Διά την μετατροπήν του Πολιτεύματος από Μοναρχίας εις Συνταγματικήν Βασιλείαν, κατόπιν της ιστορικής αναστατώσεως της νυκτός της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, και διά την επί τη βάσει νέου Καταστατικού Χάρτου εγκαθίδρυσιν του Κοινοβουλευτικού Πολιτεύματος εν Ελλάδι, η Εθνοσυνέλευσις της ιδίας εποχής ειργάσθη μέσω πολυαρίθμων δυσχερειών, από της 9ης Νοεμβρίου 1843 μέχρι της 1ης Μαρτίου 1844.
Αλλ’ από τα πολλά περίεργα περιστατικά της κυρώσεως του Συντάγματος και της επισήμου επιδόσεώς του εις τον βασιλέα Όθωνα, υπό ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής, διακρίνονται καθαρά αι αντιδραστικαί προσπάθειαι που συνώδευσαν τα γεγονότα της μεταπολιτεύσεως κατά την εποχήν εκείνην, καθώς και ο ελάχιστος ενθουσιασμός, με τον οποίον η κατάλυσις του μοναρχικού πολιτεύματος έγινε δεκτή εις το Παλάτι. Περί της τελευταίας αυτής ψυχολογικής καταστάσεως, που εκράτει εις το βασιλικόν περιβάλλον, αρκετά παραστατικήν ένδειξιν αποτελούν αι προσπάθειαι του βασιλέως Όθωνος διά την αποδοχήν από μέρους της Συνελεύσεως, ωρισμένων τροπολογιών του Συντάγματος.
Τας προτάσεις αυτάς ανέλαβε να υποστηρίξη και να επιβάλη εις την Συνέλευσιν ο αφωσιωμένος εις την Αυλήν πληρεξούσιος Προβελέγγιος. Αλλ’ η Συνέλευσις, ενήμερος των Αυλικών παρασκηνιακών ενεργειών και σκοπών, απέρριψε, πλην ελαχίστων, τας βασιλικάς τροπολογίας. Αλλ’ επειδή ο Προβελέγγιος επέμενε, το ζήτημα ήλθεν εις το Υπουργικόν Συμβούλιον. Όλα τα μέλη του, όμως, και ο πρόεδρός του, συνεφώνησαν με την άποψιν της Συνελεύσεως. Και ο βασιλεύς αφήκε να ξεφύγη από τα χείλη του, με κάποιον δισταγμόν όμως, η απειλή της παραιτήσεώς του, την οποίαν όμως εξουδετέρωσεν αμέσως ο πονηρώτατος Κωλέττης, όταν, συνομιλών με τον Όθωνα, του είπε:
-Μεγαλειότατε, είδα πολλούς βασιλείς χωρίς θρόνον. Δεν είδα όμως κανένα θρόνον χωρίς βασιλέα.
Δευτέρα φάσις των βασιλικών αντιρρήσεων επί του Συντάγματος του 1843 εξεδηλώθη κατά την επίδοσιν του σχεδίου Συντάγματος την 4ην Μαρτίου του 1844 εις τον βασιλέα Όθωνα. Αι βασιλικαί αντιλογίαι προεκάλεσαν νέας συζητήσεις, αλλά και πάλιν η Κυβέρνησις επέμενεν εις τας απόψεις της Συνελεύσεως και του Υπουργικού Συμβουλίου.
Εις την περίστασιν αυτήν, ο πειθαναγκασμός του πρώην Μονάρχου και μετέπειτα Συνταγματικού Βασιλέως να δεχθή την νέαν κατάστασιν ου επέβαλλεν ο υπό της Συνελεύσεως ψηφισθείς νέος καταστατικός χάρτης της χώρας, διακρίνεται διά μέσου των γραμμών της επιστολής που απηύθυνεν ο ίδιος προς τον Πρόεδρον της Εθνοσυνέλευσεως:
«Κύριε Πρόεδρε. Λαβών το παρά της Εθνικής Συνελεύσεως σχέδιον του Συντάγματος, διηύθυνα εις αυτήν τας επ’ αυτού παρατηρήσεις μου. Πληροφορηθείς ήδη τας τελευταίας ευχάς αυτής εκ των διαβιβασθεισών σημειώσεων, δεν διστάζω να παραδεχθώ αυτάς, αφού εξεπλήρωσα το χρέος μου, παραστήσας εις αυτήν ό,τι ειλικρινώς έκρινα συντελεστικόν εις την ευημερίαν του Έθνους. Εύχομαι να ευλογή ο Θεός το πολιτικόν του Κράτους Σύνταγμα».
Αλλά περί της απωτέρας τύχης του Συντάγματος αυτού, το ζωηρότερον προαίσθημα εξεδηλώθη τότε, μετά την ορκωμοσίαν του βασιλέως Όθωνος επί του νέου καταστατικού χάρτου, από τον ιστορικόν αρχηγόν του κινήματος της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 συνταγματάρχην Καλλέργην. Τον επεσκέφθη και τον συνεχάρη ο πρέσβυς της Γαλλίας Αιμίλιος Πικατόρυ. Ο Καλλέργης εδέχθη μεν τα συγχαρητήρια, αλλά του είπε:
-Σας ευχαριστώ πολύ. Αλλά σας βεβαιώ, ότι το πρώτον θύμα θα είμαι εγώ!
Και τα γεγονότα τον εδικαίωσαν. Διότι, διωρίσθη μεν κατά το 1844 υπασπιστής του βασιλέως, αλλά κατά τας αρχάς του 1845 επαύθη, αφού προηγουμένως ετιμωρήθη με 15θήμερον κράτησιν.
Καταλήγομεν εις την επίσημον επίδοσιν του Συντάγματος του 1843 εις τον βασιλέα Όθωνα. Σύμφωνα με την απόφασιν της διαλυθείσης Εθνοσυνελεύσεως, επιτροπή της σχηματισθείσης κατόπιν νέας Βουλής θα έπρεπε να πάη να παραδώση εις τον βασιλέα το υπογεγραμμένον κείμενον του Συντάγματος, καθώς και τα ψηφίσματα και τα πρακτικά της Εθνοσυνελεύσεως. Ο πρόεδρος της Βουλής Κανέλλον Δεληγιάννης συνέταξε την προσφώνησιν, αλλ’ ο Κωλέττης έκρινεν ότι έπρεπε να παραλειφθούν τα ψηφίσματα και να επιδοθή μόνον το Σύνταγμα, όπερ και επραγματοποιήθη.
Την επομένην, όμως, συνεζητήθη θορυβωδώς η παράλειψις των ψηφισμάτων. Και απεφασίσθη να γίνη νέα επιτροπή διά να επιδώση εις τον βασιλέα και τα ψηφίσματα. Αλλά νέα περίεργος σύμπτωσις κατέστησεν επεισοδιακήν και την συμπληρωματικήν αυτήν τελετήν. Ενώ ο πρόεδρος της Βουλής επερίμενε τα μέλη της Επιτροπής, δεν ενεφανίσθησαν παρά μόνον δύο βουλευταί. Εξεκίνησαν, λοιπόν, τρεις κι’ ο κούκος και επήγαν εις το Παλάτι, όπου, κατά περίεργον επίσης σύμπτωσιν, ευρίσκετο συνομιλών με τον βασιλέα και ο πρωθυπουργός Κωλέττης, που είχε κηρυχθή κατά της επιδόσεως των ψηφισμάτων.
Η επιτροπή ανηγγέλθη από το υπασπιστήριον εις τον βασιλέα. Αλλ’ εξέρχεται, έξαφνα, από το βασιλικόν γραφείον ο πονηρός Κωλέττης και λέει:
-Κύριοι, ο βασιλεύς δεν μπορεί να σας δεχθή, διότι δεν είσθε πλήρεις!
Οι βουλευταί αλληλοεκυττάχθησαν έκπληκτοι. Εζήτησαν, τότε, να ορισθή άλλη ημέρα παρουσιάσεως, αλλ’ ο Κωλέττης, αυτογνωμόνως απήντησε:
-Περί αυτού θα γίνη σκέψις. Κατά το παρόν ημπορείτε να αναχωρήσετε!
Δεν επρόφθασεν όμως να τελειώση τα λόγια του, όταν εβγήκεν, από το γραφείον του Όθωνος, ο υπασπιστής του Γαρδικιώτης. Και, προς μεγάλην έκπληξιν του Κωλέττη, είπεν εις την επιτροπήν:
-Περάστε, κύριοι· ο βασιλεύς σας περιμένει!
Ενικήθη, έτσι, η Κωλεττική πονηρία από την βασιλικήν διπλωματίαν. Και εματαιώθη και ο πρωθυπουργικός σκοπός που απέβλεπε, κατά την κακογλωσσιάν των εφημερίδων της ιδίας εποχής, εις την παραίτησιν του Προέδρου της Βουλής και την ματαίωσιν της επιδόσεως των ψηφισμάτων της Συνελεύσεως εις τον Όθωνα.[1]