Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Το Σάββατο, 22 Δεκεμβρίου 1890 ήταν εξαιρετικά κρίσιμο για τα Πατριαρχεία της Κωνσταντινουπόλεως. Από το πρωί συνεδρίαζαν διαρκώς τα δύο Σώματα, ενώ πλήθος κόσμου περίμενε απέξω με αγωνία. Ήταν το αποκορύφωμα μιας κρίσης που είχε ξεσπάσει έξι μήνες νωρίτερα. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Διονύσιος Ε΄, ο από Αδριανουπόλεως, είχε παραιτηθεί από τον Ιούλιο και Ιερά Σύνοδος είχε κηρύξει την «Μεγάλην του Χριστού Εκκλησίαν εις διωγμόν» διατάσσοντας να κλείσουν οι εκκλησίες! Η Υψηλή Πύλη προσπαθούσε να περιορίσει τα προνόμια του Πατριαρχείου, το οποίο με τη σειρά του αντέδρασε σθεναρά. Ωστόσο ο κόσμος ήταν χαλαρός, πιστεύοντας πως τελικά οι Τούρκοι θα υποχωρούσαν. Οι ημέρες όμως περνούσαν και δεν διαφαίνονταν τέτοιες διαθέσεις.
Επί πέντε μήνες δεν είχε γίνει ιεροτελεστία. Οι καμπάνες είχαν δεθεί, τα παιδιά έμεναν αβάφτιστα, οι αρραβωνιασμένοι δεν μπορούσαν να ενωθούν και όσοι έφευγαν από τη ζωή πήγαιναν στην τελευταία τους κατοικία χωρίς τις απαραίτητες χριστιανικές τελετές. Ένας ιερέας, χωρίς άμφια, έψελνε απλά ένα τρισάγιο. Ιδιαίτερα το τελευταίο γεγονός ήταν που έκανε τους χριστιανούς να γογγύζουν. Παρά το κλίμα τρομοκρατίας, ο αναβρασμός γινόταν αισθητός, ιδιαίτερα σε ορισμένες επαρχίες. Εμμέσως και διπλωματικά εκφράζονταν και αντιδράσεις από τον Ρώσο πρεσβευτή Νελίντωφ, ο οποίος μετέφερε τη «ζωηράν επιθυμίαν» του Τσάρου να επιδείξει υποχωρητικότητα η Πύλη.
Ήταν και η κατάσταση στην Κρήτη που προκαλούσε περισσότερες ανησυχίες. Εκεί τα πνεύματα είχαν ερεθιστεί και οξυνθεί. Στο κλίμα προστέθηκε και το ατυχέστατο περιστατικό με θύματα δύο μουεζίνηδες, οι οποίοι σκοτώθηκαν από άγνωστα βόλια την ώρα που βγήκαν στους μιναρέδες να προσκαλέσουν τους πιστούς για προσευχή. Η Πύλη προσπάθησε να συνεννοηθεί απευθείας με τον παραιτηθέντα Πατριάρχη, αλλά εκείνος είχε αποσυρθεί στο Μακρυχώρι παραπέμποντας στα δύο αρμόδια πλέον Σώματα του Πατριαρχείου. Δηλαδή, στην Ιερά Σύνοδο και στο Διαρκές Εθνικόν Μικτόν Συμβούλιον, όπου πρωτοστατούσαν ο Ηρακλείας Γερμανός και ο Δέρκων Καλλίνικος. Στις αρχές Δεκεμβρίου ο ερεθισμός ήταν διάχυτος. Εκτός από την Πύλη ανησυχούσαν δικαιολογημένα και τα Πατριαρχεία.
Έτσι, στις 22 Δεκεμβρίου 1890, και ενώ συνεδρίαζαν τα δύο Σώματα, έφθασε στο Πατριαρχείο ο Τμηματάρχης των Θρησκευμάτων Ζιβέρ μπέης με την άμαξά του. Εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό και τον Σουλτάνο προσκάλεσε τους δύο Συνοδικούς στο Υπουργείο. Συνοδευόμενοι από τον Δημητράκη εφέντη Γενηδουνιά, οι Ηρακλείας και Δέρκων πήγαν στο υπουργείο για να επιστρέψουν, βράδυ πια, στο Πατριαρχείο. Ένα θετικό νεύμα του Ηρακλείας Γερμανού έκανε τους χριστιανούς να ξεσπάσουν σε χειροκροτήματα και αγκαλιές. Οι δυο πόρτες άνοιξαν και το πλήθος ξεχύθηκε μέσα για να πληροφορηθεί ότι όλα είχαν λυθεί ευνοϊκά, πλην των διαθηκών για τις οποίες η Πύλη ήθελε να έχουν και τη βεβαίωση της Πολιτείας. Αλλά και αυτό λύθηκε υπέρ των χριστιανών μετά από πολύωρες διαπραγματεύσεις.
Ακολούθησε ένα ιστορικό εγκύκλιο τηλεγράφημα προς τους Ιεράρχες, το οποίο ανέφερε ότι «Λυθέντος αισίως του ζητήματος, υμνήσατε Θεόν εν εκκλησίαις», ενώ η Μ. Πρωτοσυγγελία έστελνε εγκύκλιο στους ιερατικούς προϊσταμένους να ανοίξουν τις εκκλησίες της Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως από τα Χριστούγεννα. Και ο Γ. Αναστασιάδης, που φρόντισε να μας αφήσει τις αναμνήσεις του, σημείωνε πως «πολύ λίγοι κοιμήθηκαν στην Πόλη τη νύχτα της Παραμονής». Ανυπόμονα περίμεναν τις καμπάνες να ηχήσουν και ακόμη περισσότερο ο Σουλτάνος, ο οποίος αναρωτιόταν γιατί δεν χτύπαγαν! Διάφοροι γιαβέρηδες, δηλαδή κλητήρες, έτρεχαν στις εκκλησίες φωνάζοντας στους ιερείς: «Βουρούν καμπανλαρή», δηλαδή «Χτυπάτε τις καμπάνες». Χαράματα Χριστουγέννων του 1890 ένας γενικός αλαλαγμός υψώθηκε στις ελληνικές συνοικίες. Από το ύψος τους οι καμπάνες διαλαλούσαν την υπερήφανη Εκκλησία μας και τη Γέννηση του Ιησού Χριστού.