«Ὁ πλάτανος τοῦ Μενδρεσέ κατέπεσεν. Ὀλίγαι ἐπιμνημόσυνοι λέξεις τοῦ ὀφείλονται. Τόν ἐφύτευσεν ὁ Μπίμπισης. Ἀλλ᾽ ἐπειδή αὐτός ἐλέγετο, ἀλλά δέν ἦτο ληστής, οὔτε κατσικοκλέφτης, ὅπως τόν θέλουν, ἀλλ᾽ἦτο ἄνθρωπος τολμηρότατος καί ἐπιδεικτικός, πρό πάντων δέ δημιουργός δραματικῶν πρωτοτύπων σκηνοθετημάτων, διά τοῦτο θά σημειώσωμεν κάτι καί δι᾽ αὐτόν, χωρίς νά φοβούμεθα ὅτι δημιουργοῦμεν ληστρικόν ἀνάγνωσμα· διότι ὁ κακομοίρης κανένα δέν ἐσκότωσεν, ἐκτός τοῦ ἐραστοῦ τῆς συζύγου του, ἐπεισόδιον τό ὁποῖον τόν ἔκαμε νά πάρη τά βουνά, νά συλληφθῆ καί νά καταδικασθῆ εἰς ὀλίγων ἐτῶν φυλάκισιν εἰς τόν Μενδρεσέν, ὅτε ἐφύτευσε καί τόν πλάτανον.
Αὐτά συνέβησαν κατά τά πρῶτα ἔτη τῆς Βασιλείας τοῦ Ὄθωνος. Τό ὅτι δέ ἦτο φιλόδενδρος, εἶνε πρόσθετος ἔνδειξις τῆς μή ἐμφύτου κακουργίας του· διότι ὁ ἴδιος εἶχε φυτεύσει εἰς τήν Καλοπούλαν τῆς Καισαριανῆς καί τήν περίφημον ἰτιά, ἡ ὁποία καί αὐτή μᾶς ἄφισε χρόνους. Μετά τήν ἀποφυλάκισίν του, ἐζήτησε παντοῦ ἐργασίαν καί κανείς δέν τοῦ ἔδιδεν· ἐβγῆκε λοιπόν καί πάλιν στό κλαρί. Ἤρχετο δέ συχνά εἰς τήν πόλιν τήν νύκτα καί ἔκαμνε τάς μυστηριώδεις ἐπισκέψεις του. Ὡς ἦτο ἑπόμενον, εἶχε καί πάλιν ἐπικηρυχθῆ. Ἔξαφνα, λοιπόν, κτυποῦσε ἡ πόρτα σας.
– Ποιός εἶνε; Ἔλεγεν ἕνα ὄνομα, προσθέτων ὅτι ἦτο ἄνθρωπος τοῦ τάδε καί φέρνει ἕνα γράμμα εἰς τόν κύριον (ἐγνώριζε καλά τά οἰκογενειακά καί τάς ὑποθέσεις τῶν σημαινόντων ὁπωσδήποτε τῶν χρόνων ἐκείνων). Καί τότε ὁ κύριος ἔβλεπεν ἐμπρός του τόν Μπίμπισην. Ἦρχετο δέ κυρίως διά νά ἐλέγξη τήν μή τήρησιν ὑποσχέσεώς τινος πρός αὐτόν διά τήν ἀποστολήν χρησίμου του συνήθως πράγματος. Ἀπό χρήματα δέν εἶχεν ἀνάγκην, οὔτε κατεδέχετο νά ζητήση. Τόν ἔτρεφαν οἱ ποιμένες. Τέλος, τῶ 1846 ἀπεφάσισε νά ἀποκτήση ποσόν τι καί νά φύγη.
Τότε συνέλαβε τήν Δούκισσαν τῆς Πλακεντίας, ἀλλά τήν ἀπέλυσε πρίν ἔλθουν ἐξ Ἀθηνῶν τά λύτρα, διότι ὁ ἀποσταλείς πρός τοῦτο εἰδοποίησε τούς χωρικούς τοῦ Χαλανδρίου καί Μαρουσιοῦ, οἱ ὁποῖοι κυριολεκτικῶς ἐλάτρευαν τήν Δούκισσαν. Εἰδοποιηθείς δέ ὁ Μπίμπισης ἀπό τά καραούλια του, ὅτι χωρικοί ἀναφαίνονται ἐκ διαφόρων σημείων ἔνοπλοι, ἔφυγεν, ἀφοῦ ἔλαβεν, ὡς φαίνεται, τήν ὑπόσχεσιν τῆς Δουκίσσης ὅτι θά τόν βοηθήση. Ἀλλά διά νά κάμη χρῆσιν τῆς βοηθείας της, ἔπρεπε νά τύχη ἀμνηστείας. Ταύτην δέ καί ἐζήτει ἐπιμόνως. Ἀντί τῆς ἀμνηστείας ὅμως, ἡ τότε Κυβέρνησις τοῦ ἔστειλε δολοφόνον. Καί ἔτσι μᾶς ἄφισε καί αὐτός χρόνους.
Ὁ πλάτανος εἶνε ὁ γίγας, ὁ ἥρως μεταξύ τῶν δένδρων· δέν ἔχει τήν ἀγρίαν ἱερότητα τῆς δρυός, οὔτε τήν ἤρεμον τῆς ἐλαίας, οὔτε τήν θειότητα καί κατόπιν ἁγιότητα τῆς βαγιᾶς. Ἔχει παλληκαριά καί πρό πάντων ἀνεκτικότητα, λόγω τῆς θηριώδους ἐμφανίσεως καί ἀντοχῆς του: «κάστρο θεμελιωμένο». Καί δέχεται εὐχαρίστως νά σκαρφαλώνουν ἐπάνω του καί ὁ κισσός καί ἡ ἀγράμπελη (ἁγιόκλημα) καί τό ἀγριογιάσημο καί αὐτός ἀκόμη ὁ ἀρκουδόβατος. Καμαρώνει μάλιστα καί νομίζει κανείς ὅτι διασκεδάζει μέ τάς πονηράς προσπαθείας των νά ἀναρριχηθοῦν, χωρίς τάχα νά καταλάβη ὁ γέρως τί τοῦ σκαρώνουν.
Αὐτός ἀπολαμβάνει εἰς τό μεταξύ τήν ζωήν, ἁπλώνοντας τής ρίζες του στό νερό. Τό λέγει καί τό τραγούδι, ὅτι «ὁ πλάτανος θέλει νερό, κ᾽ ἡ λεύκα θέλει ἀέρα». Ἀλλά ἡ μεγάλη εὐτυχία του εἶνε νά εὑρίσκεται εἰς τήν βραχώδη ἄκραν καταρράκτου. Τότε ἡ ρίζες του ἑνώνονται μέ τούς βράχους, κατά τρόπον πού δυσκολεύεται κανείς νά διακρίνη τί εἶνε ρίζα καί τί εἶνε βράχος. Μέσα ἀπό τήν κουφάλα του, μέ δικαίαν ὑπερηφάνειαν ἠσθάνθη κάποτε καί τήν ὀσμήν λιβανιοῦ. Εἶχαν ἐγκαταστήσει ἐρημοκκλῆσι. Καί δέν πταίει αὐτός, ἄν εἰς τά κλαριά του οἱ τύραννοι ἐκκρεμοῦσαν τούς ἀθώους καί τούς γενναίους. Καί ἄλλοτε ἐγράψαμεν, ὅτι μία πλαταναλογία ἀπό τῶν ἀρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερον ἐνδείκνυται· ὑπεδείξαμεν δέ καί ὄχι ὀλίγους ἱστορικούς πλατάνους».[1]
ΑΝΑΔΡΟΜΑΡΗΣ