Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Tο πρώτο μνημείο των νεότερων Αθηνών, εντός σχεδίου πόλεως, ανεγέρθηκε στη θέση όπου βρίσκεται η Εθνική (Βαλλιάνειος) Βιβλιοθήκη! Ήταν ένα μικρό και πανέμορφο Άλσος, το οποίο δημιουργήθηκε το 1843 και έφερε την ιστορική ονομασία «Άλσος Ιερολοχιτών». Εξελίχθηκε σε ένα από πλέον αναγνωρίσιμα τοπόσημα των αναγεννώμενων Αθηνών της περιόδου του βασιλιά Όθωνα και όφειλε τη δημιουργία του στον ρομαντικό Φαναριώτη πεζογράφο, σατιρικό ποιητή και θεατρικό συγγραφέα Αλέξανδρο Σούτσο (1803-1863). Το μικρό εκείνο Άλσος, έκρυβε στα σπλάχνα του το οικογενειακό δράμα της οικογένειας Σούτσου αλλά και το προσωπικό του Αλέξανδρου.
Οικογένεια με υψηλό μορφωτικό επίπεδο, επλήγη καίρια από δύο θανάτους, το 1820 και το 1821. Πρώτος έφυγε ο πατέρας Κωνσταντίνος Σούτσος, ενώ την επόμενη χρονιά θα σκοτωθεί στη μάχη του Δραγατσανίου, ο πρώτος εκατόνταρχος Ιερολοχίτης υιός του Δημήτριος Σούτσος. Οι επιστολές του, οι οποίες έχουν δει το φως της δημοσιότητας, αποτελούν μοναδικά τεκμήρια πατριωτισμού, ηρωισμού και ανθρωπισμού. Ο χαμός του Δημήτριου συγκλόνισε τον αδελφό του Αλέξανδρο, ο οποίος σχεδόν απομονώθηκε στην Ιταλία γράφοντας. Έφθασε στην Ελλάδα με τον αδελφό του Παναγιώτη το 1825.
Ο Αλέξανδρος Σούτσος, εις μνήμην του αδελφού του, θα δημιουργήσει το 1843 το «Άλσος Ιερολοχιτών». Δύο χρόνια αργότερα και επειδή κάποιοι ισχυρίσθηκαν πως είχε κατασκευάσει το μνημείο με συνεισφορές αναγκάστηκε να διανείμει γραπτή δήλωση αναφέροντας τα εξής: «Κατά το 1843 έτος ίδρυσα εν Αθήναις ιδία δαπάνη εν κενοτάφιον προς μνημόσυνον των Ιερολοχιτών επιγράψας τα εξής “Τω Ιερώ Λόχω και τοις εκατοντάρχοις Δημητρίω Σούτζω τω Βυζαντίω και Σπυρίδωνι Δρακούλη τω Ιθακησίω γενναίως εν Δραγατζανίω της Δακίας υπέρ Ελλάδος αγωνισαμένοις Αλέξανδρος Σούτσος εκ τω ιδίων ανέθηκεν, όπως η πατρίς ελευθέρα φίλα μεν οστά θάλπη καλόν δ’ ηρώον τοις Ελλησιν επιδεικνύη”».
Στην συνέχεια, αφού αποκάλεσε συκοφάντες όσους κυκλοφορούσαν τέτοια «σενάρια», προσκάλεσε οποιονδήποτε, εντός ή εκτός της Ελλάδος ομογενή ή αλλοεθνή, να δηλώσει στο ελληνικό κοινό εάν είχε διαθέσει έστω και έναν οβολό για τη δημιουργία του μνημείου. Ήταν δικαιολογημένη η αγανάκτηση του Αλ. Σούτσου. Είχε αγοράσει τη γη και είχε καταβάλει τα έξοδα για το στήσιμο της Στήλης, την οποία είχε σχεδιάσει ο επίσης Ιερολοχίτης και γνωστός αρχιτέκτονας των Αθηνών Σταμάτιος Κλεάνθης. Διαμορφώθηκε ένα πανέμορφο Άλσος στο οποίο σύχναζαν οι φοιτητές του γειτονικού Πανεπιστημίου σχεδιάζοντας τους αγώνες τους.
Το 1885 ο σκληρός πέλεκυς επισκέφθηκε το Άλσος καταρρίπτοντας πεύκα και κυπαρίσσια, προκειμένου να διαμορφωθεί ο χώρος στον οποίο θα ανεγειρόταν η Βιβλιοθήκη. Τυπικά το τέλος του Άλσους Ιερολοχιτών γράφτηκε με τη θεμελίωση του νεοκλασικού μαρμάρινου κτιρίου (1888). Ως γνωστόν, η Εθνική Βιβλιοθήκη, το κτίριο της οποίας εγκαταλείφθηκε προσφάτως για να μεταστεγασθεί σε νέες εγκαταστάσεις (Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος), ανεγέρθηκε επί σχεδίων Θεόφιλου Χάνσεν και επίβλεψη του Ερνέστου Τσίλλερ. Την ανέγερση χρηματοδότησαν οι αδελφοί Παναγής, Μαρίνος και Ανδρέας Βαλλιάνος, εξ ου και Βαλλιάνειος Βιβλιοθήκη.
Αποχαιρετισμός με τίτλο «Τέσσαρες μελλοθάνατοι»
Μέχρι τότε η Βιβλιοθήκη στεγαζόταν στο κτίριο του Πανεπιστημίου, και μετεφέρθη στο νέο λαμπρό οικοδόμημα το 1903. Το Μνημείο μεταφέρθηκε στον Πεδίον του Άρεως, στο προαύλιο του Ναού των Ταξιαρχών, όπου βρίσκεται έως σήμερα. Πάντως, τον επίλογο του Άλσους έγραψε ο Κωστής Παλαμάς, ο οποίος υπηρετούσε ως γραμματεύς του Πανεπιστημίου Αθηνών. Υπό τον τίτλο «Τέσσαρες μελλοθάνατοι» αισθάνθηκε την ανάγκη να αποχαιρετήσει τα τέσσερα δένδρα, δύο κυπαρίσσια και δύο πεύκα, που είχαν απομείνει και επρόκειτο να κοπούν για να διαμορφωθεί ο περίβολος της Βιβλιοθήκης. Αποκάλεσε τα δένδρα πολίτες του Πανεπιστημίου, αφού στη σκιά τους συγκεντρώνονταν οι φοιτητές για να αγωνισθούν «υπέρ ιδεωδών κεκοιμημένων». «Δεν παραπονούμεθα, απλώς χρονογραφούμε», έγραψε το πολύτιμο χέρι του ποιητή.