Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς.
Υπάρχουν εγκλήματα που διατηρούνται στη μνήμη των ανθρώπων για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Όπως το έγκλημα που συνέβη στο Δουργούτι των Αθηνών το 1924 και έμεινε στη μνήμη των κατοίκων ως θρύλος, φτάνοντας, με αλλοιωμένα τα πραγματικά στοιχεία, μέχρι τις ημέρες μας. Συνδέθηκε με το «Καπηλειό της Χήρας» που λειτουργούσε στην προσφυγική γειτονιά τα προπολεμικά χρόνια και ένα φονικό που έγινε για τα μάτια της ταβερνιάρισσας. Πρωταγωνιστές του δράματος ο καταγόμενος από την Κορινθία κάπελας Ηλίας Τζώρτζης, η 24χρονη γυναίκα του Μαρία, ο σιδεράς Γεώργιος Ζήρας κι ένας ρακοσυλλέκτης, ο Δημήτρης Κίρκος.
Το σκηνικό, όπως διασώθηκε σε γραπτά κείμενα, μας δίνει την εικόνα ενός καπηλειού της εποχής. Δύο τραπέζια με μισογεμισμένα ποτήρια κρασιού και τριγύρω άνθρωποι χλωμοί, ξερακιανοί, ανθρώπινα ράκη. Χλωμό φως, πνιγμένες νότες ανατολίτικων τραγουδιών, βλαστήμιες, βρισιές, κραυγές και στεναγμοί. Σε μια άκρη τα κουτσοπίνουν δύο εργάτες. Σε λίγο κάθεται στην παρέα τους και ο τριαντάρης σιδεράς Γιώργος Ζήρας. Είναι τριαντάρης και πρόσφυγας από τη Μικρασία όπως όλοι τους.
Ένα βαρύ μυστικό, γνώριζαν όσοι κάθονταν στα λιγοστά τραπέζια της ταβέρνας. Ο γεροδεμένος σιδεράς Γ. Ζήρας διατηρούσε «αισθηματικάς σχέσεις» με τη γυναίκα του κάπελα Μαρία. Γι’ αυτό σχεδόν κάθε βράδυ μεθούσε και αφηνόταν στους ήχους των μακρόσυρτων αμανέδων. Κάποια στιγμή το μυστικό, το οποίο γνώριζε όλη η γειτονιά, έφτασε και στ’ αυτιά του συζύγου. Διότι ίσχυε και στην περίπτωση αυτή η αγγλική παροιμία πως ο σύζυγος το μαθαίνει τελευταίος και η οποία εξελληνισθείσα αντικατέστησε τη λέξη σύζυγος με τη λέξη κερατάς.
Μόλις πληροφορήθηκε το γεγονός ο Η. Τζώρτζης κάλεσε τον Γ. Ζήρα στο σπίτι του. Τον κάθισε στην αυλή, καλώντας κοντά και τη γυναίκα του. Ψύχραιμος αλλά αποφασισμένος τους ζήτησε να διακόψουν τις σχέσεις τους και ξεκαθάρισε, με λίγες λέξεις, πως σε αντίθετη περίπτωση θα «χυνόταν αίμα». Αλλά το παράνομο ζευγάρι ζούσε έναν φλογερό έρωτα. Συνέχισαν να βλέπονται. Η Μαρία απολάμβανε τον παράνομο έρωτά της και επισκεπτόταν συχνά τον εραστή της στο σπίτι του. Είχε να κάνει όλος ο συνοικισμός με τα καμώματά της. Ακόμη και όταν η Μαρία πήγαινε για τα λουτρά της στα Μέθανα. Αντί να την επισκέπτεται ο σύζυγος την επισκεπτόταν ο εραστής.
Όπως ήταν φυσικό οι περισσότεροι έβλεπαν με οίκτο τον ταβερνιάρη, ο οποίος φούντωνε από ζήλεια και θυμό. Αφού ο ίδιος αδυνατούσε να εξοντώσει τον εραστή της γυναίκας του προσπάθησε να βρει άλλον να το κάνει για λογαριασμό του. Βρήκε λοιπόν έναν παλληκαρά, τον ρακοσυλλέκτη και χοιροβοσκό Δ. Κίρκο που καταγόταν κι αυτός από την Κορινθία. «Μας ξεφτιλίζει, ρεζιλεύει τον τόπο μας» του έλεγε συχνά πυκνά, κάνοντάς του λόγο ότι ιδιαίτερα εξέθετε τον δικό του χωριό από το οποίο καταγόταν και η Μαρία. Έτσι είχαν τα πράγματα και ο σιδεράς εραστής συνέχιζε να συχνάζει στο καπηλειό παρά τις συμβουλές των φίλων του. Και μια βραδιά έγινε το κακό.
Η παρέα του Γ. Ζήρα θορυβούσε και ο Δ. Κίρκος τους συνέστησε προσβλητικά να σταματήσουν. «Έχεις κάνει πολλά στη συνοικία» είπε ο Δ. Κίρκος στον Γ. Ζήρα που σηκώθηκε παρεξηγημένος ζητώντας το λόγο. Πριν καλά – καλά καταλάβουν οι υπόλοιποι τι συνέβαινε ο Κίρκος του έμπηξε ένα τεράστιο μαχαίρι στην καρδιά και συνέχισε μαχαιρώνοντάς τον σε διάφορα σημεία. Ο Ζήρας έπεσε άψυχος, ο Κίρκος κατέληξε στη φυλακή μαζί με τον απατημένο σύζυγο που καταδικάστηκε ως ηθικός αυτουργός. Η Μαρία μαυροντύθηκε πενθώντας τον εραστή της και κράτησε το μαγαζί που έμεινε γνωστό ως το «Καπηλειό της Χήρας».