Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Τον Δεκέμβριο 1931, εν μέσω σφοδρής οικονομικής κρίσης, στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των Aρχών βρέθηκαν βεβαίως και οι εφημερίδες. Τα αποτελέσματα θα έχουν παρατηρήσει οι ερευνητές και φιλομαθείς που προστρέχουν για πληροφορίες ή τέρψη σε εφημερίδες της εποχής. Εμφανίζονται ολιγοσέλιδες και οι περισσότερες σε δύο συγκεκριμένα σχήματα. Το γεγονός δεν είναι βεβαίως τυχαίο. Ήταν ένα από τα φαινόμενα που προκάλεσε η μεγάλη οικονομική κρίση των αρχών της δεκαετίας 1930 και η διαπίστωση πως «χανόταν» πολύτιμο συνάλλαγμα λόγω των εισαγωγών τεράστιων ποσοτήτων δημοσιογραφικού χαρτιού. Έτσι, ανάμεσα στα μέτρα για την προστασία του εθνικού νομίσματος που λάμβανε η Κυβέρνηση Ελ. Βενιζέλου στα τέλη 1931, ήταν και ο περιορισμός της σπατάλης χαρτιού[1]. Διαπιστώθηκε πως στην Ελλάδα, εντός μιας 15ετίας, είχε τριπλασιαστεί η εισαγωγή δημοσιογραφικού χαρτιού. Ενώ το 1914 εισάγονταν 3.098 τόνοι, το 1930 η εισαγωγή είχε φθάσει στους 9.454 τόνους[2]! Οπότε οι Αρχές προσανατολίζονταν στην εφαρμογή του νόμου περί Τύπου που είχε ψηφιστεί λίγα χρόνια νωρίτερα και καθόριζε το μέγεθος, τον αριθμό των σελίδων και την τιμή των εφημερίδων.
Εννοείται πως προκλήθηκαν αντιδράσεις εκ μέρους των εκδοτών και κατατέθηκε μακρά σειρά προτάσεων. Ρίχτηκαν ιδέες και για τη λήψη άλλων μέτρων, όπως περί της Κυριακής αργίας των εφημερίδων, ώστε να περιοριστεί η εισαγωγή του δημοσιογραφικού χαρτιού χωρίς αυτό να σημαίνει και παράλληλο περιορισμό του σχήματος των εφημερίδων. Αλλά δεν θεωρήθηκε η σωστή λύση ούτε ότι θα προέκυπτε ωφέλεια για την εθνική οικονομία. Η Κυριακή αργία των εφημερίδων δεν θα απέτρεπε τον πολλαπλασιασμό των εβδομαδιαίων φιλολογικών φύλλων, συνεπώς και την αύξηση της εισαγωγής χαρτιού. Οπότε προκρίθηκε αυστηρή εφαρμογή του νόμου για το σχήμα και την τιμή των καθημερινών εφημερίδων. Αλλά στο προσκήνιο είχε εμφανιστεί και ένα νέο φαινόμενο που ήταν η διανομή βιβλίων και δώρων μέσω των εφημερίδων, γεγονός που σήμαινε και τροποποίηση των προβλέψεων για την τιμή τους. Εξάλλου, ορισμένες εφημερίδες για να αντιδράσουν στο φαινόμενο των δώρων και τον αθέμιτο ανταγωνισμό απειλούσαν να μειώσουν στο μισό την τιμή τους.
Αλλά και αυτή η απειλή, εάν γινόταν πραγματικότητα, θα οδηγούσε σε αχαλίνωτο συναγωνισμό τις εφημερίδες μεταξύ τους, οπότε και σε ανυπολόγιστη αύξηση της ποσότητας του εισαγόμενου δημοσιογραφικού χαρτιού. Αυτά απασχολούσαν την Κυβέρνηση Ελ. Βενιζέλου, λίγο πριν εγκαταλείψει την εξουσία χρεωμένη με την οικονομική κατάρρευση της χώρας. Σταθμίζοντας τα ενδεχόμενα και προκειμένου να επιτύχει την πολυπόθητη οικονομία, κατέληγε στην αυστηρή εφαρμογή του νόμου και στην προσπάθεια περιορισμού του Τύπου «εις την καθαρώς δημοσιογραφικήν λειτουργίαν», γεγονός που υπέκρυπτε και προσπάθεια φίμωσής του[3]. Επίσης, οι καθημερινές εφημερίδες να εκδίδονται τετρασέλιδες, με δικαίωμα μία φορά την εβδομάδα να εκδίδονται οκτασέλιδες και να πωλούνται προς μία δραχμή. Οι εφημερίδες μικρού μεγέθους, κατ’ εξαίρεση, θα μπορούσαν να κυκλοφορούν οκτασέλιδες δύο φορές την εβδομάδα. Ταυτοχρόνως, λήφθηκαν μέτρα ώστε να μην έχουν τη δυνατότητα οι εφημερίδες να παρέχουν βιβλία και δώρα.
Μια δραχμή (με νόμο) το φύλλο
Οι συζητήσεις κράτησαν μήνες ολόκληρους για να καταλήξουν σε νόμο του κράτους (Μάρτιος 1932), έναν από το πλήθος των εντυπωσιακών νόμων που έχουν εκδοθεί κατά καιρούς[4]. Το μέγεθος των εφημερίδων μετριόταν με τετραγωνικά μέτρα και καμία δεν μπορούσε να εκδοθεί σε διαστάσεις μεγαλύτερες των 4,4 τετραγωνικών μέτρων που αντιστοιχούσε σε μέγεθος φύλλου 70Χ90. Έξι φορές τον χρόνο (Αποκριές, Πάσχα, Χριστούγεννα κ.ά.) μπορούσαν να εκδοθούν σε οποιαδήποτε διάσταση και υποχρεωτικά η μικρότερη τιμή ήταν η μία δραχμή. Εξαιρετικά αυστηρές ήταν οι προβλέψεις για τις εφημερίδες που επιχειρούσαν να παρέχουν είδη προς αγορά (βιβλία, δώρα κ.ά.) ή να προβαίνουν σε κληρώσεις με αποκόμματα που πρόσφεραν. Το κυριότερο δε ήταν πως οι εφέσεις σε ποινές που επιβάλλονταν, βάσει εκείνου του νόμου, δεν είχαν ανασταλτικό αποτέλεσμα!
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία» 18 Δεκεμβρίου 2013