του Ωρωπού υπήρξε η απαρχή για την εξαφάνιση του φαινομένου της ληστείας στην Ελλάδα[5].