Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Τα καταλύματα και η προστασία των αστέγων απασχολεί το ελληνικό κράτος από τη γέννησή του! Όταν η Αθήνα χαρακτηριζόταν Πρωτεύουσα και Βασιλική Καθέδρα, μαζί με τον βασιλιά Όθωνα, έφταναν και εκατοντάδες ρακένδυτοι πρόσφυγες αγωνιστές της Επανάστασης αναζητώντας καλύτερη τύχη. Από τότε έως τις ημέρες μας, κυρίως σε περιόδους εθνικών, οικονομικών κ.ά. κρίσεων, το ζήτημα έρχεται στην επιφάνεια. Επί ενάμιση αιώνα, περίπου μέχρι το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, εκατοντάδες άνθρωποι κοιμόνταν όπου τύχαινε.
Σε εγκαταλελειμμένα οικόπεδα, στους διαδρόμους παλαιών πολυκατοικιών ή ερειπίων, στα παγκάκια των δημόσιων κήπων και σε σπηλιές. Μόλις βράδιαζε καταλάμβαναν μία θέση για περάσουν τη νύχτα τους. Στα σπήλαια της Ακρόπολης, στις αποκαλούμενες Φυλακές του Σωκράτους, στους βράχος των Τουρκοβουνίων, στις κατωφέρειες του Φιλοπάππου και στα λατομεία του Λυκαβηττού, ζούσαν οι αποκαλούμενοι τρωγλοδύτες. Το φαινόμενο των αστέγων στην πραγματικότητα δεν εξαφανίστηκε ποτέ στην Αθήνα, όπου κατευθύνονταν όσοι αναζητούσαν την τύχη τους από το σύνολο των επαρχιών.
«Λαϊκά Υπνωτήρια»
Επίσης σε περιόδους εθνικών και οικονομικών κρίσεων, το ζήτημα ερχόταν στην επιφάνεια. Κάθε φορά που ξέσπαγε μια Επανάσταση, όπως της Κρήτης (1866-69), ένας πόλεμος, όπως ο αποκαλούμενος ατυχής του 1897, ή μια καταστροφή, όπως της Μικράς Ασίας (1922), στην Αθήνα έφθαναν χιλιάδες πρόσφυγες δημιουργώντας τεράστια στεγαστικά ζητήματα. Το ίδιο συνέβαινε και κάθε φορά που ξέσπαγε μια μεγάλη οικονομική κρίση.
Όπως η κρίση των αρχών της δεκαετίας 1930, τα αποτελέσματά της οποίας βίωνε για πολλά χρόνια η Αθήνα. Με μεγάλο αριθμό ανθρώπων να βρίσκονται σε κατάσταση ένδειας και να παρασιτούν στην ελληνική πρωτεύουσα. Στη μακρά αυτή πορεία και καταγραφή του προβλήματος και στις προσπάθειες επίλυσής του καταγράφεται ο θεσμός των «Λαϊκών Υπνωτηρίων». Γεννήθηκε στις αρχές του 1937 και υπερείχε κατά πολύ των υποδομών που μέχρι τότε προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα.
Ο θεσμός στην Αθήνα
Τι ήταν όμως τα «Λαϊκά Υπνωτήρια»; Αποτελούσαν αυτοτελές κρατικό ίδρυμα, το οποίο υπαγόταν στο υπουργείο Κρατικής Αντιλήψεως, όπως ονομαζόταν τότε το Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Διοικούνταν από Συμβούλιο και εποπτευόταν από το Πατριωτικό Ίδρυμα Κοινωνικής Πρόνοιας και Αντιλήψεως, το γνωστό σε όλους μας ΠΙΚΠΑ. Πρόεδρος του Συμβουλίου ήταν ο καθηγητής της Εγκληματολογίας Κωνσταντίνος Γαρδίκας (1896-1984), αντιπρόεδρος ο καθηγητής Ιατρικής Γεώργιος Φωτεινός (1878-1958), μέλη διακεκριμένοι άνδρες της εποχής, καθώς και ο διοικητής της Δημόσιας Ασφάλειας Σπυρίδων Παξινός (1895-1951)!
Για πρώτη φορά ο θεσμός άρχισε να λειτουργεί στην Αθήνα, όπου και το πρόβλημα ήταν μεγαλύτερο. Για την εγκατάσταση των πρώτων «Λαϊκών Υπνωτηρίων» επιλέχθηκε μια περιοχή στην οποία είχαν εγκατασταθεί πολλές κοινωφελείς χρήσεις: λίγο παραπάνω από τις Φυλακές Αβέρωφ και ακριβώς πίσω από το Αντικαρκινικό Ινστιτούτο, το οποίο τότε ανεγειρόταν, και τις προσφυγικές πολυκατοικίες που είχαν ήδη κτιστεί. Δηλαδή, στο τότε τέρμα των Αμπελοκήπων, σχεδόν απέναντι από το σημερινό γήπεδο του Παναθηναϊκού, σε μια από τις πτέρυγες που χρησιμοποιεί σήμερα το Δημοτικό Νοσοκομείο «Η Ελπίς», το οποίο τότε στέγαζε το 6ο Στρατιωτικό Νοσοκομείο.
Η στέγαση
Σε ένα από τα κτίρια, λοιπόν, του συγκροτήματος στεγαζόταν και το Δημοτικό Μαιευτήριο, το οποίο μετακινήθηκε σε παρακείμενη εγκατάσταση στις αρχές του 1936. Ήταν ένα ημιτριώροφο οίκημα, το οποίο παραχώρησε ο Δήμος Αθηναίων για τη στέγαση των «Λαϊκών Υπνωτηρίων». Εκεί διακόσιοι άστεγοι έβρισκαν στέγη, τροφή και καθαριότητα. Oι άστεγοι –«αλήται ή άνεργοι», όπως αναφέρονταν στις εφημερίδες– προσέρχονταν τα βράδια. Δήλωναν το όνομά τους, έπαιρναν τα απαραίτητα (πετσέτα λουτρού, πέδιλα, πιτζάμες, σαπούνι και αντιφθειρική αλοιφή) και στη συνέχεια πήγαιναν υποχρεωτικά για μπάνιο. Τα ρούχα τους απολυμαίνονταν σε ειδικούς θαλάμους, ενώ τους παρέχονταν φόρμες για τον ύπνο.[1]
Στον πρώτο όροφο έμεναν οι γέροντες και τα παιδιά, στο δεύτερο οι «ώριμοι άνδρες». Oι θάλαμοι, χωρισμένοι με ξύλινα χωρίσματα, φιλοξενούσαν διακόσια μεταλλικά κρεβάτια ελληνικής κατασκευής και θερμαίνονταν με 18 θερμάστρες. Για τους άτακτους και εκείνους που έχρηζαν ιδιαίτερης προσοχής, υπήρχαν τα «μονωτήρια», τέσσερις ειδικοί και απομονωμένοι θάλαμοι. Εκεί λοιπόν έβγαζαν τη νύχτα τους για να σηκωθούν πρωί-πρωί, να πλυθούν, να πάρουν το πρωινό τους (ρόφημα και 100 δράμια ψωμί) και να ξαναβγούν στους δρόμους της πρωτεύουσας. Οι χώροι καθημερινά καθαρίζονταν και απολυμαίνονταν από εθελόντριες, ενώ τα Λαϊκά Υπνωτήρια ήταν αποκλειστικά για άνδρες, οι οποίοι φαίνεται ότι τότε είχαν «αποκλειστικά» το προνόμιο να είναι άστεγοι.
Τα αποτελέσματα
Σκοπός του Ιδρύματος ήταν να αποκτήσουν οι συγκεκριμένοι άνδρες –πολλοί από τους οποίους προέρχονταν από την επαρχία– τη διάθεση να βρουν εργασία. Γι’ αυτό και η παραμονή τους στο Υπνωτήριο δεν μπορούσε να παραταθεί πέραν των οκτώ ημερών. Όσο για εκείνους που προέρχονταν από την επαρχία και δεν μπορούσαν να αποκατασταθούν, τα πράγματα δεν ήταν εύκολα. Διότι ειδικά μέτρα προέβλεπαν την αποστολή στη γενέτειρά τους, «αποσυμφορουμένης κατ’ αυτόν τον τρόπον βαθμηδόν και εν περιορισμένω έστω μέτρω της πρωτευούσης από της πληγής των αλητών», όπως έγραφε η εγκύκλιος του Υπουργείου! Το καθεστώς -δικτατορία Μεταξά- εφάρμοσε με αυστηρότητα το πρόγραμμά του.
Ιδιαίτερα ενδιαφέροντα είναι τα στοιχεία από τις καταγραφές των αστέγων που έκαναν στους δρόμους των Αθηνών και του Πειραιώς υπάλληλοι του Υπουργείου με τη συνοδεία αστυφυλάκων. Σχετικές στατιστικές δημοσιεύτηκαν στον Τύπο της εποχής.
Πάντως, όσοι επισκέπτονταν τα «Λαϊκά Υπνωτήρια» έβρισκαν, έστω και προσωρινά, ζέστη και θαλπωρή από τις εθελόντριες, που τους έδειχναν στοργή και εμπιστοσύνη. Τον πρώτο χρόνο λειτουργίας τους τα «Λαϊκά Υπνωτήρια» των Αθηνών –είχε δημιουργηθεί και Παράρτημα στον Πειραιά– φιλοξένησαν 1.059 αστέγους, εκ των οποίων 321 ήταν ανήλικοι και 196 γέροντες. Εξ αυτών οι μισοί ήταν υγιείς, ενώ 40% έπασχαν από διάφορες ασθένειες και πολλοί παραπέμφθηκαν σε νοσοκομεία.
«Σύνθεσις δυστυχιών…»
Εκατόν ογδόντα άστεγοι στάλθηκαν πίσω στην επαρχία με έξοδα του Ιδρύματος, 98 βρήκαν εργασία, ενώ 32 στάλθηκαν σε Αναμορφωτικό Σχολείο! Η μελέτη των στοιχείων των «Λαϊκών Υπνωτηρίων» έχει πολλά να μας προσφέρει για την προπολεμική κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας. Εκεί έβρισκαν καταφύγιο η φτώχεια, η ορφάνια, η παρανομία και η εγκληματικότητα αλλά και πολλοί ξεπεσμένοι επιχειρηματίες, φοιτητές ή πτυχιούχοι άνεργοι κ.ά.
Ο ευαίσθητος χρονογράφος Παύλος Νιρβάνας, την πρώτη χρονιά που λειτούργησαν τα «Λαϊκά Υπνωτήρια» έγραψε το υπό τον τίτλο «Δυστυχίας Κόσκινα» χρονογράφημά του. Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα λειτουργίας του θεσμού κατά τον μήνα Μάρτιο 1937 έκανε λόγο για τους ανθρώπους που δεν έχουν «που την κεφαλήν κλίναι» και προσπάθησε να χαρτογραφήσει την ανθρωπογεωγραφία των αστέγων. Έγραψε λοιπό ότι «είναι μία σύνθεσις δυστυχιών»…[2]
Όσον αφορά την τύχη των «Λαϊκών Υπνωτηρίων» η ενδιαφέρουσα συνέχειά τους δόθηκε μετά τον πόλεμο με την δημιουργία των «Σταθμών Πρώτων Κοινωνικών Βοηθειών» που εξελίχθηκαν στο Ελληνικό Κέντρο Ψυχικής Υγιεινής και Ερευνών (Ε.ΚΕ.Ψ.Υ.Ε.).