Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Μια υπέροχη και μοναδική γιορτή, τα Λαμπριάτικα Ρουσάλια, χάθηκε με το πέρασμα των χρόνων. Ήταν ένα από τα δύο «αστικά» πανηγύρια των Αθηνών, αφού η άλλη ήταν τα Κούλουμα. Γιορταζόταν κάθε Τρίτη του Πάσχα μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα και ήταν ελληνικότατη γιορτή, ένα εθνικό πανηγύρι που είχε τις καταβολές του στην αρχαιότητα, όπως έγραψε ο Δ. Καμπούρογλους[1]. Παρά το γεγονός ότι η Εκκλησία την καταδίκαζε ως ειδωλολατρική, ο λαός την μετονόμασε σε «Παναθήναια» και συνέχισε να διασκεδάζει «μετά πείσμονος εμμονής»! Τελικά εξαφανίστηκαν και χωνεύτηκαν –κυριολεκτικά– στις γιορτές των λουλουδιών και της άνοιξης.
Τουρκοκρατία
Το παμπάλαιο έθιμο κληροδοτήθηκε στους αρβανιτόφωνους κατοίκους των χωριών της Αττικής από τους προκατόχους τους. Αλλά πώς γινόταν ένα τρανό πανηγύρι στα δύσκολα χρόνια της σκλαβιάς; Πώς επέτρεπαν οι Τούρκοι στους ραγιάδες να πίνουν, να χορεύουν και να γλεντούν; Ιδιαίτερα τις ημέρες του Πάσχα που θεωρείτο και Εθνική Γιορτή των Ελλήνων;
Οι γιορτές του Πάσχα ήταν οι μόνες που αναγνώρισαν οι Τούρκοι παραχωρώντας ένα τριήμερο, την Κυριακή της Αναστάσεως, τη Δευτέρα και την Τρίτη της Διακαινησίμου, για τον εορτασμό τους. Ο Γεννάδιος, ο πρώτος Πατριάρχης μετά την Άλωση, απέσπασε από τον Μωάμεθ το προνόμιο με σουλτανική διάταξη. Η μεν Κυριακή τυπικά ήταν αφιερωμένη στη θρησκευτική τελετή. Οι άλλες δύο ημέρες, η Δευτέρα και η Τρίτη, διατήρησαν μαζί με το θρησκευτικό χριστιανικό περιεχόμενο και παμπάλαια σημάδια της ειδωλολατρίας.
Στο πλαίσιο αυτό προφανώς διασώθηκε και η τελετή στην Αθήνα έχοντας και υπολείμματα αρχαίας ειδωλολατρικής τελετής. Στην Αθήνα, οι χωρικοί των γύρω περιοχών, ντυμένοι πασχαλινά, κατέβαιναν έχοντας επικεφαλής όργανα ή παιχνίδια, τα οποία αποκαλούσαν «ρουτζάλια». Αφού επισκέπτονταν διάφορα φιλικά τους σπίτια –κυρίως στην περιοχή της Βλασσαρούς- πήγαιναν στο Θησείο, όπου χόρευαν διασκεδάζοντας μέχρι το δειλινό.
Έλεγαν τα «ρουσάλια»
Αφηγείται η Μαριάννα Καμπούρογλους: «Την Τρίτη της Λαμπρής ερχόντουσαν από τα χωριά (Μεσόγεια και Κατάδεμα) στη χώρα οι καλλίτεροι νοικοκυραίοι, με τούμπανα και ζουρνάδες να χαιρετήσουν τους αρχόντους να πούνε τα ρουσάλια. Τα παιδιά τρυπώνανε βαθειά για να μην τ’ αξιώσουν∙ γιατί όποιο παιδί «βρίσκανε» μπροστά τους το αξιώνανε δηλαδή το πετούσανε ‘ψηλά στον αέρα τρεις φοραίς και ύστερα τ’ αφίνανε και το ευχόντουσαν να γίνη ανδρειωμένο. Επαίζανε τα τούμπανα και χορεύανε τραγουδώντας:
Καλημέρα σου κυρά μου / ― και καλώς τα τά παιδιά μου, / ― και κυρά και ‘παινεμένη / και στον κόσμο ξακουσμένη∙ / σηκωθήτε παλληκάρια / και κεράστε τα λιοντάρια / βάλτε τώρα για να πιούμε / την κυρά μας να ‘φχηθούμε κτλ.
Ελέγανε χρόνους πολλούς και το Χριστός Ανέστη∙ τους εδίνανε ένα παρά-γεμενί για τον τουμπανιάρη και παράδες στον ζουρνατζή και φεύγανε». Ακολουθούσαν χοροί που εκτελούνταν χωριστά από τις γυναίκες και τους άνδρες. Τον χορό των γυναικών άνοιγε η πρεσβύτερη, η οποία έκανε τρεις γύρους και μετά έδινε το μαντίλι στη νεότερη που την ακολουθούσε, ανταλλάσσοντας ευχές.
Με τόση ευθυμία, τόση χαρά και χορευτική έξαρση γιορταζόταν η Τρίτη του Πάσχα στην Αθήνα επί Τουρκοκρατίας, ώστε το 1772 κάποιος μοναχός φώναξε στα πλήθη του Θησείου κουνώντας το κεφάλι του και αναστενάζοντας: «Αχ, Χριστιανοί μου, αχ Ρωμαίοι, έτσι εορτάζεται η Ανάστασις του Κυρίου; Έτσι δοξάζεται ο εκ νεκρών αναστάς Χριστός, ο αληθινός Θεός ημών, με τοιαύτας ασχημοσύνας;»[2].!
Στην ελεύθερη Ελλάδα
Μετά την Επανάσταση θεωρήθηκε ειδωλολατρική γιορτή και καταδικάστηκε από την Εκκλησία. Βρέθηκε όμως ελληνικότατος τρόπος να συνεχιστεί η γιορτή αλλά να ακουστεί και ο λόγος της Εκκλησίας. Επειδή γινόταν η γιορτή στον Ναό του Θησείου, της έδωσαν την αθηναιοπρεπέστατη ονομασία «Παναθήναια»! Έτσι, στα χρόνια του Όθωνα γιορτάζονταν επισήμως. Σιγά-σιγά ο εορτασμός –με τη νέα του μορφή– ξέφυγε από τα στενά όρια της περιοχής του Θησείου και απλώθηκε στους γύρω λόφους, φθάνοντας μέχρι τους Στύλους του Ολυμπίου Διός και αργότερα, προς τα τέλη του 19ου αιώνα, μέχρι τα Φάληρα. Απώλεσε τον αρχικό του χαρακτήρα, οι χωρικοί από τα Μεσόγεια δεν έλεγαν πλέον τα Ρουσάλια τους και το έθιμο εξελίχθηκε σε ανοιξιάτικο εορτασμό. Δεν είναι βεβαίως τυχαίο το γεγονός ότι οι εφημερίδες το παρουσίαζαν πάντοτε με τον ίδιο, σχεδόν στερεότυπο, τρόπο. Είναι εντυπωσιακό βέβαια το ότι από το 1870 μέχρι το 1900 προηγούνται «ΤΑ ΠΑΝΑΘΗΝΑΙΑ» και αμέσως μετά παρουσιάζεται «Η ΠΑΝΗΓΥΡΙΣ ΕΝ ΜΕΓΑΡΟΙΣ».
Αρχαιότητες, πυρρίχιος, συρτός, τσάμικος και πλάστιγγες!
Ως «Παναθήναια», άλλοτε έντονα και άλλοτε πιο ασθενικά, συνεχίστηκε ο εορτασμός στην Αθήνα. Οι περιγραφές είναι μοναδικές. Το 1887 έγραφαν οι εφημερίδες πως «ο κόσμος εξήλθεν όπως επισκεφθή τας αρχαιότητας και εν πυκναίς φάλαγξι κατέλαβε πάντα τα υψώματα, τα χαρακώματα, τας χαράδρας και τα σπήλαια», ενώ «ο αιώνιος βράχος της Ακροπόλεως είχε γαρνιρισθή τας επάλξεις εξ ανθρωπίνων πλασμάτων, άτινα εφαίνοντο μακρόθεν ως ατελεύτητος μιρμηκιά, καταστάλαγμα φιλαρχαίων ομάδων, τινές των οποίων, αι ζωηρότεραι, έστησαν χορούς, ο δε πυρρίχιος εκ παραλλήλου μετά του συρτού και του τσάμικου ημιλλώντο ως προς την εντέλειαν των ακισμών»[3].
Το περίφημο έθιμο με τις πλάστιγγες, το οποίο επικράτησε σε πολλά ελληνικά μέρη, ίσχυε και για το πανηγύρι του Θησείου. Οι πλάστιγγες στήνονταν εκεί όχι για να ζυγίσουν βεβαίως εμπορεύματα, αλλά για να… αποκαλύψουν του καθενός τη «σταθμική βαρύτητα»! Ακουγόταν δε ο ευφυής ζυγιστής, αντιγράφοντας τον Χάρωνα του Λουκιανού, να παραγγέλλει σε όσους ζυγίζονταν να αφήνουν κάτω την αλαζονεία και τον τύφο, ή τη φιλοχρηματία, τις σκοτούρες της ζωής, το μίσος, την απάτη, ώστε να τους ζυγίσει με δικαιοσύνη και γυμνούς από τα πάθη τους!
Χαρά Θεού στα τέλη του 19ου αιώνα
Προς τα τέλη του 19ου αιώνα οι εφημερίδες κατέγραφαν «γενικήν ευχαρίστησιν πλήθους όλου πανηγυριστών, εδώ κ’ εκεί στραγαλάδες, πανοράματα, ζυγιστάς, λεμονάδες και μέσα απ’ αυτά όλα να περνούν ατέλειωτα παρέαις παρέαις. Ο γέρω ξακουσμένος βράχος της Ακροπόλεως έβριθε επισκεπτών καθώς και οι ανθισμένοι ιστορικοί λόφοι του Φιλοπάππου της Πνυκός και του Θησείου. Επί τέλους αι πανηγύρεις αυταί αι κατ’ εξοχήν αθηναϊκαί πρέπει να προσελκύσουν την αγάπην όλων μας των Αθηναίων γενικώς, αφού μάλιστα συμπίπτουν πάντοτε με λούλουδα και μ’ άνοιξι και με Θεού χαρά»[4]!
Αλλά σιγά σιγά, με το πέρασμα των χρόνων και τις συνήθειες που έφεραν μαζί τους οι νέοι κάτοικοι της πόλης το έθιμο άρχισε να ατονεί. Εξάλλου, η Αθήνα δεν ήταν πλέον το μικρό χωριό που ήταν μαζεμένο κάτω από τη σκιά του Κάστρου. Νέες εξοχές και τοπία έκλεβαν τις καρδιές των κατοίκων της πρωτεύουσας, ενώ η πρόοδος ήθελε τον οβελία να πρωταγωνιστεί ανήμερα του Πάσχα στις αυλές των σπιτιών. Μέχρι που έφυγαν και οι τελευταίες γερόντισσες που επέμεναν να πηγαίνουν την Τρίτη του Πάσχα εκεί στον Ναό του Θησείου για να θυμούνται τα Λαμπριάτικα Ρουσάλια που απολάμβαναν στα νιάτα τους.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία» 17 Απριλίου 2012