Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Από τις πλέον λαοφιλείς πανήγυρεις ήταν του Αγίου Ιωάννου στου Ρέντη (29 Αυγούστου). Τον 19o και τουλάχιστον το πρώτο μισό του 20ού αιώνα χιλιάδες πανηγυριστές συνέρρεαν από παντού στη λαμπρή τοποθεσία του Αγίου Ιωάννη του Ρέντη για να εορτάσουν κάτω από τα δένδρα, όπου στήνονταν προσωρινά καφεπαντοπωλεία. Ζουρνάδες, νταούλια και άφθονος ρητινίτης έρρεε στο όνομα της Αποτομής της Κεφαλής του Προδρόμου. Ελάχιστα έχουν γραφεί για εκείνο το εκκλησάκι των χρόνων της Τουρκοκρατίας, το οποίο «επεξετάθη» τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα, όταν λειτουργούσε ως ησυχαστήριο χωμένο στα καταπράσινα περιβόλια.
Εξαφανίστηκε σχεδόν κάθε ίχνος του την δεκαετία του 1970, όταν ανεγέρθηκε ο σημερινός επιβλητικός ναός. Και όμως, προς χάρη εκείνου του παλαιού μικρού ναϊδρίου κόντεψαν να γίνουν ακόμη και ένοπλες συρράξεις μεταξύ άγριων φουστανελάδων του Ψυρρή και σκληροτράχηλων αχθοφόρων του Πειραιά. Ήταν οι εκφραστές της μεγάλης διαμάχης που είχε ξεσπάσει μεταξύ των Αθηνών και του Πειρια για τα όριά τους, από την εποχή που ιδρύθηκαν οι δύο δήμοι, στα πρώτα χρόνια του Όθωνα. Πίσω τους κρύβονταν τεράστια συμφέροντα και ζητήματα γης, καθώς και η κατάφυτη και περιτριγυρισμένη από ευθαλείς κήπους περιοχή των μυροβόλων εκτάσεων του Ρέντη.
Ο Άγιος
Οι νεότεροι ιστορικοί υποστηρίζουν πως το ταπεινό ξωκλήσι ανήκε κάποτε, από τα χρόνια της Φραγκοκρατίας, στον μεγαλοϊδιοκτήτη της περιοχής Ρέντη. Πρόσφατες γραπτές μαρτυρίες όμως θέλουν τον ναΐσκο και έναν οικίσκο που αποτελούσε συνέχειά του, να ανεγείρονται από τον μεταγενέστερο ιδιοκτήτη της Αθηναίο κτηματία Γιωργάκη Στρέφη (180ς αιώνας). Όταν έφυγε από τη ζωή, η ιδιοκτησία της γης πέρασε στα χέρια των κληρονόμων του, μεταξύ των οποίων και η οικογένεια Κοκόση. Ο ευρύτατος περίβολος του μικρού ναού –η σημερινή πλατεία, στην άκρη της οποίας υπήρχαν και τα κελιά των μοναχών– αποτέλεσε αντικείμενο σφοδροτάτης δικαστικής διαμάχης μεταξύ των κληρονόμων.
Δύο καλοί Αθηναίοι χριστιανοί φρόντισαν, μετά την Επανάσταση του 1821, να επισκευάσουν το εγκαταλελειμμένο εκκλησάκι για να μην εισέρχονται ζωντανά. Όπως όλα τα ξωκλήσια, έτσι και ο Άγιος Ιωάννης, με απόφαση του Δήμου Αθηναίων, υπήχθη διοικητικώς στην αρμοδιότητα του Ναού της Γεννήσεως του Ιησού Χριστού, του γνωστού ως «Χριστοκοπίδη», της συνοικίας Ψυρρή. Μάλιστα, τη φροντίδα και λειτουργία του ανέλαβαν δύο επίτροποι –Αναγνωστόπουλος και Χατζημπαμπάκος– του Χριστοκοπίδη που ησχολήθησαν με την επισκευή και τον καλλωπισμό του. Δεν καθυστέρησαν να πραγματοποιηθούν και τα επίσημα εγκαίνιά του, στα τέλη της δεκαετίας του 1850, προεξάρχοντος του Επισκόπου Οιτύλου Προκόπιου Γεωργίου. Έκτοτε, ο ναΐσκος διοικούνταν από το εκκλησιαστικό συμβούλιο του Χριστοκοπίδη[1].
Τα όρια Αθηνών-Πειραιώς
Επί πέντε ολόκληρα χρόνια κρατούσε μία εκ των διαμαχών μεταξύ Αθηναίων και Πειραιωτών. Από το 1857 έως το 1861 εξαντλήθηκαν όλες οι βαθμίδες της Δικαιοσύνης, από το Ειρηνοδικείο έως τον Άρειο Πάγο, για να καθοριστούν τα όρια των δύο δήμων. Τελικά ως όριο λήφθηκε η κοίτη του Κηφισού ποταμού, από την εκβολή του στο Φάληρο μέχρι το ναΐδριο του Αγίου Ιωάννου, το οποίο συμπεριλήφθηκε στα όρια του Δήμου Πειραιώς «ως πανηγυριζομένου και συντηρουμένου υπό του Δήμου τούτου». Από εκεί το όριο έφτανε στην οδό Αγίας Άννης για να συναντηθεί με τον δρόμο που πήγαινε από τον Πειραιά στο Δαφνί και ήταν αμαξιτός. Από εκεί έφθανε στο Κερατσίνι ή Κερατόπυργο, όπως ονομαζόταν τότε. Έτσι, ένα σημαντικό τμήμα του Ελαιώνα περιερχόταν στον Δήμο Πειραιώς και οι δοσοληψίες της γης πραγματοποιούνταν πλέον από το Υποθηκοφυλακείο του.
Τι απέγινε όμως με τους Ψυρριώτες που το συντηρούσαν και το λειτουργούσαν; Το λαοφιλές εκκλησάκι ήταν «χρυσό» για όποιον το διαχειριζόταν, αφού κάθε χρόνο χιλιάδες πιστοί συνέρρεαν για να προσκυνήσουν και να πανηγυρίσουν. Στα τέλη της βασιλείας του Όθωνα, είχε εξελιχθεί σε ένα από τα μεγαλύτερα πανηγύρια της Αττικής. Οπότε «μέγας αναβρασμός επικρατεί διά την παραχώρησιν του εξωκλησίου του αγίου Ιωάννου του προδρόμου εις τον δήμον Πειραιώς και πολλοί κάτοικοι μαζή με άνδρες της εθνοφυλακής προτίθενται να υπερασπιστούν την εκκλησίαν των πατέρων των»[2], όπως έγραφαν οι εφημερίδες στις αρχές Αυγούστου 1865, προϊδεάζοντας για το τι θα επακολουθούσε.
Κουμπουροφόροι
Οπλισμένοι κτηματίες και φουστανελοφόροι από τη συνοικία Ψυρρή καιροφυλακτούσαν επί 24ώρου βάσεως. «Η μεταβολή των ορίων των δήμων δεν συνεπάγεται και αλλαγή της τύχης του Αγίου Ιωάννου» υποστήριζαν και έστηναν κάθε βράδυ γλέντια με νταούλια και βιολιά που πλήρωναν οι επίτροποι του Χριστοκοπίδη. Ούτε κουβέντα δεν ήθελαν περί υπαγωγής του στην Αγία Τριάδα Πειραιώς, όπως είχε συμφωνήσει και η επίσημη Εκκλησία. Τα επιχειρήματά ήταν αφοπλιστικά. Οι εκκλησίες, τα δώρα και τα ιερά κειμήλια δεν μεταβάλλουν κτήση, δεν ενεχυριάζονται, δεν εκποιούνται και δεν υποθηκεύονται. Μόνον σε περίπτωση που η εκκλησία στην οποία ανήκουν πρόκειται να αγοράσει και να ελευθερώσει χριστιανούς αιχμαλώτους!
Άρα κακώς συνεφώνησαν Εκκλησία και Κυβέρνηση, οπότε τον λόγο τώρα είχαν τα κουμπούρια. Εξάλλου, πλήθος ναΐσκων λειτουργούσαν και λειτουργούν ως παρεκκλήσια ακόμη και εξωχώριων ναών και ιδρυμάτων, όπως η περίπτωση του Αγίου Τάφου. Η ημέρα του πανηγυριού του Αγίου Ιωάννου πλησίαζε. Η κατάσταση ξέφευγε. Ανώνυμες προκηρύξεις προειδοποιούσαν: «Είθε να μη ευρεθώμεν εις την λυπηράν ανάγκην ν’ αναγγείλωμεν ότι εχύθη αίμα αθώων πολιτών, υπερασπιζομένων την εκκλησίαν των πατέρων των»! Ακολούθησε προκήρυξη με τις υπογραφές των Ψυρριωτών επιτρόπων: «Ο Ναός είναι και έσεται εις αιώνα τον άπαντα κτήμα αναφαίρετον εις τον ενταύθα ενοριακόν ναόν Χριστοκοπίδη ου έχομεν την τιμήν να επιτροπεύομεν». Ξεκαθάριζε, δε, πως ήταν δική τους υπόθεση η προετοιμασία του ναού για τον εορτασμό[3].
Επικράτησαν οι Ψυρριώτες
Οι μάγκες του Ψυρρή κατασκήνωσαν στου Ρέντη και εν μέσαις Αθήναις, θυμήθηκαν τις εποχές των κλεφταρματολών. Σε μια ξαφνική έφοδο, όμως, οι επίτροποι της Αγίας Τριάδας Πειραιά, συνοδευόμενοι από χωροφύλακες, κατάφεραν να τους πάρουν τα κλειδιά του ναΐσκου. Ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε! Ακολούθησαν ξυλοδαρμοί όποιου ανέβαινε από τον Πειραιά προς την Αθήνα. Ήταν πλέον σίγουρο ότι θα υπήρχαν θύματα. Σε σύσκεψη οι δύο δήμαρχοι Αθηνών και Πειραιώς, ο νομάρχης Σπ. Αντωνιάδης και ο επικεφαλής της Αστυνομίας Δ. Βρατσάνος κατέληξαν σε μια προσπάθεια συμβιβασμού των πραγμάτων. Προτάθηκε από κοινού εορτασμός και η διανομή των εσόδων. Η πρόταση απερρίφθη και η εορτή πραγματοποιήθηκε αποκλειστικά και μόνο από τους Αθηναίους και με επικεφαλής τον δήμαρχο Περικλή Ζαχαρίτσα[4].
Ο νέος ναός και η λύση με τη δημιουργία της τοπικής κοινότητας
Η ανάπτυξη των συγκοινωνιών –ιδιαιτέρως των σιδηροδρομικών γραμμών– έκανε ακόμη δημοφιλέστερο το εκκλησάκι. Το οποίο από το 1925 δεν ανήκε πλέον σε κανέναν από τους δύο δήμους, Αθηναίων ή Πειραιώς, αλλά στην αυτόνομη πλέον Κοινότητα Αγίου Ιωάννου Ρέντη, η οποία το 1946 αναβαθμίσθηκε σε Δήμο, ενώ σήμερα η περιοχή υπάγεται στον Δήμο «Νίκαιας – Αγίου Ιωάννη Ρέντη»[5]. Όταν η περιοχή ανακηρυσσόταν σε κοινότητα (1925), το Μητροπολιτικό Συμβούλιο της Αρχιεπισκοπής Αθηνών έκανε δημοπρασία για την επέκταση του ναού προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες του πλούσιου προσφυγικού στοιχείου. Αλλά και ο νεότερος ναός κατεδαφίσθηκε και τη δεκαετία του 1970 στη θέση του ανεγέρθηκε ένας μεγαλοπρεπής και καλλιεπής ναός, ο οποίος ανήκει εκκλησιαστικώς στην Μητρόπολη Πειραιά[6]. Δεν ακολούθησε –δυστυχώς– το παράδειγμα τόσων ναών που φρόντισαν να διατηρήσουν στο πλάι τους τα ναΐδρια της Τουρκοκρατίας, τα σπάνια αυτά δείγματα παλαιότητας.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία», Τρίτη 29 Αυγούστου 2017