Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Είναι το πλέον φωτογραφημένο κουφάρι κτιριακού συγκροτήματος στην Αττική. Πολλοί είναι αυτοί που φτάνουν στην Πάρνηθα για να συναντήσουν και να φωτογραφίσουν το αποκαλούμενο ως «στοιχειωμένο» Σανατόριο ή ξενοδοχείο «Ξενία». Οι περισσότεροι εξ αυτών αρέσκονται σε μεταφυσικές αναζητήσεις, συζητήσεις και αναφορές. Ατέλειωτες ανθρώπινες ιστορίες συνδυάζονται με μεταφυσικές παρουσίες. Αν οι αστικοί μύθοι αναζητούν εμβληματικά κτιριακά υπολείμματα, σίγουρα τα βρίσκουν στον όγκο του κτιρίου αυτού που φέρει την υπογραφή ενός από τους σημαντικότερους νεοέλληνες αρχιτέκτονες.
Αλλά και η πραγματική και άγνωστη έως σήμερα ιστορία της οικογένειας Φουγκ, που διέθεσε τα πληθωρικά υπάρχοντά της για την ανέγερσή του, δεν είναι λιγότερο εντυπωσιακή. Η «Σπιναλόγκα των Αθηνών», όπως πολλοί αποκαλούν το συγκρότημα, ανεγέρθηκε όταν η φυματίωση θέριζε κυριολεκτικά κόσμο. Οι πρώτες αποφάσεις λήφθηκαν πριν από έναν αιώνα περίπου. Το κτιριακό συγκρότημα ανεγέρθηκε στις αρχές της δεκαετίας 1930. Διέκοψε τη λειτουργία του κατά τη διάρκεια της Κατοχής και επαναλειτούργησε μεταπολεμικά για λίγα χρόνια. Η αρρώστια απαξιώθηκε αλλά όχι και το κτίριο. Πέρασε στον ΕΟΤ, λειτούργησε ως ξενοδοχείο «Ξενία» και τουριστική Σχολή για να εγκαταλειφθεί στη μοίρα του από τα μέσα της δεκαετίας 1980.
Το δράμα των ευεργετών
Όλα ξεκίνησαν από τη δραματική ιστορία της οικογένειας Φουγκ. Η Φαιναρέτη Ερβερτ ήταν ανεψιά του ιδρυτού της Εθνικής Τραπέζης Γεωργίου Σταύρου, κόρη του μικρότερου αδελφού του Σωτήριου. Σε πρώτο γάμο είχε παντρευτεί τον Γεώργιο Φουγκ, υπασπιστή του βασιλιά Γεωργίου Α΄, ο οποίος είχε κατέλθει μαζί του στην Ελλάδα και ήταν ένα από τα πλέον έμπιστα πρόσωπά του. Αγάπησε και παντρεύτηκε την Φαιναρέτη, με την οποία απέκτησαν δύο αγόρια. Αλλά η ατυχία χτύπησε νωρίς την πόρτα της οικογένειας. Ο Γ. Φουγκ σκοτώθηκε σε έκρηξη που έγινε επί της βασιλικής θαλαμηγού «Αμφιτρίτη». Έμεινε πίσω η μάνα με τα δύο παιδιά. Εκείνη παντρεύτηκε ξανά και κατοικούσε στην Κηφισιά. Χτυπήθηκε όμως από τη φυματίωση ο μεγαλύτερος γιός της, ο οποίος έφυγε γρήγορα από τη ζωή.
Ύστερα η φυματίωση έπληξε και τη μάνα που αρρώστησε και έτυχε σπουδαίων περιποιήσεων στο «Θεραπευτήριον “Ο Ευαγγελισμός”». Έφυγε από τη ζωή το 1898 αφήνοντας, μέσω της ολιγόλογης διαθήκης της, καθολικό κληρονόμο της τον επιβιώσαντα γιό της Κωνσταντίνο. Σε περίπτωση θανάτου του τελευταίου, άγαμου και χωρίς παιδιά, έδινε εντολή το σύνολο της περιουσίας της να διατεθεί για την ίδρυση «νοσοκομείου φθισιώντων υπό το όνομα Γεώργιος Σταύρου και Γεώργιος Φουγκ εν είδει παραρτήματος του υφιστάμενου νοσοκομείου του Ευαγγελισμού». Η δραματική της πρόβλεψη βγήκε αληθινή αφού και ο γιός της ασθένησε από φυματίωση. Ο Κωνσταντίνος Φουγκ κατοικούσε στην οδό Λυκαβηττού, όπου και βρέθηκε η χειρόγραφη διαθήκη του.
Βασιλικό Διάταγμα
Έφυγε από τη ζωή νεότατος, το 1906, στη Γαλλία, όπου είχε μεταβεί για καλύτερη ιατρική αντιμετώπιση. Σεβόμενος τη διαθήκη της μητέρας του, άφησε το σύνολο της περιουσίας του για την ίδρυση νοσοκομείου για φυματικούς υπό τον επωνυμία «Νοσοκομείον Γεωργίου Σταύρου & Γεωργίου Φουγκ». Έτσι, τιμούσε ταυτοχρόνως τη μνήμη του πατέρα του και του θείου του.[1] Η ταχύτητα με την οποία αντέδρασε η κρατική μηχανή ήταν εντυπωσιακή. Η διαθήκη του Κ. Φούγκ δημοσιεύθηκε στις 25 Απριλίου 1906 και την επομένη, 26 Απριλίου 1906 εκδιδόταν φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως με μόνον περιεχόμενο το βασιλικό διάταγμα «Περί εγκρίσεως της συστάσεως εν Αθήναις Νοσοκομείου Φθισιώντων υπό την επωνυμίαν “Νοσοκομείον Γεωργίου Σταύρου και Γεωργίου Φουγκ”»![2] Το ύψος της περιουσίας του ανερχόταν στο -ιλιγγιώδες για εκείνη την εποχή- ποσόν των 1.600.000 φράγκων, δηλαδή περίπου 2.000.000 δραχμές. Στην περιουσία που κατέλειπε η οικογένεια Φουγκ, περιλαμβάνονταν και δύο οικόπεδα συνολικής επιφάνειας περίπου τεσσάρων στρεμμάτων στο ύψος της συμβολής των οδών Πατησίων και Μετσόβου. Τα οικόπεδα αυτά εκποιήθηκαν από τον «Ευαγγελισμό» το 1912.
Οι εγκαταστάσεις
Ήταν η χρονιά κατά την οποία η διοίκηση του νοσοκομείου «Ο Ευαγγελισμός» αποφάσισε να υλοποιήσει τις προβλέψεις των δωρητών. Ετσι αποφασίστηκε η δημιουργία ενός θυγατρικού στην πραγματικότητα ιδρύματος του «Νοσοκομείου Γ. Σταύρου και Γ. Φουγκ», όπως είναι η τυπική ονομασία του Σανατορίου της Πάρνηθας.[3] Στην πραγματικότητα έως το 1914 νοικιάστηκαν κτήματα της Μονής Ασωμάτων Πετράκη[4] και δημιουργήθηκε ένα ορεινό αντιφυματικό περίπτερο. Αντιθέτως προς όσα γράφονται τότε, δημιουργήθηκε μόνον μια απλή ξύλινη κατασκευή δυναμικότητας 14 κλινών μόνον. Τα εγκαίνια πραγματοποιήθηκαν παρουσία της βασιλίσσης Όλγας την 1η Αυγούστου 1914.
Επρόκειτο περί ενός απομονωμένου περιπτέρου το οποίο απέκτησε άνετη επικοινωνία μόλις το 1929, αφού μετά από πολλές περιπέτειες, συνδέθηκε οδικά με την Αθήνα, μέσω της οδού Μενιδίου – Πάρνηθας.[5] Προσέφερε σπουδαίες υπηρεσίες το περίπτερο εκείνο έως τις αρχές της δεκαετίας 1930. Το 1931, δεδομένου του γεγονότος ότι οι προδιαγραφές των εγκαταστάσεων απείχαν από εκείνες των διεθνών, αποφασίζεται η ανέγερση ενός νέου Σανατορίου. Πράγματι, το κτίριο θεμελιώθηκε το 1934 και τον Αύγουστο του 1935 άρχισε η λειτουργία του. Πρόκειται για έργο του σπουδαίου αρχιτέκτονα Ιωάννη Αντωνιάδη (1890-1977), εμβληματικής μορφής των χρόνων του Μεσοπολέμου, που υπηρετούσε εκείνη την εποχή ως προϊστάμενος των Τεχνικών Υπηρεσιών του «Ευαγγελισμού».
Η τύχη του κτιρίου
Ο Ι. Αντωνιάδης, γιος του Σπυρίδωνος Αντωνιάδου και ανεψιός της Αγλαΐας Κυριακού, αδελφής του τελευταίου, υπήρξε σπουδαίος αρχιτέκτονας με πλούσια δράση στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Εκτός από το Σανατόριο της Πάρνηθας συμμετείχε στον σχεδιασμό και την επίβλεψη του «Νοσοκομείου Παίδων Αγλαΐα Κυριακού» και βραβεύθηκε από το Τεχνικό Επιμελητήριο με το «Τεχνικόν Αριστείον». Συνέδεσε το όνομά του με σπουδαία έργα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Το Σανατόριο που ανήγειρε συνέχισε τη λειτουργία του έως τα χρόνια της Κατοχής αφού οι Γερμανοί κατακτητές δημιούργησαν εκεί εγκαταστάσεις.
Μεταπολεμικά ξαναλειτούργησε ως Σανατόριο έως τα τέλη της δεκαετίας 1950. Το 1960 ο ΕΟΤ ανέθεσε στον αρχιτέκτονα Σπύρο Μπονάνο να μελετήσει τη διαρρύθμιση του Σανατορίου της Πάρνηθας σε ξενοδοχείο τρίτης κατηγορίας με δύναμη 150 κλινών.[6] Για μικρό χρονικό διάστημα (1961) μετατράπηκε σε Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο με δύναμη 150 κλινών εκ των οποίων 75 για ορθοπεδικές παθήσεις και οι υπόλοιπες για άλλες ειδικότητες.[7]
Ωστόσο, περιήλθε στον ΕΟΤ και μετατράπηκε σε ξενοδοχείο «Ξενία» με έναρξη λειτουργίας το 1964.
Αλλά ως εποχικό ξενοδοχείο λειτουργούσε μόνο δύο καλοκαιρινούς μήνες τον χρόνο και γι’ αυτό αποφασίστηκε τους υπόλοιπους μήνες να λειτουργεί εκεί η Ανώτερη Σχολή Τουριστικών Επαγγελμάτων.[8] Υπ’ αυτές τις συνθήκες και ως Σχολή λειτούργησε για να εγκαταλειφθεί στα μέσα της δεκαετίας 1980 και να πληγεί καίρια από τον σεισμό του 1999. Το συγκρότημα τότε εγκαταλείφθηκε στην τύχη του. Ο εξοπλισμός του λεηλατήθηκε σε απίστευτο βαθμό αφού μέχρι και οι περίτεχνες κουπαστές ξηλώθηκαν, όπως εξάλλου συνέβη και με τα αρχεία του. Η μαγεία του περιβάλλοντος χώρου μετατράπηκε σε εφιαλτικό τοπίο και έμεινε πλέον να αποτελεί το αγαπημένο θέμα ερασιτεχνών και επαγγελματιών φωτογράφων καθώς και των θιασωτών των αστικών μύθων.