Το πρώτο θέατρο του Νέου Φαλήρου (1873): Το δημιούργησε η Εταιρεία του Σιδηροδρόμου

Του Θεόδωρου Βελλιανίτη (1863-1935)

Δημοσιεύθηκε στον Τύπο το 1926[1]

Το Θέατρο του Φαλήρου και η γύρω περιοχή, αρχές 20ού αιώνα.

Όταν εις το Νέον Φάληρον ηγέρθη το πρώτον θερινόν θέατρον, κατά το 1873, η παραλία εκείνη μόλις είχεν αρχίσει να σχηματίζεται. Δεν υπήρχον παρά τρία ή τέσσαρα σπίτια μόνον. Η εταιρεία του σιδηροδρόμου ηθέλησε να καταστήση το Νέον Φάληρον παραλίαν του συρμού και με μίαν ορχήστραν και ολίγα πυροτεχνήματα, κατώρθωσε να προσελκύση τους κατοίκους των δύο πόλεων. Μετά την πρώτην επιτυχίαν ήγειρε θερινόν θέατρον, εις το οποίον επί μία σειράν ετών έπαιζεν Ιταλικός θίασος, του οποίου ο Έλλην τενόρος Κρητικός και ο Ιταλός Πέτροβιτς έδρεπον κατά πάσαν εσπέραν δάφνας. Το θέατρον αυτό ήτο μία από σανίδας παράγκα, τα σκηνικά πρόχειρα και χονδροειδούς καλαισθησίας, αλλ’ ο κόσμος ηρκείτο εις αυτά και τον συνεκίνουν τα παλαιά μελοδράματα, τα οποία είχε συνηθίσει από δεκάδων ετών να ακούη.

Ανήθικες οι οπερέττες

Βραδύτερον  τους ιταλικούς θιάσους αντικατέστησαν γαλλικοί τοιούτοι οπερεττών. Το είδος αυτό ήρεσε περισσότερον, ιδίως κατά τας θερινάς περιόδους, διότι ήτο ελαφρότερον, διασκεδαστικώτερον και γαργαλιστικώτερον. Αι Γαλλίδες ηθοποιοί με την χάριν των, με τους ακισμούς των, με τας ωραίας κνήμας των – την εποχήν εκείνην μόνον επί της σκηνής του Νέου Φαλήρου έβλεπε κανείς γυναικείαν γάμπα – είχον ενθουσιάσει τους Αθηναίους. Ενώ όμως τα θεάματα αυτά επήγαιναν λαμπρά, αίφνης ηγέρθησαν διαμαρτυρίαι.

Κοινό σε θέατρο των Αθηνών. Σκίτσο Αντώνη Βώττη (1916).

Άλλοι εύρισκον ανηθίκους τας οπερέττας και προσβαλλούσας την δημοσίαν αιδώ, διότι αυτά τα δημοσίως δρεπόμενα φιλήματα, αυτά τα γλυκοαγκαλιάσματα επί της σκηνής, αι διφορούμεναι φράσεις και τα καλαμπούρια, εσκανδάλιζαν τους αυστηρούς τηρητάς της πατρίου ηθικής. Και ενθυμούμαι τα ιταλικά εκείνα μελοδράματα, εις τα οποία, εάν ετόλμα ο τενόρος να διανοηθή όπως φιλήση την Αμέλιαν, ως συμβαίνει εις τον «Μπάλο εν Μάσκερα», ο βαρύτονος τον σφάζει σαν κατσίκι. Υπήρχον όμως και άλλοι, οι οποίοι την εγκατάστασιν τοιούτου αναιδούς θεάτρου εθεώρησαν ως ασέβειαν, ως προσβάλλουσαν αυτό το εθνικόν αίσθημα, διότι εψάλοντο τα σκανδαλώδη τραγουδάκια εις την πεδιάδα, όπου ετραυματίσθη ο Καραϊσκάκης και ηκολούθησεν η καταστροφή του ελληνικού στρατού.

Η αγανάκτηση

Εις τας εφημερίδας ήρχισαν να γράφουν επικρίσεις υπό τοιούτον πνεύμα. Ο Αχιλλεύς Παράσχος, όστις ήτο ο εθνικός ποιητής, κατελήφθη υπό ακατασχέτου οργής και έγινεν ο ερμηνευτής των αισθημάτων της μερίδος ταύτης της κοινωνίας. Έγραψε τότε τους «Νεκρούς του Φαλήρου» και τον «Ψωμοζήτην». Τα δύο αυτά ποιήματα εγράφησαν ολίγου μετά την εγερθείσαν κατά της Ελλάδος σταυροφορίαν, ένεκα της ληστείας του Δήλεσι υπό της συμμορίας του Τάκη Αρβανιτάκη. Είχον λοιπόν τα ποιήματα ταύτα όλην την πικρίαν της προσβληθείσης εθνικής φιλαυτίας.

Την αγανάκτησιν κυρίως προεκάλεσεν η παράστασις της «Ωραίας Ελένης», της χαριεστάτης εκείνης οπερέττας του Όφεμπαχ. Επιστεύθη, ότι ο γράψας το λιμπρέττο εκείνο προετίθετο μετά του μουσουργού να σατυρίσουν τον Όμηρον και να καθυβρίσουν την ωραίαν Ελένην του Μενελάου. Τούτο ήτο βεβαίως υπερβολικόν, διότι η υψηλή αυτή δέσποινα της Σπάρτης εξεπόρτισε μετά του Πάριδος, όπως τόσαι άλλαι έκτοτε, ουδείς δε λόγος υπήρχε δι’ ένα τόσον σύνηθες συμβάν να αναστατωθή η Ελλάς και να υποστή τας περιπετείας ενός δεκαετούς πολέμου.

Το Θέατρο του Φαλήρου. Χαρακτικό, τέλη 19ου αιώνα.

Φλογερά στιχουργία

Ο ποιητής, μη λαμβάνων υπ’ όψει το φαιδρόν αυτό θεατρικόν είδος, διά μιας φλογεράς στιχουργίας εστιγμάτιζε πάντας τους μεταβαίνοντας να πάρουν τον αέρα τους, ν’ ακούσουν ολίγην μουσικήν και να απολαύσουν εις την θέαν ωραίων κνημών, τας οποίας κατά τους δυστυχείς εκείνους χρόνους έκρυπτον αι κυρίαι επιμελώς μέσα εις τας απεράντους ουράς των εσθήτων των. Ιδίως απηλπίζετο ο ποιητής από την νεολαίαν, ήτις έχανε το αίσθημα της φιλοπατρίας και διεφθείρετο από τα φράγκικα ήθη. Τότε έγραψε τους «Νεκρούς του Φαλήρου».

Το φάντασμα του Ρήγα

Κατά το ποίημα αυτό, μίαν σεληνόφωτον νύκτα φθάνει το φάντασμα του Ρήγα Φεραίου εις το Φάληρον και αρχίζει να παίζη κιθάραν, υπό τους ήχους της οποίας καταφθάνουν όλοι όσοι έπεσαν και ηγωνίσθησαν κατά την επανάστασιν και μελαγχολικοί ακούουν το άσμα του Ρήγα. Εις μίαν δε στροφήν ο ποιητής περιλούει τους ακροατάς της «Ωραίας Ελένης» λέγων.

«Καταραμένα τα παιδιά και τρισκαταραμένα

Που των πατέρων τα κορμιά υβρίζουν τα θαμμένα.

Αχ! όταν βλέπω στη μεριά εκείνη την αγία

Του δρόμου τα μαζώματα που στέλνει η Γαλλία

Τη λύρα να περιγελούν που μάγεψε τον Άδη,

Και στην «Καλή Ελένη» τους σαν βλέπω κάθε βράδυ

Να παίζουν μ’ ό,τι άγιο, και να καταπατάνε

Τον Όμηρο που οι καιροί σκυμμένοι προσκυνάνε,

Οπάταν βλέπω όλ’ αυτά να τα χειροκροτούμε,

Για κείνους δεν αδημονώ, για μας μόνο λυπούμαι!»

Μουσουλμάνα με σταυρό…

Εννοείται μίαν φοράν όπου το κύριον πρόσωπον του ποιήματος ήτο ο Ρήγας, η Αυστρία δεν ήτο δυνατόν παρά να έχη την ευεργετικήν της. Η Αυστρία άλλως τε, ως παραδώσασα εις τους Τούρκους τον Ρήγαν, εθεωρήθη πάντοτε ως ο φονεύς του πρωτομάρτυρος της Ελληνικής παλιγγενεσίας και υπήρξε μισητή παρ’ ημίν. Και η ανέκαθεν μισελληνική πολιτική της δεν ηδυνήθη να εξευμενίση ουδέποτε τους Έλληνας. Ο Παράσχος την είχε χαρακτηρίσει ωραιότατα «Χριστιανή με αλκοράνι, μουσουλμάνα με σταυρό». Αλλ’ εις το ποίημα εκείνο όπου από την πληγήν του Ρήγα αναπηδά το αίμα και εχύνετο εις την θάλασσαν, ο ποιητής αναφωνεί.

Φύσα βοριά μου, φύσα,

το αίμα σπρώξε, φέρε το

στην Αυστρία ίσα

και χύσου κύμα κόκκινο

και πνίξε μοναχό σου

τον γύπα, π’ άφησε ο αητός

μονόφτερο του Πρώσσου.

Ωραιοτάτη πόλις

Ο διάβολος τα έφερε, αι προρρήσεις του ποιητού να πραγματοποιηθούν και η Αυστρία να πληρώση τα σπασμένα του παγκοσμίου πολέμου τεσσαράκοντα έτη μετά την σύνθεσιν του ποιήματος τούτου. Όταν κατά το θέρος του 1920 διέτριβον εις Βιέννην εγευμάτιζα ένα βράδυ με ένα πολιτικόν Τσεχοσλοβάκον. Ούτος μου έλεγεν, ότι μία μικρά χώρα, ως η Αυστρία, με πληθυσμόν 7.500.000 κατοίκων, εκ των οποίων  η πρωτεύουσα έχει τα 3.500.000, είνε δύσκολον να σταθή στα πόδια της, διότι έχασε τα βιομηχανικά της κέντρα και τας γεωργικάς της εκτάσεις.

Τότε ενεθυμήθην τους στίχους του Παράσχου. Ήτο αυτή μία προφητεία. Οι ποιηταί δε έχουν το προφητικόν δαιμόνιον εις την ψυχή των. Η αγανάκτησις εν τούτοις του ποιητού δεν ημπόδισε την επιτελεσθείσαν πρόοδον. Ο λόφος όπου ετραυματίσθη θανασίμως ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, εκαλύφθη υπό οικιών και εχαράχθησαν επ’ αυτού δρόμοι, άγοντες εις την μεγάλην εμπορικήν πόλιν της Ελλάδος. Η πεδιάς όπου έπεσαν οι εκλεκτότεροι του τότε ελληνικού στρατού, μετεβλήθη εις ωραιοτάτην πόλιν, η οποία ηνώθη πλέον μετά του Πειραιώς και τείνη να ενωθή μετά των Αθηνών.

Τέλος παράγκας

Η ποίησις έχει τα δικαιώματά της και η πρόοδος τα ιδικά της. Η παλαιά παράγκα όμως όπου επαίζετο η «Ωραία Ελένη», η προκαλέσασα τους κεραυνούς του ποιητού, κατερρίφθη, αντ’ αυτής δε ηγέρθη άλλο κομψότερον θέατρον, το οποίον έπαυσε λειτουργούν και αυτό από πολλών ετών. Αι Αθήναι επληρώθησαν από θέατρα και ουδεμία πλέον ανάγκη υπάρχει να κατατσακίζεται ο κόσμος διά να μεταβαίνη εις το Φαληρικόν θέατρον.

Αλλ’ έκτοτε έπαυσαν να έρχωνται εις τας Αθήνας και οι γαλλικοί εκείνοι θίασοι και καλλιτέχνιδες, οίαι η Ζουδία και η Μωμπαζόν. Όταν τώρα φθάνη κανένας τοιούτος θίασος καραβοτσακισμένος, είνε από εκείνους που παίζουν εις τας εμποροπανηγύρεις μαζύ με θαυματοποιούς, οίτινες καταπίνουν ξίφη και εκπέμπουν καπνόν από το στόμα τους.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Ο διεθνής και γραφικός σταθμάρχης του Νέου Φαλήρου Μάρκος Λουπέτης

ΤΥΠΟΙ (ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΕΣ)

Μεταβείτε στο άρθρο: Ο διεθνής και γραφικός σταθμάρχης του Νέου Φαλήρου Μάρκος Λουπέτης

Ο Ιπποσιδηρόδρομος και ο «Κωλοσούρτης»

ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΕΣ (ΜΕΣΑ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ)

Μεταβείτε στο άρθρο: Ο Ιπποσιδηρόδρομος και ο «Κωλοσούρτης»

Ο περίφημος ζωολογικός κήπος του Φαλήρου και το άδοξο τέλος του

ΖΩΑ

Μεταβείτε στο άρθρο: Ο περίφημος ζωολογικός κήπος του Φαλήρου και το άδοξο τέλος του