Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Ένα από τα επαγγέλματα που εξαφανίστηκαν είναι και οι κανταρτζήδες. Ήταν οι «μετρονόμοι» που ζύγιζαν παλαιότερα με καντάρι, όταν ήταν ακόμη σε ισχύ η οκά. Ας ξεκινήσουμε όμως από την προέλευση του ονόματος, το οποίο σε πλείστες όσες περιπτώσεις μετατράπηκε και σε επώνυμο. Το καντάρι, από το τουρκικό kantar, ήταν μονάδα βάρους που αντιστοιχούσε σε 44 οκάδες = 56,408 κιλά. Ταυτοχρόνως όμως έτσι ονομαζόταν και ένα είδος ζυγαριάς, το οποίο αποτελούνταν από έναν μεταλλικό δίσκο και μεταλλικό βραχίονα με ενδείξεις, και στο οποίο υπήρχε κινούμενο αντίβαρο. Αλλά ο λόγος για τους κανταρτζήδες.
Μεταφερόμαστε στις αρχές της δεκαετίας 1960 για να συναντήσουμε τους τελευταίους κανταρτζήδες στη Λαχαναγορά των Αθηνών, αφού ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της. Εκεί όπου δραστηριοποιούνταν οι εμπορομανάβηδες, οι συσκευαστές, οι μεταφορείς και οι πελάτες. Οι κανταρτζήδες ήταν υποχρεωμένοι να τριγυρνούν στα δρομάκια της Λαχαναγοράς από τις τεσσερισήμισι το πρωί μέχρι τις δέκα και μισή και από τις τρεις μέχρι τις πέντε το απόγευμα. Δηλαδή όσο χρονικό διάστημα λειτουργούσε η Λαχαναγορά και πραγματοποιούνταν συναλλαγές σύμφωνα με τις αγορανομικές διατάξεις.
Εξάλλου, δεν μπορούσε να λειτουργήσει η αγορά χωρίς αυτούς. Ο έμπορος δεν μπορούσε να πουλήσει και ο πελάτης να αγοράσει, αφού τα πράγματα ήθελαν ζύγισμα. Και το μόνο πράγμα που δεν υπήρχε ήταν η πλάστιγγα ή η παλάντζα. Μόνον ο δήμος είχε το δικαίωμα να ζυγίζει, ώστε να εξασφαλίζεται πως δεν έκλεβε κάποιος στο ζύγι. Διέθετε λοιπόν ο Δήμος Αθηναίων 115 ζυγιστές, τους κανταρτζήδες, για την εξυπηρέτηση των δύο λαχαναγορών της πρωτεύουσας, και 67 ο Δήμος Πειραιώς. Το καθεστώς εργασίας τους ήταν περίεργο. Δεν έπαιρναν μισθό ή ημερομίσθιο, αλλά ήταν ασφαλισμένοι στο ΙΚΑ με φερόμενους εργοδότες του δήμους[1]!
Ωστόσο, για κάθε πέζο, δηλαδή για κάθε ζύγισμα, εισέπρατταν μία δραχμή για λογαριασμό του δήμου. Από τις εισπράξεις οι κανταρτζήδες κρατούσαν το 30% και έκοβαν διπλότυπο που συνόδευε κάθε εμπόρευμα, το οποίο έβγαινε από την αγορά. Τα καντάρια ήταν ιδιοκτησία του δήμου και είχαν έναν αυτόματο μετρητή που κατέγραφε κάθε ζύγισμα. Ο μετρητής αυτός μπορούσε να καταγράψει μέχρι 10.000 ζυγίσματα. Το πρωί προσέρχονταν λοιπόν οι ζυγιστές, παραλάμβαναν τα καντάρια τους από το γραφείο του δήμου και έβγαιναν για δουλειά. Με το στειλιάρι και το κοντάρι του κανταριού στον ώμο πηγαινοέρχονταν από το ένα στο άλλο εμπορομανάβικο. Το κέρδος τους, φυσικά, εξαρτιόταν από την κίνηση της αγοράς, από το κέφι τους για εργασία και από τη σβελτοσύνη τους.
Όταν άρχιζε η μέρα και έσφυζε η αγορά από κίνηση, οι κανταρτζήδες ήταν περιζήτητοι. Όταν αραίωνε η κίνηση, οι μαγαζάτορες προτιμούσαν τους σβέλτους και καλότροπους. Τελειώνοντας, παρέδιδαν τα καντάρι, καθώς και το 70% των εισπράξεών τους. Οι ελεγκτές τους ήταν μόνιμοι υπάλληλοι του δήμου. Χάθηκαν ωστόσο οι κανταρτζήδες μαζί με την οκά και τη νέα οργανωμένη και σύγχρονη Λαχαναγορά στου Ρέντη. Όσοι υπήρχαν προσλήφθηκαν στην αγορά μέχρι τη συνταξιοδότησή τους[2].
Οπωσδήποτε τα καντάρια και οι κανταρτζήδες αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος της καθημερινής ζωής. Η παρουσία τους καταγράφηκε και σε παροιμίες. «Ρίχνει καντάρια», λέει ακόμη ο λαός όταν θέλει να πει πως βρέχει πολύ. Αλλά οι παλαιότεροι έχουν ακούσει και το περίφημο ειρωνικό δίστιχο «εσύ που ξέρεις τα πολλά κι ο νους σου κατεβάζει / ένα καντάρι λάχανα πόσους ντολμάδες βγάζει»; Φυσικά δεν είναι δυνατόν να υπολογιστεί ο αριθμός των ντολμάδων με βάση το βάρος του λάχανου!