Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Βεβαίως και οι βασιλιάδες είχαν τις αδυναμίες τους και αρέσκονταν στα διάφορα παιχνίδια, ιδιαιτέρως όταν ήταν σε νεαρή ηλικία. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τις αδυναμίες του Γεωργίου Α´ ή την αγάπη για τα αυτοκίνητα του αδικοχαμένου Αλέξανδρου ή ακόμη το πάθος για το σκουός και τα σκάφη του πλέον πρόσφατου Κωνσταντίνου; Αλλά δεν έχει ακόμη γραφτεί κάτι για την αδυναμία του νεαρού Όθωνα, που κατέλαβε πρώτος τον θρόνο του νεοσύστατου ελληνικού βασιλείου. Ήρθε στην Ελλάδα ανήλικος ακόμη, σε ηλικία μόλις 17 ετών, και από τα παιχνίδια που του άρεσαν ήταν το μπόουλινγκ!
Βρισκόμαστε στα 1835, όταν η πρωτεύουσα της Ελλάδος έχει μεταφερθεί στην Αθήνα, όπου εγκαταστάθηκαν η αυλή, οι πρεσβείες και οι Φαναριώτες, οι οποίοι αξίωναν να έχουν τα πρωτεία της αριστοκρατίας. Η Αθήνα άρχισε να αποκτά, υποτυπώδη έστω, κοσμική ζωή και κίνηση. Μεταξύ των πρώτων «κοσμικών κέντρων», στις αρχές του 1835 διέπρεπε το περίφημο Βαυαρικόν Καφενείον, το οποίο οι περισσότεροι γνώριζαν ως Πράσινο Δενδρί. Ήταν ταυτοχρόνως καφενείο, κέντρο αναψυχής, ζυθοπωλείο, εστιατόριο, λέσχη, σφαιριστήριο, αναγνωστήριο κ.ά. Όπως είναι ευνόητο και καταδεικνύει η επωνυμία του, εκεί σύχναζαν περισσότερο Βαυαροί αξιωματικοί, από την κουστωδία που είχε φθάσει στην Αθήνα με τον Όθωνα, αλλά και οι παρεπιδημούντες στην Αθήνα ξένοι διαφόρων υπηκοοτήτων.
Το καφενείο αυτό βρισκόταν στην περιοχή της Αγίας Τριάδας, στην αρχή της Ιεράς Οδού, η οποία, προτού διαμορφωθεί το κυκλοφοριακό δίκτυο, ενωνόταν με την οδό Ερμού. Στην πόρτα του καφενείου υπήρχε ένα δένδρο και γι’ αυτό οι ιδρυτές του το ονόμασαν Πράσινο Δενδρί (Gruner Baum) προς το ποιητικότερο. Στο καφενείο αυτό δίδονταν συχνά συναυλίες και διεξάγονταν λαχειοφόρες αγορές που διένεμαν διάφορα αντικείμενα, όπως γινόταν πολλά χρόνια αργότερα στο τέλος των θεατρικών παραστάσεων. Σ’ αυτό λοιπόν το κατάστημα προσερχόταν συχνά και ο νεαρός Όθων, κυρίως για να ασχοληθεί με το αγαπημένο του σπορ, το μπόουλινγκ, το οποίο ήταν στη μόδα στις αίθουσες της Ευρώπης.
Το εν λόγω καφενείο, το οποίο αποτελείτο από τρεις αίθουσες συμπληρωμένες και με μαγειρείο, θεωρούνταν από τα πολυτελέστερα οικοδομήματα της εποχής. Ίσως να μας φαίνεται περίεργο σήμερα, αλλά αρκεί να αναφέρουμε πως ακόμη η Αθήνα ήταν ένας σωρός ερειπίων. Στο καφενείο αυτό έρρεε άφθονη η μπύρα του Μονάχου, η οποία φαίνεται να πρωτοεμφανίστηκε στην Αθήνα από τους ιδρυτές του καταστήματος και για χάρη των Βαυαρών θαμώνων. Εξάλλου, εκεί ακούστηκαν οι μελωδίες των τραγουδιών των πρωτοεμφανιζόμενων συνθετών της εποχής. Αλλά, όπως όλα παρακμάζουν και περνά η μόδα τους, έτσι παρήκμασε και το Πράσινο Δενδρί, το οποίο μετά την έξωση του Όθωνα, άλλαξε εμφάνιση και ονομασία και διατηρήθηκε σε λειτουργία έως την τελευταία 25ετία του 19ου αιώνα.
Πλούσιες πληροφορίες για την Αθήνα της εποχής μας δίνει ο Ρώσος καθηγητής Βλαδίμηρος Νταβίντωφ στο βιβλίο του «Οδοιπορικαί Σημειώσεις γραφείσαι κατά την εις τας Ιονίους Νήσους, την Ελλάδα και την Τουρκίαν διαμονήν μου κατά το έτος 1835». Πάντως φαίνεται ότι το ιδιοκτησιακό καθεστώς του εν λόγω καφενείου ήταν ιδιόμορφο και γέννημα της ανάγκης των Βαυαρών που ζούσαν στην Αθήνα να βρίσκονται μεταξύ τους και να διασκεδάζουν. Είχαν μάλιστα συμπήξει και συντροφική εταιρεία με την ονομασία Εταιρεία του Πράσινου Δένδρου. Εντυπωσίαζαν τους ντόπιους με τις συνήθειες και τις διασκεδάσεις τους, ιδιαίτερα δε με το γεγονός ότι τουλάχιστον μια φορά τον μήνα είχαν «μουσικήν ολόκληρον». Τα καλοκαίρια, στις υπέροχες πανσελήνους των Αθηνών, έδιναν μουσικές παραστάσεις.