Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Μία από τις ιστορικές παραμέτρους του Βασιλικού Κτήματος Τατοΐου, το οποίο κινδύνευσε από την τελευταία πυρκαγιά, αφορά και στα άγρια ζώα, τα οποία είχαν βρει τον δικό τους παράδεισο στο προστατευμένο φυσικό περιβάλλον. Ιδιαιτέρως στα ελάφια που υπήρχαν στην Πάρνηθα και στο Τατόι.
Ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ είχε απαγορεύσει στο Κτήμα το κυνήγι των ελαφιών (τα οποία είχε εισαγάγει κατά εκατοντάδες από την Ουγγαρία) αλλά και των αγριογούρουνων που υπήρχαν άφθονα στην απέραντη έκταση. Ο αγαθός εκείνος μονάρχης αισθανόταν ευτυχής με τη σκέψη ότι προσφέρει τη φιλοξενία των δασών στα ημιάγρια ζώα και ξεχωριστά στα ελάφια, των οποίων παρακολουθούσε τη ζωή και τον πολλαπλασιασμό μέσα στο ωραίο αγρόκτημα.
Ο Δημήτριος Γατόπουλος διέσωσε και μία σύντομη συνομιλία του βασιλιά με τον πρόεδρο των Αθηναίων κυνηγών. «Έχετε, Μεγαλειότατε, αρκετά και ωραία ελάφια στο Τατόι!…». Ο βασιλιάς αντιλήφθηκε τη βαθύτερη έννοια της έκφρασης του επικεφαλής των κυνηγών και διακόπτοντάς τον, του είπε: «Ναι… σας ευχαριστώ!… Και μάλιστα τα έχω υπό την προστασίαν μου!… Αλλ’ έχω στο Τατόι και λύκους αρκετούς, που τους… κυνηγώ μόνος μου» [1]!
Ωστόσο, τα ελάφια δεν τα ζήλευαν μόνον οι κυνηγοί. Τα ήθελαν ζωντανά και οι μικροί πρίγκηπες, οι οποίοι ως παιδιά παρακαλούσαν τον επιστάτη του Κτήματος Μούντερ να οργανώσει κυνήγι σύλληψής τους. Αλλά ο βασιλιάς αρνείτο επιμόνως, λέγοντάς τους «Πηγαίνετε καλύτερα να παίξετε με τους γάλους»[2]!
Τα ελάφια που υπήρχαν στις πυκνές δασικές περιοχές της χώρας, από τα Άγραφα έως τον Όλυμπο και τα ορεινά της Μακεδονίας, ουσιαστικά πέρασαν στην Ιστορία. Όπου πάτησε ο νεοέλληνας το ελάφι έφυγε, αφήνοντας πίσω του πανέμορφες ονομασίες: Λαφοπατησιά, Λαφοπήδημα, Λαφοδιάσελο! Ακόμη και οι κάτοικοι των χωριών τα ελάφια τα ακούν πλέον από τις παραδόσεις. Ακόμη περισσότερο τα πλατώνια, ένα είδος ελαφιού που υπήρχε στους δρυμούς της Αιτωλοακαρνανίας και εξαφανίστηκε ολοσχερώς.
Πέραν του τρυφερού και εύγευστου κρέατός τους, ο λαός θεωρούσε πως τα ελαφοκέρατα έδιωχναν τα φίδια και οι κυνόδοντές τους χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή περιδέραιων. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, οι Ελληνίδες θεωρούσαν ότι ήταν το αντίδοτο στη βασκανία, το μάτιασμα. Τα κέρατά τους αποτελούσαν κυνηγετικά τρόπαια και μαζί με τους κυνόδοντες κοσμούσαν τους τοίχους σπιτιών. Μετά από επεξεργασία όμως χρησιμοποιούνταν και για την κατασκευή λαβών μαχαιριών, κουμπιών κ.ά.
Τι απέγινε όμως ο μεγάλος πληθυσμός τω ελαφιών του Τατοΐου; Δέχθηκε το μεγαλύτερο πλήγμα στη μεγάλη πυρκαγιά που ξέσπασε το 1916. Τότε καταγράφεται ότι κάηκαν κατά εκατοντάδες, ενώ η συμφορά συμπληρώθηκε στα διαστήματα που έλειπαν οι ιδιοκτήτες του Κτήματος για μεγάλα χρονικά διαστήματα, δηλαδή στις περιόδους εξώσεώς τους.
Δεν τα έσωσαν ούτε τα νομοθετικά διατάγματα
Ακόμη και νομοθετικά διατάγματα εκδίδονταν για την προστασία τους στις περιόδους που έλειπαν οι νόμιμοι ιδιοκτήτες. Όπως συνέβη κατά τη διάρκεια της αποκαλούμενης Δεύτερης Ελληνικής Δημοκρατίας, το 1926. Τότε το υπουργείο Γεωργίας, Εμπορίου και Βιομηχανίας τόνιζε ότι «επειδή τα ευγενέστερα των ενδημικών θηραμάτων, η έλαφος, η δορκάς, η αίγαγρος και ο φασιανός κινδυνεύουν να εξαφανισθούν… η σύλληψις, ο φόνος και εν γένει το κυνήγιον τους τιμωρούνται κατ’ αναλογίαν με τας ποινάς του νόμου περί ζωοκλοπής και ζωοκτονίας» [3].
Ωστόσο ο ελάχιστος πληθυσμός τους συνέχισε να μειώνεται και άλλο τα τελευταία προπολεμικά χρόνια. Ελάχιστα ζεύγη ελαφιών διασώθηκαν στη Σιθωνία, τα Πιέρια όρη και το Τατόι. Απέμεινε το μικροτοπωνύμιο «Ελάφια» εκεί που βρισκόταν το ελαιοτριβείο του Βασιλικού Κτήματος για να θυμίζει το πέρασμά τους από την Αττική γη. Ευχής έργο θα είναι, μαζί με την αξιοποίηση του Βασιλικού Κτήματος, οι αρμόδιοι να φροντίσουν και για τον εμπλουτισμό του με χαριτωμένα και υπερήφανα ελάφια που θα συμβολίζουν τον σεβασμό μας στην Αττική φύση.