Ριχμένο δίπλα στόν ὦμο, ἐλεεινό, μέ τά χρωματιστά γαϊτάνια τυλιγμένα τριγύρω του, φέρεται σάν ψωφήμι, ἀληθινό ψωφήμι τοῦ καιροῦ καί τοῦ κόσμου, μέ κοσμοπομπή σάν κι’ αὐτό ἄθλια καί ἐλεεινή, στούς δρόμους καί τά τρίστρατα τῆς Ἀθήνας. Ἀπό τήν πρώτη ἡμέρα πού μπαίνει τό Τριώδι ἕως τήν καθαρή Δευτέρα πού τελειώνει τῆς τρέλλας ἡ γιορτή, μέ τήν Καμήλα καί τά Ρόπαλα, ἔρχεται τό Γαϊτανάκι νά συμπληρώσῃ τήν ἀηδία τῆς ἀθηναϊκῆς ἀποκρηάτικης διασκεδάσεως. Οἱ ἄνδρες πού τό πλέκουν ντυμένοι μέ παράδοξη στολή, στολή ξεθωριασμένη, στενή, μέ σοῦφρες καί φιογκάκια, μέ κορδέλες καί κουμπιά ἀλλά καί μέ μπαλώματα καί ράμματα, μέ λωρίδες καί κουρνιαχτούς, ἀγριομούστακοι καί μαυροπρόσωποι, ἱππότες θέλουν νά φανοῦν καί φαίνονται μπεχλιβάνηδες. Οἱ ἀνδρογυναῖκες πού τό ξεπλέκουν μέ τά κοντά τους φουστάνια καί τίς ἀνοιχτές τραχηλιές καί τίς κοντές σουφροστεφάνωτες μανίκες, τό καπελλίνο μέ τήν ξεθωριασμένη γάζα καί τό μουρδαρεμένο φτερό, τά μαλλιά τά ψεύτικα, ξέπλεκα καί ἄψυχα σάν ἀλογουρά ἀρρωστιάρικη κάτω ἀπό τόν ποδόγυρο, τίς ἄτζες μέ τίς μισότριβες κάλτσες καί τά παπούτσια καταλασπωμένα κι’ ἐπάνω στή τραχηλιά τά στήθη τά ἡλιοκαμένα καί τό λαιμό τόν ἄνιφτο καί ἀηδῆ ἀπό τόν κουρνιαχτό καί τόν ἵδρωτα καί τά μπράτσα τ’ ἄκομψα, πρωτόβγαλτες θέλουν νά φανοῦν παρθένες καί μοιάζουν ξεσχισμένα καί παραλυμένα πλάσματα τῆς κάτω γειτονιᾶς. Καί ὁ μουσικός ὁ ἄθλιος πού φυσᾷ καί ξεφυσᾷ συντροφεύοντας τό πλέξιμο καί τοῦ χοροῦ τά ἄνοστα γοργοπηδήματα καί κλωθογυρίσματα καί βγάζει τό βογγητό του σάν φρούμασμα μεγαθηρίου ταχτικό καί μονότονο καί ὁ παληάτσος πού συνάζει τῶν καλόβολων θεατῶν τίς πεντάρες, συμπληρώνουν τήν σαχλήν εἰκόνα καί κινοῦν τήν ἀηδία καί τήν ἀγανάχτησι.
Μόνον ἡ σπιτονοικοκυρά μου ἡ κυρά Σταματική, τρέχει ἔξαλλη, σέρνοντας στήν πλακοστρωμένη αὐλή τά τσόκαρά της, βροντηχτᾶ πελεκητᾶ καί τ’ ὁλοστρόγγυλο σῶμά της σαλεύοντας σάν σημαδούρα σιδεροδεμένη στό βυθό, μόλις ἀκούσει τόν μονότονο ἦχο καί τῶν ποδιῶν τή σαλαλοή νά προβάλει στό στενό μας δρόμο. Κ’ ἔχει μάλιστα τήν καλωσύνη νά φωνάζῃ, ἀσθματική καί τάς παροίκους της νά ἰδοῦν τό θέαμα, νά κράζῃ τίς ἄλλες γειτόνισσες, νά χτυπᾷ στά παραθύρια πολλῶν καί νά κόβεται καί ν’ ἀπορῇ, ἡ δόλια, πῶς βρίσκεται ἀκόμη κόσμος τόσο ἀναίσθητος, νά κάθεται μέσα στή δουλειά του ὅταν ἔξω πλέκεται τό γαϊτανάκι. Καί ἀληθινά πλέκεται τό γαϊτανάκι ἔξω. Ἐκατεβάσθηκε γρήγορα ἀπό τόν ὦμο, ἐστήθηκε ὀρθό στή μέση του δρόμου, ἐπίασε καθένας ἱππότης καί κάθε μιά ἱππότισα ἀπό ἕνα σχοινί καί σφυρίζοντας τοῦ ἀρχηγοῦ καί παίζοντας τοῦ μουσικοῦ, ἀρχίζει ὁ ἄνοστος χορός καί τό γαϊτανοπλέξιμο. Γύρω τα παιδιά στέκονται μέ τά χέρια στίς τσέπες τῶν φτωχικῶν φορεμάτων τους, μέ τά μάτια ὀρθάνοιχτα, ἔκπληχτα κι’ εὐχαριστημένα γιά τό θέαμα οἱ γυναῖκες τῆς γειτονιᾶς ἀπό τά παράθυρα, τά λιακωτά, προβάλουν περίεργες μέ τά παιδιά στήν ἀγκαλιά, ἄλλες στίς ἐξώπορτες καί λέγουν τίς κρίσεις τους καί χασκογελοῦν ἀπό παραθύρι σέ παραθύρι καί ἀπό ἐξώπορτα σ’ ἐξώπορτα καί ἀπό λιακωτό σέ λιακωτό. Καί πάλι μόνον ἡ σπιτονοικοκυρά μου ἡ κυρά Σταματική στέκει τόρα ἄφωνη, προσεχτική, μαγεμένη, τηράζει καί ξανατηράζει, μέ τήν ἀπόλαυσι ζωγραφιστή στό φεγγαρωτό πρόσωπό της, ὡς πού νά ῥιχθῇ πάλι στόν ὦμο, τυλιγμένο στά χρωματιστά γαϊτάνια του καί μέ τήν κοσμοπομπή σάν κι’ αὐτό ἐλεεινή καί ἄθλια, νά χαθῇ στόν ἄλλο δρόμο τό Γαϊτανάκι…
Δέν ἦταν ὅμως ἔτσι πάντα ἄθλιο καί ἐλεεινό, οὔτε εἶχε τόσο ξενική ὄψι, ἡ ἑλληνικώτατη αὐτή ἀποκρηάτικη διασκέδασις. Στό Μεσολόγγι ἔξαφνα πρό ὀλίγου καιροῦ ἦταν ἡ καλήτερη ἀπόλαυσις τῆς ἐποχῆς καί εἶχε ἑλληνικώτατο τόν χαρακτήρα. Οἱ ἄνδρες πού τό ἔπαιζαν ἐφοροῦσαν φουστανέλες χιονάτες καί χρυσοκέντητα μεϊντανογέλεκα καί πλούσια ἁρματωσιά. Τό δαμασκί σπαθί ἔλαμπε στό πλευρό τους καί τά τσαπράζια ἀσπρογιάλιζαν στά στήθη τους σάν φεγγάρι⋅ τά χαϊμαλιά καί τ’ ἁλύσσια, οἱ τοκάδες καί τά μελουδάρια, οἱ παλάσκες καί οἱ ἀσημοσογιάδες ἐβροντομαχοῦσαν στή μέση τους κ’ ἔδενε τό πόσι ἀργυροκέντητο τ’ ὄμορφό τους κεφάλι κ’ ἐφτέρωναν στό χορό τά πόδια τους τ’ ἀλαφρά κοκκινοπράσινα παπούτσια. Τ’ ἀγγελοκάμωτα παιδιά πάλι, ντυμένα στά γυναίκεια, μέ τό φέσι τό μικρό, τό Σμυρνέϊκο στό κεφάλι, στ’ ἄφθονα καί ὁλοζώντανα μαλλιά, τήν κοζόκα τή χρυσοκέντητη, τό σιγαλοπερπάτημα καί τό χαμηλοβλέψιμο, ἔδιναν σ’ ὅλο το θέαμα ἁπλότητα καί ὠμορφιά μεγάλη. Καί ἐσυντρόφευαν αὐτό τό γαϊτανάκι στόν κομψό καί τυπικό χορό του καί τό δυχτιωτό γαϊτανοπλέξιμο, βιολιά κηλαϊδιστά καί τραγουδιστῆς γλυκόφωνος. Κ’ εἶχαν μαζί τους κ’ ἕνα πού κρατοῦσε τό χρυσοκέντητο τσεβρέ καί τόν ἔρριχνε στό σπίτι, πού θά πήγαιναν νά τό πλέξουν. Ἄν τό σπίτι δέν ἤθελε, ἔρριχνε πίσω τόν τσεβρέ καί τό γαϊτανάκι ἔπαιρνε τό δρόμο του. Ὅταν ὅμως ἐκρατοῦσαν τόν τσεβρέ τό γαϊτανάκι ἄρχιζε στήν αὐλή, τά βιολιά κηλαϊδιστά ἐσυντρόφευαν τό χορό καί ὁ τραγουδιστῆς μέ τή φωνή του τήν γλυκειά ἄρχιζε τό τραγούδι του στερεότυπο:
Γαϊτανάκι ὠρηοπλεμένο,
μιά χαρά ἤσουν τό καϋμένο⋅
Γαϊτάνι μου ὠρηοπλεχτό,
περιπλεμένο καί χρυσό.
Σ’ ἐπλέξαμε, γαϊτάνι μου,
σ’ ἐπλέξαμε σέ μιά μεριά⋅
σ’ ἐπλέξαμε σέ μιά μεριά,
μᾶς εἶπαν, χάσαν τά κλειδιά.
Σ’ ἐπλέξαμε καί στοῦ Μακρή
μᾶς ἔδωκαν ἕνα φλωρί.[1]