Ένα σύμβολον, εντελώς νεώτερο και απρόοπτον, υψώνεται κατά το δωδεκαήμερον αυτό των μεγάλων εορτών του χειμώνος: το φτυάρι – και για να είμαι ακριβέστερος, το ξύλινο φτυάρι του φούρναρη. Τι δραστηριότης, βρε παιδί μου! Χριστόψωμα, χριστοκούλουρα, γαλοπούλες, κουραμπιέδες, μελομακάρονα, μπακλαβάδες, πήτες, φουρνίζονται και ξεφουρνίζονται αενάως από τα Χριστούγεννα έως τα Φώτα, μ’ ένα ζήλον, που αν οι άνθρωποι έβαζαν τον μισόν, γι’ άλλην υπόθεσιν, θα θαυματουργούσαν. Εκεί, που περπατάτε στο πεζοδρόμιο, βλέπετε να ξεπετιέται από κάποιο άνοιγμα του τοίχου, ένα κοντάρι, που παρ’ ολίγο να σας βγάλη το μάτι. Στην άλλη άκρη είναι το ψωμί, το ψητό, το γιουβέτσι, το γλυκό. Και μιά συμφωνία από πικάντικες γαστρονομικές ευωδίες, γεμίζει τα ρουθούνια σας: Από «κόρα» σταρένιου ψωμιού, από ψημένο σουσάμι, από καβουρδισμένο μύγδαλο, από ροδοκοκκινισμένη γαλοπούλα, από ολόκληρες … ταψιαρχίες κουραμπιέδων…
Και το φτυάρι δουλεύει μέχρι βαθείας νυκτός… Τα εξαπτέρυγα χερουβείμ και τα πολυόμματα σεραφείμ εφορεύουν στο έργον του ιερού φτυαριού, που μπαίνει στο κατάμαυρο και αχόρταγο στόμα της καμίνου, στο κέντρον της οποίας κυματίζουν, ξεπηδώντας από μία τρύπα – οι φουρνάρηδες την λένε «ντουφέκι» – η φλόγες που έψησαν τους επτά παίδας εν καμίνω… Το φτυάρι γλυστρά, δεξιά και αριστερά, από της φλόγες αυτές, για να ετοιμάση την χαρά των χριστιανικών εστιάσεων και των κρασκοκατανυκτικών… φωνητικών εκδηλώσεων. Εις τα μεγάλα Χριστουγεννιάτικα συμπόσια των Βυζαντινών Παλατιών οι χοροί της Αγίας Σοφίας και των Αγίων Αποστόλων έψαλλαν το «η Γέννησις σου Χριστέ ο Θεός ημών»… Στα σπίτια των σημερινών χριστιανών νοικοκυραίων ψάλλουν κατανυκτικώς «είμαι άντρας και το κέφι μου θα κάνω»…
Αλλά θα έπρεπε, νομίζω, να γραφή ένα μπουζουκοτροπάριον για το φτυάρι, για το σύμβολον αυτό των μεγάλων εορτών του χειμώνος, αυτό το ιερό εργαλείον, που φουρνίζει την γαλοπούλα και τον κουραμπιέ, τα δύο σύμβολα της νεοελληνικής εορτής, από το πετυχημένο φουρνισμα και το επιτυχημένο ξεφούρνισμα των οποίων εξαρτάται η ευφροσύνη της ψυχής των αγαθών χριστιανών για το θαύμα της ενσαρκώσεως. Και πρέπει κάθε ύμνος και στο φτυάρι, αλλά και στον χειριστή του, προ πάντων –αυτόν τον αφανή ήρωα της γαστρονομικής ιεροτελεστίας, που έχει τη μνήμη Καίσαρος και Ναπολέοντος και θυμάται σε ποια… ταψιαρχία ανήκει το κάθε ταψί και το όνομά του κάθε πιστού, που έχει βάλει στο ταψί μια γαλοπούλα με πατάτες!….
Είναι όμως άνθρωπος κι’αυτός, υποκείμενος εις πλάνην. Τα ταψιά μπερδεύονται· το ταψί του κ. Προέδρου πηγαίνει στο σπίτι του κ. συμβούλου της Επικρατείας· η γαλοπούλες δεν αναγνωρίζονται· η θρησκευτικές συνειδήσεις αναστατώνονται. Σύγχυσις, λοιπόν, «χρονιάρα μέρα»· και καλείται ο πανσόφους τους αλιείς αναδείξας ν’ αποκαταστήση την τάξιν, διασταυρώνων τα ταψιά, ώστε να πάη το καθένα στον κύριό του.
Αν δυσκολεύεται κανένας από τους αναγνώστας μου να βρη τι σχέσιν έχουν όλα αυτά με την χριστιανική κατάνυξι, με την αδελφωσύνη, την ταπεινωσύνη και την αγάπη, ας πάη να του εξηγήσουν όσοι έχουν την εντολή να τον φωτίζουν και να τον καθοδηγούν. Όσο για την γνώμη την δική μου, θα την πω αμέσως: Έχει καταντήσει να βρίσκω πως είναι κάτι κι’ αυτή ακόμη η τήρησις των γαστρονομικών παραδόσεων, σε μία εποχή, που θέλει να εξαφανίση ό,τι την συνδέει με τα περασμένα για να τραβήξη στο… χάος! Και προσκυνώ ακόμη και το φτυάρι του φούρναρη, που συνεχίζει, έστω κι εξωτερικά, της παραδόσεις των Νεοελλήνων! [1]