Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Η δράση των γυναικόπαιδων και των αμάχων στον πόλεμο του 1940 είναι από τις πιο φωτεινές πτυχές της νεότερης ιστορίας μας. Έγραψαν τη δική τους εποποιία, αφού δεν υπάρχει έργο στο οποίο να μην επιδόθηκαν και προσπάθεια που δεν προθυμοποιήθηκαν να καταβάλουν. Μπορεί οι άνδρες να έδιναν τη μάχη στην πρώτη γραμμή, αλλά σε τίποτε δεν υστέρησαν οι γυναίκες που στην αγκαλιά τους μετέφεραν τους τραυματίες ή τους τοποθετούσαν στη ράχη των ζώων και φρόντιζαν για τη μεταφορά τους στα μετόπισθεν. Και δεν περιορίζονταν μόνον σε έργα ανθρωπισμού. Κατασκεύαζαν δρόμους και γέφυρες, μετέφεραν πολεμοφόδια, κινδύνευαν μαζί με τους στρατιώτες. Πολύτιμες, για τις πληροφορίες που περιέχουν, είναι οι επίσημες εκθέσεις που αποστέλλονταν στη Γενική Διοίκηση Ηπείρου.
Γυναίκες, γέροντες, παιδιά και ιερείς επισκεύασαν δρόμο μήκους έξι χιλιομέτρων στο τέρμα Καπεσόβου του Ζαγορίου. Άνθρωπος δεν έμεινε στα χωριά. Ακόμη και παιδιά εννέα ετών βοήθησαν στην κατασκευή της γέφυρας Κοκκόρη. Πεντάχρονα παιδάκια ζώστηκαν και εκείνα τις ποδιές και μετέφεραν χαλίκια. Απ’ όποιο χωριό κι αν περνούσε ο στρατός μας, γνώριζε εξαιρετικές περιποιήσεις. Στο Τσεπέλοβο τριακόσιοι άνδρες φιλοξενήθηκαν ανά δέκα ως δεκαπέντε σε διάφορα σπίτια. Είχαν φτάσει εκεί βρεγμένοι και κουρασμένοι από τη μακρά πορεία. Έτρεχαν οι γυναίκες να τους στεγνώσουν, να τους αλλάξουν, να τους πλύνουν τα ρούχα, να τα μαντάρουν.
Οι χωρικοί φιλοτιμούνταν ποιος να προσφέρει τα περισσότερα τρόφιμα, από τα λίγα που είχαν. Ψωμί, φασόλια, πατάτες, καρύδια και σφάγια στη διάθεση των στρατιωτών. Και όταν ο στρατός στάλθηκε στα ύψη της Γκαμήλας, τα οποία ακόμη και κατά το θέρος είναι σκεπασμένα με χιόνι, όλα τα σπίτια έδωσαν από μια χοντρή βελέντζα και από δύο σακιά για να μην κρυώνουν οι φαντάροι μας. Δεκαπεντάχρονοι έφηβοι, γυναίκες και γέροι φορτωμένοι στις πλάτες ή πάνω στα ζώα τους μετέφεραν συνεχώς όλα τα πολεμοφόδια και τα τρόφιμα στο Καπέσοβο και στο Βρυσοχώρι. Περπατούσαν επί δύο ημέρες σε δρόμους δύσβατους και λασπώδεις.
Στη μάχη έξω από το Τσεπέλοβο, ένας αξιωματικός πολεμούσε με άνδρες που είχαν μείνει τέσσερις ημέρες νηστικοί. Τα κατσάβραχα είχαν σκίσει τα υποδήματα των πολεμιστών. Μέσω του τηλεφώνου καλούσε να του στείλουν επειγόντως ψωμί και άρβυλα. Τα σύρματα ήταν κομμένα και θα χρειαζόταν πολύς καιρός ώσπου να φτάσουν τα τρόφιμα από τα Ιωάννινα. Ένας τηλεφωνητής του Τσεπέλοβου αντιλήφθηκε τις ανάγκες και ειδοποίησε αμέσως τους κατοίκους. Αμέσως οι γυναίκες του Τσεπέλοβου φορτώθηκαν στις πλάτες υποδήματα και ότι τρόφιμα υπήρχαν και τράβηξαν για την πρώτη γραμμή. Ο σταθμάρχης Δοβράς με τις γυναίκες του χωριού δέθηκαν με τριχιές και ζεύτηκαν τα κανόνια, τα οποία ανέβασαν σε απόκρημνα υψώματα.
Ο σταθμάρχης Βουβούσης εγκατέλειψε τον σταθμό και πήγε να πολεμήσει. Ένας κάτοικος της Λαίστης έριξε εννέα τενεκέδες πετρέλαιο και κατέστρεψε μια γέφυρα για να εμποδίσει τη διέλευση του εχθρού. Στο Ζαγόρι δεν έμειναν τρόφιμα. Τα χόρτα δόθηκαν στα κτήνη του στρατού και ο πληθυσμός για να τραφεί έσφαζε τα ζώα που αποτελούσαν το παραγωγικό κεφάλαιό του. Και όταν ο στρατός έριχνε τους Ιταλούς στη θάλασσα, οι γυναίκες των χωριών της Ηπείρου στρώθηκαν στην δουλειά και έπλεκαν κάλτσες για τους ελευθερωτές. Τις πληροφορίες αυτές, τις οποίες αντλούσε από τις εκθέσεις που αποστέλλονταν στη Γενική Διοίκηση, δημοσίευε ο Παύλος Παλαιολόγος τον δύσκολο Δεκέμβριο του 1940. Κείμενα ακατάστατα και ατακτοποίητα, όπως ήταν στην πηγή τους, αποκάλυπταν μόνον μία πτυχή του ηρωικού μεγαλείου. Αλλά δεν απαιτείτο φραστικός διάκοσμος για να επιβεβαιωθεί η πραγματικότητα. Ό,τι δηλαδή οι Ηπειρώτισσες έχοντας στην ψυχή τους την πατρίδα και το χρέος δίδασκαν την ανθρωπότητα