Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Το ελληνικό κράτος, με καθυστέρηση ενάμιση αιώνα, καθιέρωσε την 30ή Σεπτεμβρίου ως «Ημέρα Μνήμης Εθνικών Ευεργετών».[1] Του μοναδικού αυτού για τα παγκόσμια δεδομένα φαινομένου που υπήρξε καθοριστικό για την εδραίωση και ανάπτυξη του νεοελληνικού κράτους. Του «ευ ποιείν» σύμφωνα με τον Αριστοτέλη.[2] «Ας με συγχωρέση η πατρίς που δεν έχω τίποτε περισσότερο να της δώκω», έγραφε στην ολιγόλογη διαθήκη του ο Ιωάννης Κονδ(τ)ούλης από το κάθυγρο δωμάτιό του στο Βουκουρέστι, όπου ζούσε μονήρη βίο. Φλουρί – φλουρί συγκέντρωνε την περιουσία του για να την αφήσει «στην γλυκιά μου Ελλάδα»![3]
Στα ίδια μέρη ζούσε και ο Ευαγγέλης Ζάππας, ο φουστανελοφόρος ταγματάρχης της Επανάστασης του 1821, ο οποίος, αφού τραυματίστηκε στον Αγώνα, δεν άντεξε τον εμφύλιο σπαραγμό που ακολούθησε και πήρε τον δρόμο για την ξενιτιά.[4] Υπάρχει μια κοινή ιδεολογία που διέπει τους όπου γης Έλληνες οι οποίοι αποφάσισαν να διαθέσουν τα υπάρχοντά τους στη μητέρα Ελλάδα. Την ιδεολογία αυτή συναντούμε στις γραπτές τελευταίες θελήσεις του «άγνωστου» Γεώργιου Πετρόχειλου που δημιούργησε περιουσία στο Κιλιμάντζαρο της Αφρικής [5] αλλά και στη διαθήκη του Ηπειρώτη Ιωάννη Τριανταφύλλου Δόμπολη που διακρίθηκε στη Ρωσία και ίδρυσε το Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο. [6]
Στις αυστηρές οδηγίες του Χιώτη ιερέα Καλλίνικο Κρεατσούλη που λειτουργούσε στη Μασσαλία[7] και στις πράξεις του Γεωργίου Αβέρωφ που μεγαλούργησε στην Αίγυπτο.[8] Η λαϊκή μούσα διά χειρός Πέτρου Πηγαδιώτη (1893) φρόντισε να απαθανατίσει την προσφορά τους σε ένα τετράστιχο: «Κατεσκεύασαν μουσεία, θέατρα, νοσοκομεία, / λύκεια σχολάς ποικίλας ως και ορφανοτροφεία / δι ών λάμπρυναν μεγάλως τας σημερινάς Αθήνας / και επανέφερον στην μνήμην δάφνας κλέους και μυρσίνας».[9]
Οι «από μηχανής» θεοί
Το 1830 η Ελλάδα αποκτά την πρώτη σύγχρονη κρατική της οντότητα. Η αιματηρή Επανάσταση του 1821 τελειώνει έχοντας δικαιώσει μόνον εν μέρει τις προσδοκίες των Ελλήνων. Όταν ο τόπος ειρηνεύει, ό,τι απομένει είναι αυτό που θα ονομάζαμε «καμένη γη». Σωροί ερειπίων, φτώχεια, εξαθλίωση ήταν η επόμενη μέρα της ελευθερίας. Μιας ελευθερίας που θα έπρεπε να οικοδομηθεί εκ βάθρων, με τη δημιουργία οργανωμένου κράτους. Αλλά γιατί ο κύριος όγκος των ευεργεσιών κατευθύνθηκε στην ελληνική πρωτεύουσα; Η πρόκληση ήταν σημαντική, το ίδιο όμως και οι δυσκολίες του εγχειρήματος. Η Αθήνα, αριθμώντας περίπου 7.000 κατοίκους όταν γίνεται το 1834 η νέα πρωτεύουσα του ελληνικού βασιλείου, κλήθηκε να αναλάβει το βάρος της ανάδειξής της σε εθνικό κέντρο, στον βασικό πνευματικό πυρήνα του απανταχού της Γης Ελληνισμού[10].
Με μοναδικό της «εφόδιο» την πλούσια πνευματική της παράδοση και τη συμβολική της θέση στη διαχρονικότητα της ελληνικής Ιστορίας, θα αρχίσει μετά το 1840 να αποκτά σταδιακά τη δυναμική μιας αναπτυσσόμενης πόλης, αλλά και το προφίλ μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής πρωτεύουσας. Οι εθνικοί ευεργέτες έδρασαν σε αυτό ακριβώς το ιστορικό πλαίσιο. Εμφανίστηκαν σαν από μηχανής θεοί για να καλύψουν τα κενά της οικονομικής δυσπραγίας του νεοσύστατου κράτους. Η πρωτεύουσα Αθήνα τούς οφείλει αναμφίβολα ένα πολύ σημαντικό μερίδιο της αισθητικής και λειτουργικής της αναβάθμισης. Ένας μεγάλος αριθμός δημόσιων κτιρίων δεν προήλθε από τη χρηματοδότηση του –έτσι και αλλιώς περιορισμένου– Κρατικού Προϋπολογισμού. Χτίστηκαν με την απλόχερη οικονομική προσφορά Ελλήνων, που αφειδώλευτα έδωσαν από το περίσσευμα του πλούτου τους.[11]
Τα κυρίαρχα στοιχεία
Τι ήταν όμως οι εθνικοί ευεργέτες; Άραγε συγκροτούν μια «ομοιογενή» ανθρώπινη ομάδα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ή καθένας τους αποτελεί μια μοναδική και ξεχωριστή περίπτωση; Απλοϊκά μπορούμε να τονίσουμε πως εθνικοί ευεργέτες ήταν όσοι διέθεσαν μέρος ή όλη τους την περιουσία για την εξυπηρέτηση κοινωφελών σκοπών. Αλλά τα έργα των εθνικών ευεργετών δεν είναι απλώς τούβλα και οικοδομικά υλικά, όπως εύστοχα έγραψε ο Καθηγητής Πανεπιστημίου Στέφανος Παπαγεωργίου.[12] Ούτε χρηματικά κονδύλια και ένας αστείρευτος πακτωλός χρημάτων, παρόμοιος με τα σύγχρονα κοινοτικά πλαίσια και χρηματοδοτικά προγράμματα. Η εθνική ευεργεσία είναι κατά πολύ ανώτερη από την απλή οικονομική προσφορά. Την περιβάλλει ιδεολογία. Διαφορετικά το όφελος των ευεργεσιών θα εξαντλούταν στη στείρα περιγραφή σειράς χρηματικών κονδυλίων και καταλόγων εργασιών ή κτιρίων. Τρία είναι τα κυρίαρχα στοιχεία της ευεργεσίας: ιδιωτική πρωτοβουλία – εθνική συνείδηση – ανιδιοτελής προσφορά προς την πατρίδα. [13]
Ο πόθος τους για προσφορά είναι κοινός, αλλά οι πράξεις τους διαφέρουν. Οι Ζαππαίοι προτίμησαν να μην κάνουν οικογένεια για να προσφέρουν απερίσπαστοι το πλεόνασμα του υλικού –πρωτίστως όμως του ψυχικού– πλούτου τους στην Ελλάδα. Ο ρομαντικός πραγματιστής Ευαγγέλης Ζάππας, ο άνθρωπος που κατόρθωσε να ταιριάξει τα ιδανικά με την οικονομική πρόοδο, γράφοντας στους συμπατριώτες του Λαμποβίτες ονειρευόταν ότι ίσως κάποτε αξιωθεί να γίνει χρήσιμος στην πατρίδα του![14] Κάποιοι πρόσφεραν ολόκληρες περιουσίες για να ανεγερθούν κτίρια σε μια πρωτεύουσα που ποτέ δεν επισκέφθηκαν, ενώ άλλοι προτίμησαν την οικονομική καταστροφή, παρά να παραμελήσουν τη χρηματοδότηση ενός έργου που υποσχέθηκαν στον ελληνικό λαό ή στην Αθήνα. Πώς θα φαινόταν σήμερα το ενδεχόμενο κάποιος να προσέφερε χρήματα για ένα έργο εκτός των ελληνικών συνόρων, το οποίο ποτέ δεν θα έβλεπε; Από αυτόν τον προβληματισμό πηγάζει και η ιδεολογία της εθνικής ευεργεσίας.
Εθνική ευεργεσία και εθνική ιδεολογία
Οι εθνικοί ευεργέτες εκμεταλλεύτηκαν με τον προσφορότερο τρόπο τις οικονομικές συνθήκες του καιρού τους. Ποια είναι η διαφορά των πλούσιων ευεργετών από τους υπολοίπους οικονομικά ευκατάστατους; Ο τρόπος που διαχειρίστηκαν το σύνολο του πλούτου τους. Διαχώρισαν τη θέση τους, προτίμησαν την οικονομική προσφορά από τη σπατάλη και την τρυφή. προτίμησαν την προσφορά στην Ελλάδα από την προσφορά υλικών αγαθών προς τον εαυτό τους ή την οικογένειά τους.
Προτίμησαν τον δύσκολο δρόμο από την πεπατημένη. Και αυτό έκανε τη διαφορά. Η εθνική ευεργεσία συνδέεται με την εθνική ιδεολογία και η εθνική ιδεολογία, με τη σειρά της, με την πόλη της Αθήνας. Εννοείται πως οι ευεργεσίες απλώθηκαν σε όλη τη χώρα. Αλλά η πόλη της Παλλάδας στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα αποτελεί την ιδεολογική γέφυρα επανασύνδεσης προς το ένδοξο παρελθόν των προγόνων, προσφέροντας ουσιαστικά στοιχεία εθνικής ταυτότητας.
Τα χαρακτηριστικά των ευεργετών
Ούτε συγκεκριμένης προέλευσης γεωγραφικός εντοπισμός μπορεί να υπάρξει ούτε δεδομένη ταξική προέλευση και επαγγελματική ενασχόληση για τους εθνικούς ευεργέτες. Άλλοι αξιοποίησαν και επέκτειναν κληρονομηθείσες περιουσίες, ενώ άλλοι ξεκίνησαν σχεδόν εκ του μηδενός, για να εξελιχθούν –σε ορισμένες περιπτώσεις– στους πλέον βαθύπλουτους του καιρού τους. Μέγας ο αριθμός τους και αισθητή η κοινωνική και πνευματική ανομοιογένειά τους.
Οι υλικές τους επιλογές έχτισαν μηχανισμούς κοινωνικής πρόνοιας στηριγμένους στην ιδιωτική πρωτοβουλία, κτίρια-σύμβολα για την εκπαίδευση, τις τέχνες και τις επιστήμες γενικότερα. Δημιούργησαν τις προϋποθέσεις ώστε η ταπεινή πάμπτωχη Ελλάδα του 1830 να διεκδικεί δυναμικά τα δίκαιά της ογδόντα χρόνια αργότερα. Οι ευεργεσίες προς το Έθνος υπήρξαν κοινός στόχος, ασχέτως αν όλοι ο ευεργέτες ξεκίνησαν από διαφορετικούς δρόμους, για να συνθέσουν τελικά ένα πολυσύνθετο μωσαϊκό.
Οσο θα αποκαλύπτονται τα πραγματικά ιστορικά στοιχεία για τις εθνικές ευεργεσίες, τόσο θα ανοίγονται νέοι δρόμοι για τα προβλήματα που σήμερα φαντάζουν ανυπέρβλητα. Δρόμοι τους οποίους δείχνει η λαϊκή μούσα από τον 19ο αιώνα: «Οθεν πρέπει καθείς Ελλην ένα νάχη στοχασμό του/ να θωρή την νυν Ελλάδα ωσάν τέκνον ιδικόν του,/ και γι’ αυτήνε να δουλεύη νύκτα όμως και ημέρα/ όπως διά των χειρών μας γίνη όλη ελευθέρα».