Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Περίεργος διεθνής θόρυβος δημιουργήθηκε το καλοκαίρι του δύσκολου μεταπολεμικού 1947. Στο εξωτερικό και ακόμη περισσότερο στο εσωτερικό γινόταν λόγος για έναν επερχόμενο χειμώνα στερήσεων και πείνας, κυρίως στην Ευρώπη. Βρισκόταν στην ακμή του το αποκαλούμενο «κατοχικό σύνδρομο», με τις φοβίες και τις ανησυχίες που προκαλούσε και τόσο έμελλε να επηρεάσει τις επόμενες γενιές. Ιδιαίτερα επηρεάστηκε, εκείνη τη χρονιά, ο πληθυσμός στις συνοικίες, στους συνοικισμούς και στα προάστια των Αθηνών που διατηρούσε εφιαλτικές αναμνήσεις από την περίοδο των μεγάλων στερήσεων της Kατοχής.
Μία από τις συνέπειες των φόβων που προκάλεσαν οι κακές προφητείες είναι να ξαναθυμηθούν πολλοί Αθηναίοι τους κήπους των σπιτιών τους! Τους κήπους οι οποίοι είχαν διαδραματίσει σπουδαίο ρόλο κατά την διάρκεια της Κατοχής. Όλοι σχεδόν οι Αθηναίοι, τη δύσκολη εκείνη εποχή, έγιναν κηπουροί. Εργάτες και μη, μικροβιοτέχνες, υπάλληλοι, επαγγελματίες, γιατροί δικηγόροι, αρχιτέκτονες, δάσκαλοι θυμήθηκαν την γη και πήραν από ένα σκαλιστήρι φυτεύοντας όπου έβρισκαν. Οι περισσότεροι δεν είχαν ιδέα από κηπουρική και δεν είχαν φυτέψει μέχρι τότε ούτε ραδίκι ακόμη και ας είχαν καταβροχθίσει τόνους λαχανικών. Στην πραγματικότητα, το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, προβλέποντας τι ερχόταν, είχε προετοιμάσει τον πληθυσμό. Προπαγάνδιζε τη δημιουργία κήπων ακόμη και μέσα στις πόλεις, με την εκμετάλλευση ακόμη και του μικρότερου ελεύθερου τεμαχίου γης. Οπότε στα δύσκολα χρόνια τα λουλούδια παραχώρησαν τη θέση τους στα σπανάκια, στα καρότα, στα κουκιά και στις λαχανίδες. Τις ιστορικές λαχανίδες. Ο κόσμος έσφιγγε τα δόντια. Όπως-όπως χωνόταν στις κουβέρτες και τυλιγόταν τις δύσκολες χειμωνιάτικες μέρες, τρώγοντας λαχανίδες για να επιβιώσει.
Η περιφρονημένη λαχανίδα αναδεικνυόταν σε πρωταγωνίστρια της διατροφής και αποκαλυπτόταν πως είναι από τις πιο θρεπτικές φυτικές τροφές. Ένα φλιτζάνι ωμής λαχανίδας μπορούσε να κρατήσει στη ζωή έναν άνθρωπο, αφού περιέχει βιταμίνες Α, C, Κ1 κ.ά. Ακόμη και όσοι δεν είχαν κήπους φύτευαν σε γλάστρες, ξεριζώνοντας χρυσάνθεμα και βασιλικούς. Επίσης, στις ταράτσες, με πρόχειρα μέσα και λίγο χώμα, δημιουργήθηκαν κήποι. Οι έμποροι και μικροπωλητές σπόρων έκαναν χρυσές δουλειές. Οι προπολεμικοί θιασώτες της αποκαλούμενης γεωργικής αναμόρφωσης έτριβαν τα χέρια τους. Όχι από χαιρεκακία όπως οι μαυραγορίτες, αλλά διότι πίστευαν πως θα αφυπνιζόταν η λανθάνουσα γεωργική συνείδηση των κατοίκων των πόλεων.
Αμέσως μετά τον πόλεμο η εντατική καλλιέργεια των σπιτικών κήπων σταμάτησε τόσο στην Αθήνα όσο και σε άλλες πόλεις. Είχε ξεθυμάνει ο ζήλος της καλλιέργειας του κήπου. Έφταιγαν αφενός η αποτυχία της καλής απόδοσης και αφετέρου, οι κονσέρβες που βρέθηκαν σε αφθονία στα χέρια του κοινού. Οι Αθηναίες νοικοκυρές ξερίζωσαν με αγανάκτηση τις τελευταίες λαχανίδες από τους κήπους τους και ξαναθυμήθηκαν τα άνθη τους. Ωστόσο, τόσο στα λαχανικά όσο και στα άνθη η χαριστική βολή δόθηκε από την έλλειψη νερού.
Τους κήπους, λοιπόν, καλόβλεπαν πάλι οι κάτοικοι της Αττικής και των Αθηνών από τον φόβο πιθανών στερήσεων και τις προφητείες, οι οποίες κυκλοφορούσαν καθημερινά. Τις διέδιδαν ανεπίσημα χείλη αλλά και επίσημες πηγές, μικροί και μεγάλοι, μέσω του Τύπου ή του ραδιοφώνου. Ιδιαιτέρως θορυβήθηκαν οι ακραίες συνοικίες των Αθηνών και κηπουπόλεις∙ Νέα Σμύρνη, Καλλιθέα, Ψυχικό, Φιλοθέη, Χολαργός κ.ά. Τι έπαιρναν όμως οι Αθηναίοι στους κήπους εκείνη την εποχή; Τι προβλέψεις υπήρχαν να πετύχουν οι καλλιέργειές τους και πού έβρισκαν σπόρους;
Τις απαντήσεις μας δίνει δημοσιογράφος της εποχής που υπογράφει με το ψευδώνυμο «Ο Αθηναίος»[1]. Οι περισσότεροι γνώριζαν πλέον τι σήκωνε ο κήπος τους. Ήξεραν τι, πότε και πώς να το φυτέψουν. Αρκούνταν σε λίγα και είχε λείψει πλέον ο υπερβολικός ζήλος των νεοφώτιστων κηπουρών. Έσπερναν άνηθο, αντίδια, γογγύλια, κάρδαμα, κοκκινογούλια, καρότα, κουνουπίδια, κρεμμύδια, λάχανα, μαρούλια, μαϊντανό, μπρόκολα, ραδίκια, ραπανάκια, σέλινα, σέσκουλα, σπανάκι, σινάπια, ρόκα κ.λπ. Η αθηναϊκή αγορά είχε άφθονους και πολλών ποιοτήτων σπόρους. Εκεί βρισκόταν το «μυστικό», διότι η αναγνώριση του καλού σπόρου δεν μπορούσε να γίνει από μη μυημένους στον κόσμο της κηπουρικής.
Την ευκαιρία εκμεταλλεύτηκαν βεβαίως και οι πανταχού παρόντες αετονύχηδες που φρόντιζαν να κοροϊδεύουν τους αδαείς. Πάντως οι σπόροι ήταν προσιτοί και πωλούνταν στην αγορά προς 500 δραχμές το φακελάκι για ένα τετραγωνικό μέτρο γης. Ανέβαινε στις 1.200 δραχμές η οκά το κοκκάρι[2]. Με έναν καλό συνδυασμό και αναλόγως με το έδαφος μπορούσε κανείς να πετύχει να έχει μια καλή σαλάτα από τον κήπο του, μια χορτόσουπα ή ένα άρτυμα στο τραπέζι χωρίς να τρέχει στην αγορά. Πολλές ήταν οι νοικοκυρές που δεν θυσίαζαν τα άνθη τους. Η φθινοπωρινή καλλιέργεια λουλουδιών τους εξασφάλιζε έναν ωραίο ανθόκηπο. Με βιολέτες, μπέλες, αλταίες, πανσέδες, γαρύφαλλα, χρυσάνθεμα και άλλα όψιμα άνθη.
Αυτά συνέβαιναν το 1947 και οφείλονταν στην φημολογία που είχε επικρατήσει. Σύντομα όμως τα πράγματα αποκαταστάθηκαν. Παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα συνέχισε να βρίσκεται σε εμφυλιοπολεμικό κλίμα, η ζωή άρχισε να παίρνει φυσιολογικούς ρυθμούς. Καθοριστική για την επιβίωση των λαϊκών στρωμάτων υπήρξε η παρέμβαση της Ούνρα, ενώ δειλά–δειλά αποκαταστάθηκαν και οι αθηναϊκοί ανθόκηποι. Ο ίδιος δημοσιογράφος, «Ο Αθηναίος», έγραφε έναν χρόνο αργότερα, το 1948, για τα διάφορα είδη λουλουδιών που καλλιεργούνταν πλέον στους κήπους, επισημαίνοντας ωστόσο πως δεν ήταν λίγοι εκείνοι οι προνομιούχοι που διέθεταν χώρο για να εξασφαλίζουν την ντομάτα τους, «όλη γλύκα και ζάχαρη όπως ανοίγεται πάνω στο τραπέζι»[3]!
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Εστία» 21 Νοεμβρίου 2021