Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Το παρελθόν του το γνώριζαν Έλληνες και Τούρκοι όταν ξέσπασε η Εθνεγερσία του 1821. Κανείς δεν αγνοούσε το πατροπαράδοτο και έμφυτο μίσος του για τον Τούρκο κατακτητή, την αφοσίωσή του στην Ελευθερία και την πολύχρονη και επαγγελματική ενασχόλησή του με την τέχνη του πολέμου. Γι’ αυτό ακόμη και το άκουσμα του ονόματός του έκανε τους πανίσχυρους σε όπλα και μέσα Τούρκους να λιγοψυχούν και εμψύχωνε τους Έλληνες, που δεν γνώριζαν από όπλα και δεν είχαν τα μέσα για τον πόλεμο. Όταν ακουγόταν ότι «Κολοκοτρώνης πολεμά», ήταν το σύνθημα της ήττας για τους Τούρκους και της νίκης για τους Έλληνες. Όταν ακουγόταν ότι «Έρχεται Κολοκοτρώνης» ήταν για τους Τούρκους ο δαίμονας του τρόμου και της απελπισίας και για τους Έλληνες ο άγγελος της αναψυχής και των ελπίδων. Γενναίος αλλά και μεθοδικός, υπήρξε αγέρωχος έως το τέλος και προετοίμασε μεθοδικά και χορεύοντας την αναχώρησή του από τα εγκόσμια στις 4 Φεβρουαρίου 1843, σε ηλικία 73 ετών.
Τα άγια χώματα
Στις αρχές του 1842 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ασθένησε. Όταν ανάρρωσε είχε φτάσει η άνοιξη και αποφάσισε να επισκεφτεί –για τελευταία φορά– τη γενέτειρά του. Φαίνεται πως ήταν ένα προσκύνημα στα άγια χώματα της πατρίδας του. Αποχαιρετιστήρια επίσκεψη σε όσους από τους συναγωνιστές του ζούσαν ακόμη. Προαισθανόταν ότι το τέλος του δεν ήταν μακριά. Το ταξίδι είχε όλα τα χαρακτηριστικά της κολοκοτρωναίικης τελετουργίας. Τόποι δοξασμένοι και πεδία μαχών. Με χειραψίες και ασπασμούς «συγχωρέθηκε» με όλους. Πήγε ακόμη και μέχρι την Ύδρα για να ανταλλάξει ασπασμό συγγνώμης με τον Κουντουριώτη, ο οποίος τον είχε φυλακίσει στο μοναστήρι του Αϊ-Λιά στο νησί. Επισκέφθηκε ακόμη και τον περίφημο Σχινά. Ήταν υπουργός Δικαιοσύνης στα χρόνια της Αντιβασιλείας και θεωρούνταν ότι είχε καταρρακώσει κάθε έννοια δικαίου και ηθικής, εκβιάζοντας την καταδίκη του, όταν οι Πολυζωίδης και Τερτσέτης είχαν τιμήσει τη Δικαιοσύνη που εξευτέλιζε ο υπουργός. Στις αρχές του καλοκαιριού του 1842 επέστρεφε στην Αθήνα και ο Τύπος κατέγραφε το γεγονός, σημειώνοντας ότι βρισκόταν σε άδεια, αφού ήταν Σύμβουλος Επικρατείας. «Ήδη χαίρει υγείαν καλήν και διατελεί ήσυχος κατά το πνεύμα, προλαβών ν’ ασπασθή και τελευταίον τους συναγωνιστάς του κατά την Ύδραν, τας Σπέτσας και την Πελοπόννησον».
Οι τελευταίες δημόσιες συζητήσεις που έγιναν γύρω από το όνομα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και προκάλεσαν θόρυβο ήταν γύρω στα τέλη του 1842, λίγες εβδομάδες πριν φύγει από τη ζωή. Αφορμή στάθηκε ο διορισμός ενός από τους συνεργάτες του περίφημου Δημήτριου Νενέκου, ο οποίος είχε δελεαστεί από υλικά ανταλλάγματα και είχε προδώσει την Επανάσταση. Δολοφονήθηκε με εντολή του Κολοκοτρώνη και το επώνυμο Νενέκος κατέστη συνώνυμο του προδότη και του προσκυνημένου. Ο διορισμός λοιπόν ενός από τους συντρόφους του Νενέκου προκάλεσε την αντίδραση του Τύπου και επανέφερε στο προσκήνιο τα γεγονότα. Και δεν έλειψαν οι απολογητές εκείνης της άτιμης πράξης.
Τότε αναφέρθηκε το όνομα του Γέρου του Μοριά, με ευμενή σχόλια από τη μία πλευρά και δυσμενή από την άλλη. Τότε παρενέβη στη διαμάχη, απευθύνοντας την τελευταία επιστολή του η οποία περιείχε και την ύστατη παροιμία του. Η επιστολή του Κολοκοτρώνη που απευθύνθηκε στην εφημερίδα «Αιών» που είχε ανακινήσει το ζήτημα έγραφε: «Είδον ν’ αναφέρετε υπέρ εμού. Σας ευχαριστώ δι’ όσους αναφέρετε επαίνους. Επίσης ευχαριστώ και τον συντάκτην του Φίλου του Λαού τον Ιατρόν μου κ. Α. Ζυγομαλά, που αναφέρουν κακά. Σας εκφράζομαι δε ότι, αν έπραξα καλά ή κακά διά την Πατρίδα, η αλάνθαστος Ιστορία θα κρίνη. ΄Η αν έβλαψα ή εζημίωσα τινά, δύναται να με ενάξη εις τα Δικαστήρια. Το μόνον δε οπού θα σας παρακαλέσω είναι να μην αναφέρετε του λοιπού ούτε λέξιν περί του ονόματός μου, και ό,τι θέλουσιν ας γράφωσιν οι άλλοι, μοι είναι αδιάφορον. Καθότι μία κοινή παροιμία λέγει ότι ο κάλπικος παράς και ο χαμένος λόγος εις τον οικοκύρην μένει, Εν Αθήναις, την 8 Δεκεμβρίου 1842. Θ. ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ». Σημειωτέον ότι ο Α. Ζυγομαλάς θεωρούνταν ο οργανωτής του φόνου του Καποδίστρια.
Πανηγυρική και λεβέντικη υπήρξε όμως και η αποδημία του Γέρου. Στις 31 Ιανουαρίου τελέστηκαν οι γάμοι του γιου του Κολλίνου, ο οποίος παλαιότερα είχε μνηστευθεί την κόρη του Κανέλλου Δεληγιάννη. Τώρα παντρευόταν τη Ραλλού Καρατζά, θυγατέρα του άλλοτε ηγεμόνα της Βλαχίας Καρατζά, τον οποίο στα τέλη του Αγώνα πλευρά των Μαυρομιχαλαίων προξένευε ως Κυβερνήτη της Ελλάδος. Ήταν ένα από τα σημαντικότερα κοσμικά γεγονότα που συνέβησαν μέχρι τότε στην Αθήνα. Παρευρέθησαν τετρακόσιοι προσκεκλημένοι όταν ο πληθυσμός των Αθηνών δεν ξεπερνούσε τις δεκαπέντε χιλιάδες. Κουμπάροι ήταν η σύζυγος του Γρηγορίου Υψηλάντη Μαρία και ο Νικόλαος Μπότασης, γιος του Αναγνώστη, νονού του Γέρου. Ο Κολοκοτρώνης βρέθηκε στους γάμους ευτυχισμένος να απολαμβάνει την οικογενειακή του ευτυχία και χόρεψε με την ψυχή του.
Τρεις ημέρες μετά τον γάμο του γιου του δόθηκε δεξίωση στα Ανάκτορα με την ευκαιρία της επετείου άφιξης της Αμαλίας στην Ελλάδα. Στη δεξίωση αυτή ο Κολοκοτρώνης ήταν από τους πρώτους προσκεκλημένους και βρισκόταν σε μεγάλα κέφια. Έφαγε, ήπιε και γλέντησε για τα καλά. Έδωσε και παραγγελία στους μουσικούς να του παίξουν εθνικούς χορούς και οδήγησε πρώτος τον τσάμικο και τον συρτό. Παρακάμπτοντας το αυστηρό πρωτόκολλο, σήκωσε στον χορό ανώτατους αξιωματικούς και Κυρίες της Αυλής. Οι βιογράφοι του αναφέρουν ότι πηδούσε σαν «παληκαράκι»! Τόσο που εντυπωσίασε τον Αναγνώστη Δεληγιάννη – ο οποίος τη μεθεπομένη κρατούσε την ταινία στο φέρετρό του- που του είπε κοροϊδευτικά:
― Τα τσαλάκωσες απόψε, Στρατηγέ!
― Όχι, βρε Άρχοντα, αλλά θέλω να γλεντήσω τα στερνά μου, απάντησε ο Γέρος.
Και τα στερνά του ήρθαν έντεκα ώρες αργότερα, στις έντεκα το πρωί της Τσικνοπέμπτης 4 Φεβρουαρίου 1843, όταν ξεψύχησε ήρεμα στο κρεβάτι του.
Το πένθος για τον ήρωα που ταυτίστηκε με το 1821 και θάφτηκε με την τούρκικη σημαία κάτω από τα πόδια του !
Ποτέ άλλοτε δεν σημειώθηκε τέτοια λαϊκή αντίδραση με το άκουσμα ενός θανάτου. Τα πάντα σταμάτησαν να λειτουργούν. Το κράτος, τα σχολεία, τα υπουργεία, το πανεπιστήμιο, καταστήματα και βιοτεχνίες. Τα πάντα. Απ’ άκρου εις άκρον της μικρής ακόμη Ελλάδος, σε ναούς και ξωκλήσια, έσπευδαν οι Έλληνες να προσευχηθούν. Τα δημοτικά συμβούλια συνεδρίαζαν εκτάκτως εκδίδοντας ψηφίσματα, οι καμπάνες χτυπούσαν πένθιμα, όπως και οι τσαμπούνες που έσπευδαν να κλάψουν με τον δικό τους τρόπο τον Γέρο του Μοριά. Σιωπηρή ξεχύθηκε η Αθήνα στους δρόμους για να συνοδεύσει τον ήρωά της. Έναν ήρωα που έφυγε ντυμένος με τη στολή του αντιστράτηγου, το ξίφος, τη χαρακτηριστική περικεφαλαία και τον θώρακα στο πλάι, φορώντας τα τσαρούχια του κι από κάτω τοποθετημένη την τουρκική σημαία!
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία», 24-25 Μαρτίου 2012