Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
«Βγήκε μέσ’ απ’ το Παλάτι
δίχως ρούχο και βρακί,
και θεόγυμνος περπάτει
πότ’ εδώ και πότ’ εκεί»!
Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει, όπως λέει και ο θυμόσοφος λαός μας. Έτσι και ο Γεώργιος Σουρής έβρισκε τον δικό του τρόπο να στείλει τα μηνύματα στην εξουσία, χωρίς ύβρεις και χυδαιότητες: με ευφυία και σπιρτάδα, με τους στίχους του. Ήταν Αύγουστος 1893 και η Ελλάδα βρισκόταν σε οικτρή οικονομική κατάσταση. Αποκαλυπτόταν, με τον πλέον περίτρανο τρόπο, η γύμνια των πολιτικών της χώρας, οι οποίοι επέτρεπαν να περιέρχεται σε κατάσταση ένδειας και να καταληστεύεται φορολογικά ένας ολόκληρος λαός. Ταυτοχρόνως όμως στηλιτευόταν και ο ρόλος που είχαν διαδραματίσει τόσο ο Χαρίλαος Τρικούπης όσο και ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄.
Έγραψε λοιπόν ένα έμμετρο παραμύθι λέγοντας πως «Σ’ ένα κράτος μια φορά, / που βαρούσε ταμπουρά, / διαλαλούσαν μιαν αυγή /τόσοι κήρυκες με φούρια / πως ο Βασιληάς θα βγη / με φορέματα καινούρια».[1] Αλλά προς έκπληξη όλων «Βγήκε μέσ’ απ’ το Παλάτι / δίχως ρούχο και βρακί, / και θεόγυμνος περπάτει / πότ’ εδώ και πότ’ εκεί»[2]! Δηλαδή εκεί που περίμεναν τον βασιλιά να βγει με τα καλά του και να θαυμάσουν την φορεσιά του, εκείνος βγήκε γυμνός: «Κι ο καθένας κατεργάρης / τσαμπουνούσε σοβαρά: / “για κυττάξετε τι χάρις / και στολίδια μια φορά”»[3]! Και ενώ αυτό έκαναν οι πολλοί, οι περισσότεροι αυλοκόλακες, ενώ οι υπόλοιποι ήταν… «στραβοί», ξεχώρισε κάποιος.
«Ένας μόνον τον ’λυπήθη / πεινασμένος κι αχαμνός, / κι είπε στων στραβών τα πλήθη / πως σεργιάνιζε γυμνός». Πως αντέδρασε ο βασιλιάς; «Τότε γύρω του κυττάζει, / σκύβει το κεφάλι του, / και στον άνθρωπο φωνάζει, / πού ‘χε δει το χάλι του: / Απ’ το κρύο τουρτουρώ, / αλλά μ’ έκαμαν πολλοί / να πιστέψω πως φορώ / την καλλίτερη στολή»[4]! Εν ολίγοις ο Γ. Σουρής ήθελε να επισημάνει το γεγονός πως οι εκπρόσωποι των ξένων δυνάμεων είχαν κοροϊδέψει από τον πρωθυπουργό Χαρίλαο Τρικούπη μέχρι και τον βασιλιά Γεώργιο Α΄. Με τις περιποιήσεις και τα δάνειά τους επεδίωκαν να βάλουν στο χέρι τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας και ας τους άφηναν… ξεβράκωτους και εκτεθειμένους.
Οπότε έβαζε τον βασιλιά να παραδέχεται πως «Ψεύτικες στολές ανέμου / μου φορέσαν οι τρανοί, / έλα βάλε μου, λαέ μου, / μια πορφύρ’ αληθινή»[5]. Ο ανώτατος άρχοντας, μη μπορώντας πλέον να κάνει αλλιώς, αναγνώριζε τα ψεύτικα λόγια των ξένων δυνάμεων και των δανειστών και ζητούσε πλέον από τον λαό του να τον ντύσει με αληθινή πορφύρα για να καλύψει τη γύμνια του. Αλλά ο λαός ήταν πλέον αδύναμος: «Κι είπ’ εκείνος στον σκηπτούχο: / Βασιληά μου, σ’ εξυμνώ, / αλλά πως να δώση ρούχο / ο γυμνός εις τον γυμνό;»[6].
Η Ελλάδα είχε βρεθεί έρμαιο των κερδοσκόπων και οι εξουσίες είχαν διαχειριστεί με τέτοια απερισκεψία την κατάσταση, ώστε δεν υπήρχαν λύσεις ορατές. Γι’ αυτό έκλεινε το έμμετρο παραμύθι του ο Γ. Σουρής βάζοντας τον λαό, τον οποίο είχε παρουσιάσει ως πεινασμένο και αχαμνό, να λέει στον βασιλιά του: «Την δική σου φορεσιά / την εφόρεσαν κι εμένα, / και κυττώ μ’ απελπισιά, / δυό γυμνούς… εμέ και σένα»! Παρά το γεγονός ότι κακοποιήθηκαν φορολογικά πλούσιοι και φτωχοί, η κατάσταση δεν καλυτέρευε. Ο Σουρής παρακαλούσε, από τον Οκτώβριο 1893, τον βασιλιά: «έβγα πες μας πως οι φτώχειες είναι μόνον άρες μάρες, / έβγα πες μας ότι πάμε μια χαρά και δυό τρομάρες»[7]. Αλλά δεν ήταν άρες – μάρες… Ακολούθησαν η πτώχευση, ο αποκαλούμενος ατυχής πόλεμος του 1897 και η κηδεμονία της χώρας από τη Διεθνή Οικονομική Επιτροπή που απομυζούσε επί έναν αιώνα περίπου την άτυχη χώρα μας.