Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Πως βρέθηκε ένα καφέ αμάν στην καρδιά της Νέας Υόρκης τη δεκαετία του 1920; Το ίδρυσε ένα ζευγάρι Ελλήνων μεταναστών, ο Κώστας Παπαγκίκας και η γυναίκα του Μαρίκα, το γένος Κατσώρη. Η γυναίκα αυτή με τη χαρακτηριστική γλυκιά φωνή απασχολεί συχνά τους μελετητές της μουσικής και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού ωκεανού. Συνεργάστηκε με τους σημαντικότερους λαϊκούς καλλιτέχνες που βρέθηκαν στην Αμερική την ίδια περίοδο και οι σωζόμενες ηχογραφήσεις της αποτελούν πλέον τεκμήρια ενός τμήματος του ελληνικού αστικού και λαϊκού πολιτισμού. Γεννημένη το 1890 στην Κω, όταν βρισκόταν ακόμη υπό οθωμανική κατοχή, η Μαρίκα μεγάλωσε έχοντας έντονες ανατολίτικες προσλήψεις και ακούσματα.
Σε μικρή ηλικία φαίνεται πως μετανάστευσε στην Αίγυπτο, όπου ζούσε χορεύοντας σε κέντρα της ελληνικής παροικίας. Παντρεύτηκε τον λαϊκό κυμβαλιστή Κώστα Παπαγκίκα, ο οποίος έγινε ο μόνιμος συνοδός της στο τραγούδι και βρέθηκε στο γύρισμα του 1913 προς το 1914 να ηχογραφεί στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Ήταν ένας από τους προσφιλείς τόπους για τα θεατρικά μπουλούκια και τους περιπλανώμενους μουσικούς, λόγω και του άφθονου ελληνικού στοιχείου. Το 1915 βρίσκεται να μεταναστεύει στην Αμερική, μέσω του Έλις Αϊλαντ, και τρία χρόνια αργότερα (1918) ηχογραφεί τα πρώτα της τραγούδια[1].
Η Μαρίκα Παπαγκίκα είναι, αν όχι η πρώτη, μία από τις πρώτες γυναίκες που παρέδωσαν τη φωνή τους στην αιωνιότητα, με ελληνική μουσική στην Αμερική, όπου ηχογράφησε και τραγούδια στα τουρκικά. Ανταγωνίστριά της, η ευφυής «Κυρία Κούλα», η οποία προηγήθηκε αλλά δεν πρέπει να κατατάσσεται στις αμιγώς ρεμπέτισσες τραγουδίστριες. Το ζεύγος Παπαγκίκα παραμένει στη Νέα Υόρκη και κατοικεί στο Στέιτεν Αϊλαντ, όταν το 1925, ανοίγουν ένα νυχτερινό κέντρο διασκέδασης κοντά στην 8η Λεωφόρο[2]. Ήταν το Καφέ Αμάν της Μαρίκας, το πρώτο που εμφανίστηκε στην αμερικανική μεγαλούπολη. Με ελληνική κουζίνα και μουσική, θα μετατραπεί σε στέκι όχι μόνο για Έλληνες, αλλά γενικότερα μετανάστες προερχόμενους από τις χώρες της Μεσογείου.
Σε εποχή ποτοαπαγόρευσης διαθέτει αλκοολούχα ποτά και το τραγούδι της Μαρίκας προσελκύει Αλβανούς, Άραβες, Αρμένιους, Βούλγαρους και Τούρκους πελάτες. Ταυτοχρόνως, όμως, εκτός από ρεμπέτικα, τραγουδά κλέφτικα δημοτικά. Αλλά το Καφέ Αμάν της Μαρίκας δεν μπόρεσε να επιβιώσει στη μεγάλη οικονομική κρίση και τη συντριβή της αμερικανικής χρηματιστηριακής αγοράς. Το κατάστημα έκλεισε το 1930 και ουσιαστικά τέλειωσε και η καριέρα της Μαρίκας, η οποία ωστόσο επτά χρόνια αργότερα έκανε την τελευταία ηχογράφηση τραγουδιών[3].
Η Μαρίκα Παπαγκίκα έφυγε από τη ζωή τον Αύγουστο 1943, σε ηλικία 53 ετών. Οι ηχογραφήσεις της ξεχάστηκαν μέχρι τα μέσα περίπου της δεκαετίας 1970, όταν αναζωογονήθηκε το ενδιαφέρον για τις παλαιές αμερικανικές ηχογραφήσεις των ρεμπετών. Τραγούδια της επανεκδόθηκαν στην Ελλάδα αλλά και στην Αμερική.
Η επανακυκλοφορία όμως των τραγουδιών της στην Ελλάδα ήταν περιπετειώδης, λόγω της λογοκρισίας που υπέστησαν το 1976. Εκείνη τη χρονιά κυκλοφόρησε ο δίσκος «Το ρεμπέτικο τραγούδι» με τραγούδια ηχογραφημένα στην Αμερική. Ο δίσκος εκείνος εκδόθηκε με ευθύνη του «Κέντρου Έρευνας και Μελέτης Ρεμπέτικων Τραγουδιών» και τριών επιμελητών που ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με το είδος, και ήταν οι Παναγιώτης Κουνάδης, Σπύρος Παπαϊωάννου και Παναγιώτης Σωτηρόπουλος. Ενώ λοιπόν τα πάντα ήταν έτοιμα και το εξώφυλλο του δίσκου είχε τυπωθεί, η αρμόδια Επιτροπή Λογοκρισίας του υπουργείου Προεδρίας αφαίρεσε δύο από τα δέκα τραγούδια, διότι το περιεχόμενό τους βρισκόταν σε δυσαρμονία με τα ισχύοντα ήθη. Το ένα εξ αυτών ήταν ο «Ντερβίσης», ένα απτάλικο που είχε ηχογραφήσει η Μαρίκα Παπαγκίκα το 1927[4]. Είναι τραγούδι στο οποίο έχουν συρραφεί στίχοι από παλαιότερα τραγούδια και λογοκρίθηκε διότι εξήρε ουσιαστικώς τη χρήση ναρκωτικών ουσιών.