Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Ενώ η πόλη των Αθηνών ζει στον απόηχο των πολεμικών γεγονότων των Bαλκανικών Πολέμων (Οκτώβριος 1913) δύο κατηγορίες πρωταγωνιστούν στην κοινωνική ζωή των Αθηνών. Οι πολεμιστές, οι στρατιώτες που είχαν επιστρέψει από το μέτωπο και τα δουλικά, όπως αποκαλούσαν τις οικιακές βοηθούς. «Ο μην Οκτώβριος με τα έξοχα φθινοπωρινά θάλπη του κατά τα φαινόμενα τείνει ν’ αποβή ο μην των απαγωγών», έγραφε ο Γ. Τσοκόπουλος σχολιάζοντας ένα γεγονός που συνέβη και απασχόλησε τη μικρή ακόμη αθηναϊκή κοινωνία. Στο επίκεντρο των συζητήσεων βρέθηκε η γειτονιά του Κολωνού, μόνον που η κατάληξη τότε υπήρξε ευτυχής.
Ήταν μια τετραπλή απαγωγή «δουλικών», πρωτοφανής στα χρονικά. Οι απαγωγείς ήταν τέσσερις στενοί φίλοι, όλοι πολεμιστές που είχαν γυρίσει από το μέτωπο και υπηρετούσαν ακόμη την πατρίδα. Πεζικάριοι στον ίδιο λόχο, ίδια διμοιρία, ίδια ενωμοτία. Αφού γλίτωσαν από τις σφαίρες των μαχών γύρισαν στην Αθήνα και αποφάσισαν να ασχοληθούν με τις αγαπημένες τους. Ενώ εκείνοι υπηρετούσαν στην ίδια μονάδα εκείνες υπηρετούσαν σε ξεχωριστές οικογένειες, σε διάφορες συνοικίες της πόλης.
Διατηρούσαν επαφή μαζί τους με αλληλογραφία και δεν άργησαν να επικοινωνήσουν μαζί τους, όταν ήρθαν στην Αθήνα, με τα περίφημα ραβασάκια, τα οποία πρόθυμα μετέφεραν αγυιόπαιδα έναντι μικρού χαρτζιλικιού. Οι ψυχές των στρατιωτών είχαν εκτραχυνθεί με τις φρικαλεότητες του πολέμου και όσα είδαν στα πεδία των μαχών. Μαλάκωσαν ωστόσο όταν συνάντησαν τις αγαπημένες τους, οι οποίες κατάγονταν από τα πανέμορφα Κυκλαδίτικα νησιά.
Ο καιρός περνούσε και οι κρυφές συναντήσεις πολλαπλασιάζονταν. Μέχρι που οι νεαροί στρατιώτες αποφάσισαν να απαγάγουν τις αγαπημένες τους για να ζήσουν μαζί τους ανέμελες στιγμές και να απολαύσουν τον έρωτά τους. Ακολούθησε η εκούσια απαγωγή τους. Όλοι μαζί προσπάθησαν να στεγάσουν την αγάπη τους σε έναν απόκεντρο οικίσκο της συνοικίας του Κολωνού.
Τα ρεπορτάζ της εποχής ξεχειλίζουν από ρομαντισμό και γραφικότητα. «Οι τέσσερις πολεμισταί διήλθον την νύκτα εντός της ερωτικής των φωλεάς, με τον έρωτα εννυχεύοντα (διανυκτερεύοντα) εις τας μαλακάς παρειάς των νεανίδων, αίτινες τόσον εναγωνίως ανέμενον την άφιξίν των», έγραφε ο συνεπαρμένος από την υπόθεση δημοσιογράφος της εποχής. Αλλά υπήρχαν και τα αφεντικά, τα οποία είχαν και την τυπική ευθύνη για τα κορίτσια που απασχολούσαν στα σπίτια τους. Ο καθένας ξεχωριστά απευθύνθηκε στην Αστυνομία, στον περίφημο Αστυνόμο Γιάννη Μαρούδα. Δεν χρησιμοποιούσε τις μεθόδους του Μπαϊρακτάρη αλλά ήταν ευφυής, μεθοδικός και επίμονος. Συνδύασε τις υποθέσεις, εξαπέλυσε τα λαγωνικά του στις γειτονιές της πόλης και ανακάλυψε το κρησφύγετο του Κολωνού.
Έτσι σύμφωνα με τον άγνωστο ρεπόρτερ, ο οποίος δεν υπέγραψε το κείμενό του, τερμάτισε «μίαν ωραίαν συνάντησιν των δύο φύλων, ήτις αν μη τι άλλο, ταις υπέσχετο την συμπλήρωσιν πολλοστημορίων εκ των φοβερών κενών, τα οποία αφήκαν οι δύο πόλεμοι»! Το τι επακολούθησε είναι δύσκολο να περιγραφεί. Μπορεί τα κορίτσια τότε να παντρεύονταν σε μικρή ηλικία αλλά ο νόμος όριζε για τις γυναίκες όριο ενηλικίωσης τα 20 έτη. Οπότε οι στρατιώτες έπρεπε να δικαστούν για την αποπλάνησή τους.
Οι στίχοι έδιναν κι έπαιρναν, τα περισσότερα χρονογραφήματα καταλάμβαναν τη θέση του φτερωτού Έρωτα, ενώ το γεγονός ανέβαινε στη σκηνή των λαϊκών επιθεωρήσεων. Ο επίλογος γράφτηκε στον Άγιο Κωνσταντίνο τον Παλαιό, της οδού Λένορμαν. Εκεί παντρεύτηκαν μαζί τα τέσσερα ζευγάρια με κουμπάρο τον διοικητή των γαμπρών! Στον γάμο παραβρέθηκαν χιλιάδες Αθηναίοι, ενώ ακολούθησε τρικούβερτο γλέντι που προσφέρθηκε από κηπουρούς του Κολωνού. Αυτή ήταν η γραφική πλευρά της ζωής των φτωχών κοριτσιών που έφταναν στην Αθήνα αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Όπως έγραφε ο Πολύβιος Δημητρακόπουλος «Μα η ζωή των δουλικών / είν’ ατελείωτος αγών».