Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Ο Κοκκινολαίμης ή Καλογιάννης ή Καλόγιαννος είναι πουλί του φθινοπώρου και η λαογραφία μας θεωρεί ότι είναι το αηδόνι του χειμώνα. Ωστόσο σε πολλές χώρες, κυρίως στην Βρετανία, συνδέθηκε έντονα με τα Χριστούγεννα, σε νεώτερες όμως εποχές. Κατέχοντας περίοπτη θέση στην ευρωπαϊκή λαογραφία, θεωρείτο και ιερό πουλί στην Σκανδιναβική μυθολογία.
Έτσι πέρασε στα παραδοσιακά παιδικά παραμύθια αλλά και στις χριστουγεννιάτικές κάρτες του 19ου αιώνος. Πιθανολογείται ότι αυτή η σχέση με τα Χριστούγεννα προκύπτει από το γεγονός ότι οι ταχυδρόμοι στην βικτοριανή Βρετανία φορούσαν κόκκινα πανωφόρια και είχαν το παρατσούκλι Κοκκινολαίμης.
Το στεφάνι του Ιησού
Υπάρχει όμως και άλλη παράδοση, την οποία ο Σταμάτης Σταματίου κατέγραψε και ως ελληνική, που θέλει το καλό αυτό πτηνό να σχετίζεται με τα μαρτύρια του Ιησού Χριστού[1]. Μόλις είδε τον Χριστό πάσχοντα επί του σταυρού, λέει η παράδοση, πήγε και κάθισε σε έναν από τους βραχίονες του ξύλου του μαρτυρίου. Αναζητούσε τρόπο να βοηθήσει και να ανακουφίσει τον Θεάνθρωπο που βασανιζόταν.
Είδε λοιπόν ότι το μέτωπό του ήταν γεμάτο από τα αγκάθια του στεφανιού και σταγόνες αίματος στάλαζαν στην γη. Τότε το πουλάκι αυτό που ήξερε από αγκάθια, σκέφτηκε να τα αφαιρέσει με το ράμφος του από το θείο μέτωπο του Ιησού. Αλλά καθώς τα αφαιρούσε, ματώθηκε από το θείο αίμα στο λαιμό και τρυπήθηκε από ένα αγκάθι. Έτσι, ως σημάδι της καλοσύνης του έμεινε η κοκκινίλα στο λαιμό αλλά και η ευχή του Ιησού σε όσα αγκαθερά μέρη και να πετά, αγκάθι να μην το κεντάει!
Το τραγούδι του
Στη χώρα μας όμως, όπως και σε άλλες χώρες της Ευρώπης είναι από τα πιο χαρακτηριστικά ωδικά πτηνά. Αποτελεί πραγματικό κόσμημα για τους κήπους και τα πάρκα και είναι από τα πιο αγαπητά πτηνά όχι μόνον για τα όμορφα χρώματά του αλλά και για τη μελωδική φωνή του. Το τραγούδι του είναι πολύ όμορφο και ακούγεται όλες τις εποχές, ιδιαιτέρως δε κατά την αναπαραγωγική περίοδο. Οι κοκκινολαίμηδες συχνά τραγουδούν και τα βράδια με αποτέλεσμα οι άνθρωποι να συγχέουν το τραγούδι του με εκείνο του αηδονιού.
Σε κείμενο που υπογράφεται με το ψευδώνυμο «Ορεινός» διαβάζουμε πως το κελάηδημα του Καλόγιαννου είναι επωδή χαράς πάνω στο κατώφλι του χειμώνα, όπου ενεδρεύει η γενική αποκαρδίωση και ραθυμία[2]. Όσο για το τραγούδι του φέρεται να ψάλλει την φθινοπωρινή κυριαρχία του. Πως το πουλάκι αυτό είναι πολεμιστής αλλά και ιππότης, ένας πραγματικός βάρδος που διεκδικεί τις δόξες και τον έρωτα της βασιλοπούλας του λόγγου. Δεν έχει σημασία ότι είναι μικρός και λιγόσωμος διότι έχει την δυνατότητα να διαλαλεί προς κάθε κατεύθυνση ότι ο χειμώνας είναι περαστικός.
Λαϊκή ποίηση
Είναι πολλές οι ονομασίες του στην Ελλάδα και διαφορετικές από τόπο σε τόπο. Τον αποκαλούν Γύφταλο, γυφτούλα. Κομπογιάννη, Κοκκινοτραχηλίτσα, Πυρούλα, Τσιγκογιάννη, Τσιμπογιάννη, Ρούβελα, Γιαννακάκι κ.ά. Το γεγονός ότι αγαπήθηκε από τον ελληνικό λαό, φαίνεται και από τους στίχους που γεννήθηκαν για χάρη τους. Στίχοι οι οποίοι αποδίδουν την θέση του στην ζωή του απλού ανθρώπου και τον βάζουν να συμμετέχει δραστικά στην καθημερινότητά του. Αξίζει να αναφέρουμε μερικούς εξ αυτών που δημοσιεύτηκαν σε λαϊκό έντυπο του 1880. Πρώτα καταγράφεται η παρουσία του Κοκκινολαίμη στο περιβόλι και οι διατροφικές του συνήθειες: «Στο περιβόλι μας πετάει, / άμα γλυκοξημερώσει⋅ / καμμιά κάμπια κυνηγάει / είτε σιταριού σπυρί. / Κι άμα την κοιλιά γεμίσει / το τραγούδι αρχινάει. / Χόρτασε; “Θα ξεφαντώσει / θα πηδήσει, θα χαρεί.»[3]!
Ύστερα ο Κοκκινολαίμης αφενός καταλαμβάνει την θέση του στην ανθρώπινη λειτουργία και αφετέρου διαδραματίζει ιδιαίτερο και ρομαντικό ρόλο στις ερωτικές διαθέσεις του στιχουργού: «Το φτωχό πουλάκι μοιάζει / πως για μένα τραγουδά / πως εμένα μου φωνάζει: / ”Μπα κοιμάσαι; ─ Ξύπνα δα”! / Σαν αυτόν, μικρό πουλάκι . αν μπορούσα να γενόμουν / με βαμμένο λαιμουδάκι / με φωνή γλυκιά, γλυκιά, / άμα χάραζε θα ‘ρχόμουν / στο δικό σου περβολάκι, / θα πηδούσα θα καθόμουν / πάνω στην βερικοκιά, / εις το τζάμι θα χτυπούσα / με την άκρη του φτερού / και θε να σου τραγουδούσα! / ─ Ξύπνα, ξύπνα, υπναρού.»[4].
Ο πιστός Καλόγιαννος
Και αν αυτή είναι ποίηση που βγήκε από τα χείλη του λαού πολλοί είναι οι επιφανείς ποιητές και λογοτέχνες που ασχολήθηκαν με την χάρη του. Από τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη και τον Δημήτριο Καμπούρογλου και από τον Γεώργιο Δροσίνη μέχρι τον Σπύρο Μελά. Ο τελευταίος μάλιστα ανέφερε ότι ο Κοκκινολαίμης της λαογραφίας μας συνδέεται με τους λαϊκούς μετεωρολόγους[5]. Οι τσοπάνηδες, έγραψε ο Σπ. Μελάς, όταν άκουγαν το λάλημα το Κοκκινολαίμη προέβλεπαν ότι έρχονται τα χιόνια. Ήταν κι αυτό ένα από τα μυστήρια που περιβάλαν το προμάντεμα των φυσικών μεταβολών και φαινομένων από τα ζώα.
Κοκκινολαίμηδες υπάρχουν και στον Εθνικό μας Κήπο. Ο Δημήτριος Καμπούρογλους διαπίστωνε, στα μέσα της δεκαετίας 1930, ότι συντρόφευαν την προτομή του Ιωάννη Πολέμη, ο οποίος είχε φροντίσει να γράψει για τον μικρό μελωδό, όπως αποκαλεί τον Κοκκινολαίμη[6]. Όσο για τον Γ. Δροσίνη, ο Καλόγιαννος αποτελούσε ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο της ζωής του, ήταν το αγαπημένο του πουλί και το είχε τραγουδήσει μετά τον Αρ. Βαλαωρίτη. Εξέφραζε δε την απορία, πως ήταν δυνατόν το πουλάκι αυτό να μένει άγνωστο στην Ελληνική Τέχνη, ενώ αλλού τραγουδήθηκε, ζωγραφίσθηκε και σκαλίστηκε όσο και το αηδόνι. «Πιστός ο Καλόγιαννος / στους κάμπους κελαϊδεί» έγραφε σε ποίημά του που δημοσιεύθηκε στη συλλογή του «Φτερωτά σκοτάδια».
Πως έγινε βασιλιάς
Ο Νικόλαος Πολίτης έγραψε ότι είναι ο βασιλιάς των πουλιών και διέσωσε την παράδοση του λαού μας[7]. Σύμφωνα με αυτήν μια φορά τα πουλιά ζητούσαν τον δικό του βασιλιά. Ο Θεός τους είπε ότι θα γίνει εκείνος που θα πετάξει πιο ψηλά. Τα πουλιά όμως δεν ήθελαν διότι ήξεραν πως τότε θα γινόταν βασιλιάς ο αετός. Αλλά ο μόνος που επέμενε ήταν ο Καλόγιαννος. Οπότε τα πουλιά παραδέχτηκαν να γίνει ο αγώνας.
Πετάει ο αετός και όπως ήταν φυσικό, πέρασε όλα τα πουλιά στο ύψος και έφτασε εκεί που δεν μπορούσαν να φτάσουν τα άλλα. Τότε είπε με έπαρση, κοιτώντας προς τα κάτω: «Ποιος μπορεί να πετάξει ψηλότερα από μένα»; Τότε εμφανίστηκε ο Καλόγιαννος που είχε κρυφτεί στην ράχη του αετού, ανασκίρτησε λίγο και φώναξε: «Εγώ! Έτσι έγινε βασιλιάς των πουλιών» ! Μια άλλη παράδοση θεωρεί το κόκκινο του λαιμού του ως έμβλημα βασιλικό, το οποίο τάχα φόρεσε το φτωχικό πουλί για να δείξει υψηλή καταγωγή. Το έκανε για να κερδίσει τον έρωτα της Κυριαρίνας, της βασίλισσας του λόγγου.
Η Κυριαρίνα
Ο μικρόσωμος βασιλιάς λοιπόν αδιαφορεί για τον χειμώνα και κυνηγά με πάθος την Κυριαρίνα του. Της υπόσχεται τραγουδιστά πλούτη και τιμές και κομπάζει για το σώμα του περιαυτολογώντας, όπως λέει η λαϊκή παράδοση. Ότι τάχα με το κορμί του μπορεί να στρωθεί γάμος και με το στήθος του ολόκληρο τραπέζι. Ακόμη περισσότερο ότι με το κεφαλάκι του μπορεί να χορτάσει ολόκληρος βασιλιάς. Αλλά δεν είναι παρά λόγια ερωτευμένου που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του.
Η εν λόγω Κυριαρίνα σχετίζεται με άλλη παράδοση που διέσωσε ο Ν. Πολίτης στην περιοχή του Αγρινίου. Η παράδοση αυτή ήθελε τον Καλόγιαννο να αγαπά την Τσίχλα. Εκείνη όμως δεν τον ήθελε γιατί είναι μικρόσωμος. Την Τσίχλα αυτήν έλεγαν Ρήνα ή Κυριαρίνα ή Κυριερήνη και τα παιδιά όταν την έβλεπαν τραγουδούσαν: «Ρήνα, Ρήνα, Κυριερήνα / παρ‘ τον Καλογιάννον άντρα». Το ίδιο τραγούδι έλεγαν και όταν ήθελαν να περιπαίξουν κάποιον κοντό που αγαπούσε νέα πιο ψηλή από αυτόν. Τις περιπέτειες του Κοκκινολαίμη με την Κυριαρίνα αποτύπωσε και σε ιδιαίτερο τραγούδι η λαϊκή παράδοση.
Η πρώτη λογοτεχνική εργασία για τους Κοκκινολαίμηδες
Ο πρώτος λογοτέχνης που ασχολήθηκε με τον χαριτωμένο Κοκκινολαίμη ή Καλόγιαννο ήταν ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης και το έντυπο, που φιλοξένησε το ποίημά του «Ο Καλόγιαννος», ήταν η «Εστία». Γράφτηκε τον Νοέμβριο 1878 και έχει ιδιαίτερη αξία διότι συνοδεύθηκε και από επιστολή του ποιητή και λογοτέχνη προς τον ιδρυτή και εκδότη του εντύπου Παύλο Διομήδη.
Ο Αρ. Βαλαωρίτης ήταν 54 ετών και θεωρούσε τον εαυτό του γέροντα! Στην επιστολή που στέλνει στον φίλο του Π. Διομήδη περιλαμβάνει μία μικρή, την πρώτη στην ελληνική λογοτεχνία, πραγματεία για τους Κοκκινολαίμηδες. Το ποίημά του το αφιέρωσε στον γιο του Ιωάννη Βαλαωρίτη, ο οποίος τότε ήταν 23 ετών. Εξάλλου έναν χρόνο αργότερα, το 1879 έφυγε από την ζωή λόγω καρδιακής προσβολής και ενώ βρισκόταν στην αγαπημένη του Μαδουρή.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία» 16 Δεκεμβρίου 2019.