Η Βουλιαγμένη! Τις αγνοεί κατ’ όνομα την πέντε μόνον βήματα απέχουσαν Βουλιαγμένην! Και όμως ολίγοι, πολύ ολίγοι την γνωρίζουσιν εξ όψεως. Εκ δέκα και τριών ατόμων, καθηγητών του Πανεπιστημίου, ιατρών, βουλευτών, δημοσιογράφων, δικηγόρων, σπουδαστών, οίτινες την επεσκέφθησαν την παρελθούσαν Κυριακήν, δύο μόνον ήσαν οι δευτέραν φοράν βλέποντες το αξιοθέατον τούτο της φύσεως θαύμα.
Η τρίαινα του Ποσειδώνος
Ο άνυνδρος και διψαλέος και απεψιλωμένος Υμηττός ηθέλησε ποτε να βυθίση την κεφαλήν του εις τα γλαυκά του Σαρωνικού ύδατα, όπως ποτισθή. Χερσαίον και πετρώδες μεγαθήριον εζήτησε να εύρη αναψυχήν και εστήριξε την κεφαλήν του εις της θαλάσσης τας απαλάς αγκάλας· αλλ’ ο ζηλότυπος των θαλασσών σύζυγος εξοργισθείς δια την ανευλάβειαν ταύτην του Υμηττού, του έσπασε διά της τριαίνης του το κρανίον, από του ρήγματος δε τούτου εξεχύθησαν του τρελλαθέντος Γέρου τα μυαλά, τα ιαματικά της Βουλιαγμένης και θαυματουργά ύδατα, εν οις τόσοι κατ’ έτος ατυχείς ευρίσκουσι την σωτηρίαν.
Χώρος πεντεκισχιλίων περίπου τετραγωνικών μέτρων, αν η γεωμετρική μου αντίληψις υπήρξεν ακριβής, εβούλιαξε κυριολεκτικώς και οι κυκλοτερώς χαίνοντες βράχοι παριστώσιν εικόνα διερρηγμένου κρανίου. Κάτω εν τη ρίζη των αποτμηθέντων βράχων λαθραίως αναβρύουσιν οφιοειδώς περιθέοντα τα υφάλμυρα, βρυοβριθή και υπομέλανα των τριών της Βουλιαγμένης λιμνών ύδατα, ων η μεγίστη κατέχει άπασαν την βορειοδυτικήν του βραχώδους χάσματος πλευράν· εν τη τελευταία ταύτη εστήθησαν τα ξύλινα των λουτρών παραπήγματα και πράγμα παράδοξον του ανθρώπου η αχαριστία υπερπλημμυρήσασα εκχύνεται και κατ’ αυτών των αψύχων.
Φλοισβίζοντα φιλήματα!
Πόσαι ατυχείς χιλιάδες δεν ανέκτησαν εις τα θολά εκ της αναταρασσομένης ιλύος ύδατα της Βουλιαγμένης την ευρωστίαν των! Και όμως τι δεν επενοήθη και τι δεν έπλασεν ο μύθος, όπως δυσφημισθή της υγείας η ανεξάντλητος αύτη πηγή; Την πρόληψιν εγέννησε το δυσοίωνον όνομα της Βουλιαγμένης και αι ατυχείς συμπτώσεις κατέστησαν ύποπτον συν τω ονόματι και το πράγμα. Αλλ’ ουδέν αδικώτερον τούτου· παρά το βάθος των 80 μέτρων, εις ο, κατά τας γενομένας, ως λέγουσι, καταμετρήσεις, φθάνουσι τα ύδατα της Βουλιαγμένης ενιαχού, ουδέν το επικίνδυνον εις το άπειρον της κολυμβητικής, όταν μη υπερβή το υπό της εκμεταλλεύσεως των λουτρών χαραχθέν όριον· πέραν αυτού το βάθος έρχεται απότομον, παρά την ιαματικήν δε καλωσύνην της Βουλιαγμένης τα άβατα νερά της πνίγουσι τους απερισκέπτους, ως το πυρ καίει τον αψάμενον. Ούτε δίναι άρα απορροφητικαί ούτε βουλιμία της Βουλιαγμένης δι’ ανθρωπίνους υπάρξεις. Εις την λίμνην ταύτην των λουομένων αρρώστων την μελαγχολίαν φαιδρύνει η αδιακρίτως ακριτόμυθος ηχώ των βράχων. […]
[…] Υπό την σκιάν του παρά την θάλασσαν πηχθέντος καφενείου υπό της Μονής των Ασωμάτων, εις ην ανήκει η Βουλιαγμένη, καθήμενοι ανενόχλητοι από των πειρασμών πάσης οίας δήποτε νύμφης, αφ’ ου απετινάξαμεν μακράν ημών του ύπνου το σκοτεινόν βάρος, ερρίφθημεν κατά την δείλην εις την ήρεμον και νωχελή και ραστωνικήν απόλαυσιν ενός των αρρήτου γλυκύτητος θεαμάτων εκείνων, άτινα πολλαχού άφθονα μας παρέχει η ωραία, η ποικίλη εις σχήματα, η ηπία και απανταχού την γοητείαν σπείρουσα ελληνική φύσις. Προ των ποδών μας εξετείνετο καθαρός, γλαυκός, λείος της Βουλιαγμένης ο λιμενίσκος αποδίδων την απαλήν των ηλιακών ακτίνων θωπείαν δι’ ηρέμα φλοισβιζόντων φιλημάτων εις τους βράχους· ολίγον ανωτέρω μικρά πευκόφυτος χερσόνησος συνδεομένη προς την ξηράν δια στενωτάτης άμμου λωρίδος ποικίλλει δια του προσίτου της βλαστήσεώς της χρώματος την γλυκείαν του κυανού μονοτονίαν.
Αι κονιορτόπνικτοι Αθήναι
Μεσημβρινώτερον ταύτης κείται η χαριεστάτη καίτοι ξηρά, νήσος των Φλεβών. […] Εις το βάθος του ορίζοντος προς δυσμάς κολυμβά εν σκιοφωτίστω πυκνή υδρατμών και κυανή νεφέλη η επίφοβος άλλοτε του Πειραιώς αντίζηλος Αίγινα και όπισθεν ταύτης αμυδρώς διαγράφονται επιμήκη τα όρη της Αργολίδος. Βαθμηδόν ο ήλιος δύει· αι δέσμαι των ακτίνων του αραιούνται και μόνον αι θυελλόπληκτοι των ελληνικών ορέων φαλακραί κεφαλαί φωτίζονται, εν ω το παν κάτωθεν αυτών και θάλασσαι του Σαρωνικού και νήσοι και ακταί τα περιβάλλει η σκιά, της νυκτός ο πρόδρομος.
Η φύσις ητοίμαζε το νανούρισμά της και ημείς έπρεπε να σκεφθώμεν το ιδικόν μας απηυδηκότες από τέρψιν και δροσεράν αύραν είμεθα ηναγκασμένοι να ζητήσωμεν την αναψυχήν απο της αναψυχής εις τας κονιορτοπνίκτους Αθήνας. Επανήλθομεν χωρίς μηδείς ημών να μετανοήση εκ της ωραίας ταύτης εκδρομής εις την Βουλιαγμένην, ήτις ηδύνατο να είνε μακροτέρας διαμονής εξοχή, εάν την επεμελούντο άνθρωποι, εάν εδίδετο η εκμετάλλευσίς της εις δεξιωτέρας χείρας και εάν εκαθαρίζετο από των μολυνόντων τον καθαρόν της αέρα βρωμερών του ξενοδοχείου υπηρετών. Αξίζει να την ίδη τις την Βουλιαγμένην τουλάχιστον άπαξ»[1].