Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Το καλοκαίρι του 1843 ξεκινούσε ιδιαίτερα θερμό. Το καταχρεωμένο από τη σύστασή του ελληνικό κράτος δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις του προς τους ξένους δανειστές. Τα υψηλά ποσά των τοκοχρεολυσίων δεν μπορούσαν να εξυπηρετηθούν παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που κατέβαλαν οι Έλληνες. Η ελληνική κυβέρνηση προσπάθησε από το 1841 να πληρώσει, σε συνδυασμό με την προσπάθεια ανόρθωσης του κράτους, στην οποία περιλαμβανόταν και η ίδρυση της Εθνικής Τραπέζης. Σε διάστημα τριών ετών, από το 1841 έως το 1843, η Ελλάδα κατέβαλε σε χρεολύσια περισσότερα από έξι εκατομμύρια δραχμές, ποσόν απίστευτο για τα μέτρα της εποχής. Κάθε χρόνο όμως τα ποσά έφθιναν. Έτσι, το 1841 καταβλήθηκαν 3,6 εκατομμύρια και τα δύο επόμενα χρόνια μόλις 3 εκατομμύρια, όταν τα ετήσια συνολικά έσοδα δεν ξεπερνούσαν τα δεκατέσσερα εκατομμύρια δραχμές[1]!
Δανεισμοί
Από την άνοιξη 1843 άρχισε η επιβολή μέτρων λιτότητoς, τα οποία όμως δεν απέδωσαν. Ο Τύπος της εποχής παρακολουθούσε με αγωνία τις εξελίξεις. Τα υπουργικά συμβούλια διαδέχονταν το ένα το άλλο και ανακοινώνονταν αλλεπάλληλα οικονομικά μέτρα μέχρι να γίνει γνωστό ότι «το τρέχον έτος χρήματα δεν έχει το ταμείον να πληρώση τα χρεώλυτρα και τους τόκους»[2]. Και αυτό ίσχυε και για το δεύτερο εξάμηνο εκείνης της χρονιάς.
Προετοίμαζαν δε τον κόσμο, ότι ίσως παραχωρούσαν στις εγγυήτριες δυνάμεις τα δικαιώματα από τα τελωνεία, το χαρτόσημο, το αλάτι, ακόμη και μέρος του «ποιμνιακού φόρου»[3]. Οι Έλληνες, χρησιμοποιώντας τη διπλωματική οδό, προσπαθούσαν να πείσουν τις Δυνάμεις να τους δανειοδοτήσουν εκ νέου ώστε να πληρώσουν τα οφειλόμενα αλλά και να καλύψουν τρέχουσες ανάγκες και αναπτυξιακά έργα.
Το «Μνημόνιο»
Βεβαίως, το ελληνικό αίτημα δεν έγινε αποδεκτό. Αντί εκδόσεως νέου δανείου, η Συνδιάσκεψη του Λονδίνου καταλήγει στην υπογραφή ενός «Μνημονίου», το οποίο τότε αποκαλείτο Πρωτόκολλο και ήταν καταδικαστικό για την Ελλάδα, δημιουργώντας απίστευτες δεσμεύσεις. Αποφάσιζε την απαίτηση σημαντικότατων ποσών σε σύντομο χρονικό διάστημα και την παρουσία των πρεσβευτών των τριών Δυνάμεων (Αγγλία-Γαλλία-Ρωσία) να παρευρίσκονται στις συνεδριάσεις του υπουργικού συμβουλίου για να επιτηρούν τα μέτρα. Επίσης, να συμμετέχουν στην έγκριση των μέτρων ανά μήνα, να διαθέτουν λεπτομερή κατάσταση της πορείας εφαρμογής τους και πλήρη εικόνα των ποσών που εισπράττονταν.
Εν τω μεταξύ, στις 13 Ιουνίου 1843, οι τρεις πρέσβεις είχαν καλέσει την ελληνική κυβέρνηση να παρουσιάσει τα αποτελέσματα «περί ελαττώσεως των εξόδων του κράτους και διά ποίον λόγον τα παρημέλησεν έως τώρα»[4]. Ο Τύπος ζητά την άμεση απόλυση των Βαυαρών υπαλλήλων του κράτους ώστε να μειωθούν τα έξοδα, ενώ βλέπουν το φως της δημοσιότητας σκανδαλώδεις μισθοδοσίες συμβούλων, όπως του Ραγκαβή, που λάμβανε «από τους ιδρώτας του πτωχού Έλληνος 350 δραχμάς»[5]. Οι συνεχείς αποκαλύψεις κατέληξαν σε πογκρόμ διώξεως εναντίον των εφημερίδων, με επιβολή μεγάλων προστίμων αλλά και φυλακίσεις.
«Δωρεά» Όθωνος
Πριν εξαπολυθεί μια αντιλαϊκή σειρά μέτρων, ο βασιλιάς Όθωνας σπεύδει πρώτος να υπογράψει ένα εντυπωσιακό Διάταγμα. Για να «πραγματοποιηθή η των εσόδων και εξόδων ισορροπία, χωρίς της οποίας δεν δύναται να ευτυχήση το κράτος» και για να «προφυλαχθώσι κατά το δυνατόν και οι αγαπητοί ημών υπήκοοι», διέθεσε ο ίδιος από το προσωπικό του ταμείο 200.000 δραχμές, προσθέτοντας μάλιστα ότι θα ακολουθούσαν και άλλες τέτοιες εισφορές[6].
Από τα μέσα Ιουνίου 1843 μέχρι το πρώτο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου, με Βασιλικά Διατάγματα επήλθαν τεράστιες περικοπές στους μηχανισμούς του Δημοσίου, περιλαμβανομένου του Στρατού. Εν τω μεταξύ, η κυβέρνηση παρέδιδε στους πρέσβεις των τριών δυνάμεων εκθέσεις με την ελάττωση των εξόδων που είχαν ήδη επιφέρει, αλλά και τις περικοπές που θα ακολουθούσαν και προέβλεπαν ακόμη και μειώσεις των εξόδων του Πανεπιστημίου.
Η αγανάκτηση φούντωνε και οι πλέον συντηρητικές εφημερίδες έκαναν πλέον λόγο για «εκλεκτούς της Καμαρίλας»[7]. Η αποκάλυψη από την εφημερίδα «ΑΘΗΝΑ» ότι ο υπουργός Εξωτερικών Ρίζος είχε υποσχεθεί στους πρέσβεις την άμεση καταβολή ενός εκατομμυρίου δραχμών, όταν τα Ταμεία διέθεταν επτακόσιες χιλιάδες, προκάλεσε ακόμη μεγαλύτερη ένταση[8].
Απεχθή μέτρα
Όσα ακολούθησαν ήταν πέρα ακόμη και όσων φαντάζονταν οι πιο σκληροί επικριτές του βασιλιά Όθωνα και των κυβερνήσεών του. Τα έσοδα από την εκκλησιαστική περιουσία πέρασαν στο Υπουργείο Οικονομικών. Απολύθηκε το ένα τρίτο των δημοσίων υπαλλήλων και μειώθηκε κατά 20% ο μισθός όσων παρέμειναν στο Δημόσιο, σταμάτησε η χορήγηση των «κατ’ απονομήν» συντάξεων, ακόμη και των χηρών των αγωνιστών της Επανάστασης[9]. Οι στρατιωτικές δαπάνες μειώθηκαν, μαζί με τον αριθμό των ενστόλων, οι οποίοι απομακρύνονταν από τις τάξεις του Στρατού και με διατάγματα αποκτούσαν εθνική γη για να καλλιεργήσουν.
Στα εισαγόμενα στο κράτος ζώα επιβλήθηκε κεφαλικός φόρος, μειώθηκε κατά 70% το προσωπικό των τελωνείων και μειώθηκαν στο μισό οι μισθοί των δικαστικών υπαλλήλων «διά να συντρέξωσι και ούτοι εις την οποίαν αι σημεριναί ανάγκαι του Κράτους απαιτούν ελάττωσιν της δημοσίου δαπάνης», όπως αναφέρεται στον σχετικό νόμο[10]. Επίσης με διατάγματα επιβλήθηκε προκαταβολική είσπραξη φόρων, αυξήθηκαν διάφοροι δασμοί, απολύθηκαν οι μηχανικοί του Δημοσίου και σταμάτησαν τα δημόσια έργα, ενώ καταργήθηκαν και οι υγειονομικές υπηρεσίες.
Οι αρμοδιότητές τους πέρασαν στους δήμους, οι οποίοι ωστόσο αδυνατούσαν να εκπληρώσουν τα καθήκοντά τους ελλείψει οικονομικών πόρων και είχαν φτάσει στο σημείο να διακόψουν τους μισθούς των δημοδιδασκάλων. Μεταξύ άλλων νομιμοποιήθηκαν όλα τα αυθαίρετα κτήματα του Δημοσίου, με καταβολή προστίμων νομιμοποίησης, και περαιώθηκαν όλες οι φορολογικές υποθέσεις με την καταβολή εφάπαξ ποσού. Είναι μακρά η σειρά των νομοθετημάτων που εκδόθηκαν τότε και μνημειώδη τα φύλλα της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.
Θλιβερός επίλογος
Παρά ταύτα, η ελληνική κυβέρνηση αδυνατούσε να καταβάλει τα τοκοχρεολύσια και την υποχρεωτική ετήσια δόση, η οποία πλέον είχε φθάσει στο ποσόν των 3.424.283 φράγκων[11]. Οι περικοπές των δαπανών και οι μειώσεις των μισθών διευκόλυναν εκείνους που στρατολογούσαν επαναστάτες για το Κίνημά τους. Είχε φτάσει η ώρα που η ελληνική κυβέρνηση συρόταν στην υπογραφή του Πρωτοκόλλου. Η υπογραφή τέθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 1843 και την επομένη ξέσπασε το Στρατιωτικό Κίνημα του 1843, το οποίο κατέληξε στην παροχή Συντάγματος.
Το κίνημα
Το ζήτημα του λαϊκο-στρατιωτικού κινήματος της 2ας προς 3η Σεπτεμβρίου έχει απασχολήσει ικανοποιητικά τους ερευνητές και τους ιστορικούς αναλυτές. Πέραν όμως των άλλων μία από τις σημαντικές πτυχές του είναι η ταχύτητα με την οποία επιβλήθηκε προκαλώντας το γνωστό αποτέλεσμα. Διότι η διάρκεια, η επιβολή, η επιτυχία του σκοπού και η ομαλή διάλυση διήρκεσαν μόνον δέκα τέσσερις (14) ώρες!
Ως γνωστός η πίεση των Συνταγματικών, την εποχή εκείνη, προσέκρουε για μεγάλο χρονικό διάστημα, στους δισταγμούς του βασιλιά Όθωνα, ο οποίος ούτως ή άλλως είχε το ελάττωμα να βραδύνει ιδιαιτέρως στη λήψη αποφάσεων. Εν προκειμένω, πίστευε ότι η Ελλάς δεν ήταν ακόμη ώριμη για την παραχώρηση Συντάγματος. Όταν η πίεση εντάθηκε, οι υπουργοί συνέχιζαν να καθησυχάζουν τον Όθωνα, μη αποδίδοντας σημασία στις ανήσυχες φήμες που προηγήθηκαν του νυκτερινού συναγερμού της προαναφερθείσης ημερομηνίας.
«Ουρά ποντικού…»
Πρώτος – πρώτος βρισκόταν σε πλάνη ο σπουδαίος Έλληνας στρατηγός και υπουργός Στρατιωτικών Αλέξης (Αλεξάκης) Βλαχόπουλος (1870-1865), ο οποίος την παραμονή είπε στον υπασπιστή του Όθωνος: «Να πείτε εις τον Βασιλέα να κοιμηθεί ήσυχος. Όλοι οι “επαναστάτες” ευρίσκονται εις την φάκα»[12]. Έπειτα ο επίσης σπουδαίος οικονομολόγος και τότε υπουργός Εσωτερικών Δημήτριος Χρηστίδης (1799-1877) είπε στον Αυλάρχη με χαρακτηριστική ψυχραιμία: «Όλα θα τελειώσουν με είκοσι προβιβασμούς και με δέκα κεφάλια…»[13].
Αλλά και ο έμπειρος νομικός και πολιτικός Γεώργιος Ράλλης (1804-1883), ο οποίος τότε διατελούσε υπουργός Οικονομικών και Δικαιοσύνης, βγαίνοντας από το Παλάτι, μετά την υπογραφή του διατάγματος για την καταβολή του τοκοχρεολυσίου του δανείου των Δυνάμεων, είπε στους ανήσυχους υπασπιστές: «Ούτε ουρά ποντικού δεν θα κουνηθεί!…»[14].
«Στρατηγέ Καλλέργη…»
Ωστόσο, όπως αποδείχθηκε, οι μεν κεφαλές έμειναν στις θέσεις τους, ενώ κινήθηκαν οι ουρές των… ποντικών αλλά και των… γάτων. Γύρω στα μεσάνυκτα, λαός και στρατός, υπό την αρχηγία του Δημητρίου Καλλέργη, κατασκήνωσαν ειρηνικά έξω από το Παλάτι, μέχρι και τη σημερινή πλατεία Συντάγματος. Και δεν έφευγαν από εκεί. Οπότε τα γεγονότα διέψευσαν τους τρεις υπουργούς.
Οικτρή δε αποδείχθηκε η πλάνη του υπουργού Στρατιωτικών όταν ακούσθηκε από το παράθυρο του Παλατιού ο προβιβασμός του συνταγματάρχη Καλλέργη. Ο βασιλιάς Όθωνας, προφανώς παρακινηθείς από την Κυβέρνηση, του φώναξε: «Στρατηγέ Καλλέργη! Τι συμβαίνει;». «Δεν είμαι στρατηγός Μεγαλειότατε», απάντησε ατάραχος ο Κρητικός και παρότρυνε τον Όθωνα να κλείσει το παράθυρο «μήπως συμβεί κανένα απευκταίον»[15]!
«Κρούετε τα τύμπανα»!
Ακολούθησε η μοναδική θορυβώδης εκδήλωση του κινήματος εντός των ορίων της στρατιωτικής τάξεως. Ο βασιλιάς θέλησε να ομιλήσει απευθείας προς τον λαό. Και τότε ο Καλλέργης διέταξε τους τυμπανιστές: «Στρατιώτες, κρούετε τα τύμπανα!»[16]. Απομονώθηκε, έτσι, το Παλάτι, εντός του οποίου βρέθηκαν αποκλεισμένοι και συσκεπτόμενοι ο βασιλιάς, οι υπουργοί και οι πρέσβεις. Το δράμα ωστόσο δεν κράτησε πολύ ώρα.
Ύστερα από δύο ώρες, γεμάτες από ασήμαντα επεισόδια και υπό την πίεση της εξεγέρσεως λαού και στρατού, η αναίμακτη ιστορία του Κινήματος της 3ης Σεπτεμβρίου και της παραχωρήσεως Συντάγματος, έκλεισε στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Εκεί μεταφέρθηκαν οι διαπραγματεύσεις χάρις στην επιμονή των σωφρονέστερων συμβούλων του Όθωνος. Εκεί έγινε αποδεκτό ότι η Ελλάς ήταν ώριμη για το Σύνταγμα.
Με αυτά τα δεδομένα και μαζί με την παραχώρηση Συντάγματος, ο βασιλιάς Όθωνας, αναγνώρισε την ανάγκη να βάλει δύο ακόμη υπογραφές. Την μια κάτω από την ευαρέσκεια προς τους αξιωματικούς που τήρησαν την τάξη την ιστορική και κρίσιμη εκείνη νύκτα. Την δεύτερη δε υπογραφή στο Διάταγμα με το οποίο η 3η Σεπτεμβρίου καθιερωνόταν ως εθνική εορτή. Έτσι «σφραγιζόταν» το επιτυχημένο κίνημα που διήρκεσε μόλις 14 ώρες! Για όσα συνέβησαν και όσα ακολούθησαν από τα άφθονα δημοσιεύματα στην «Εστία» επιλέξαμε δύο κείμενα, των Μπάμπη Άννινου και Δημητρίου Γατόπουλου.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία» Πέμπτη 16 Ιουνίου 2011