Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Ο Ευάγγελος Θεμ. Τσαμουρτζής είχε γεννηθεί στην Πέργαμο της Μικράς Ασίας (1885), ήταν τυφλός από 3 ετών και υπήρξε ιδιαίτερη προσωπικότητα της ελληνικής τέχνης των ήχων. Αναδείχθηκε σε ονομαστό χορδιστή πιάνων και έμεινε στην ιστορία της μουσικής ως μουσικός εφευρέτης. Φτωχόπαιδο έκανε τον περιοδεύοντα μαντολινιστή για να εξασφαλίσει τα προς το ζην και έφτασε στην Αθήνα το 1910. Φοίτησε στη Σχολή Τυφλών και στο Ωδείο Αθηνών. Η επιμέλεια, η εργατικότητα, η ευφυΐα και οι εν συνεχεία σπουδές του στην Ευρώπη τον έφεραν σε επαφή με σπουδαίες προσωπικότητες του χώρου των πιανιστών και κατασκευαστών χορδιστών πιάνων.
Τις πρώτες ημέρες του Ιανουαρίου 1937 παρουσίασε το δικής του εμπνεύσεως περίφημο μουσικό όργανο «πολύχορδο» (φωτο), έγχορδο μεταξύ άρπας και πιάνου, με 114 χορδές και έκταση περίπου 6 οκτάβες. Η εμφάνισή του θύμιζε δύο μικρές άρπες που ήταν ενωμένες στην μία πλευρά και σχημάτιζαν οξεία γωνία, η αριστερή πτέρυγα με 56 χορδές και η δεξιά με 58. Ένα επόμενο μοντέλο είχε 117 χορδές. Οι δύο πτέρυγες στηρίζονταν σε ένα ξύλινο βάθρο με τρία πεντάλ, ενώ ο ήχος του οργάνου ήταν μεγάλος, διαρκής και ομοιογενής. Η κατασκευή του κόστισε το υπερβολικό ποσό των 1.500.000 δραχμών της εποχής εκείνης.
Πρώτη διδάξασα το όργανο ήταν η αρπίστρια και καθηγήτρια Ματθίλδη Βασενχόβεν (1882-1969), η οποία και συνόδευσε τον Δημήτρη Μητρόπουλο όταν παρουσίασαν το όργανο στην Ακαδημία Αθηνών το 1937. Ο Τσαμουρτζής ταξίδεψε παντού για να διαδώσει το όργανό του, οργάνωσε συναυλίες, ενώ γράφτηκαν και ανάλογα έργα. Ωστόσο, ο Τσαμουρτζής απώλεσε την περιουσία, που με κόπο είχε κατορθώσει να δημιουργήσει, στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μεταπολεμικά δεν κατόρθωσε να συντηρήσει το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης για το «πολύχορδο». Έμεινε παράλυτος τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Έφυγε από τη ζωή το 1965.