Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Στην προπαρασκευή της Επαναστάσεως σημαντικό ρόλο διαδραμάτιζαν τα τραγούδια του Ρήγα Φερραίου. Πολλά εξ αυτών διάβαζαν οι δούλοι Έλληνες σε κρυφές συγκεντρώσεις, οι οποίες έπαιρναν μορφή μυσταγωγίας. Άλλα τα τραγουδούσαν. Ιδίως τους κατατρεγμένους συγκινούσαν μέχρι δακρύων δύο τραγούδια και τα δύο του Ρήγα. Το ένα «Ο καιρός, αδελφοί, της Ελευθερίας φθάνει / και το Γένος ημών τας δυνάμεις του λαμβάνει». Ευτυχώς διασώθηκε και ο σκοπός του τραγουδιού αυτού, η μουσική που έγραψε μερικά χρόνια αργότερα, ο καταγόμενος από την Κεφαλλονιά ριζοσπάστης μουσουργός Τζανής Μεταξάς. Το τραγούδι καλούσε Ρουμελιώτες, Μωραίτες και Νησιώτες να χύσουν το αίμα των τυράννων ποταμηδόν.
Μη φοβήσθε, Γραικοί, τους λαούς τους τρισβαρβάρους,
Είναι όχλος πολύς, δίχως τόλμης τε και θάρρους!
Τα τραγούδια αυτή μιλούσαν απευθείας στην ψυχή των αγωνιστών και τους προετοίμαζαν για τον Αγώνα. Σφυρηλατούσαν τις συνειδήσεις των παιδιών της Πατρίδας, τα οποία έπρεπε να σπεύσουν στην φωνή της:
Η αθλία Ελλάς τον βαρύν ζυγόν στενάζει
Τους πιστούς της υιούς εις βοήθειαν τους κράζει,
Αλύσους να συντρίψουν, δεσμά της ν’ απορρίψουν,
Και τρόπαια λαμπρά να στήσουν κατ’ εχθρών.
Τι καρτερείτε;
Ποιος έγραψε τους στίχους του ποιήματος «Παιδιά Ελλήνων τι καρτερείτε, / τ’ άρματα πιάστε, ήρθε καιρός»; Τον θούριο με την ιδιαίτερη σημασία, τους καλοδουλεμένους στίχους και το εντυπωσιακό περιεχόμενο; Υπήρξε μια μερίδα φωτισμένων Ελλήνων, οι οποίοι συνταγμένοι στην κατεύθυνση του Ρήγα Φερραίου, προπαγάνδιζαν την ιδέα ότι η σκλαβωμένη πατρίδα θα ελευθερωθεί με τις δικές της δυνάμεις και όχι με την υποστήριξη των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Σ’ αυτούς ανήκε και ο πατριώτης γεννήτορας του ποιήματος αυτού Στέφανος Κανέλλος (1792-1823).
Η νίκη είναι στη θέλησή μας,
θε να συντρίψουμε τον ζυγόν,
αν βάλουμ’ όλοι την δύναμή μας
και την ομόνοιαν ως οδηγόν!
Αυτά έγραφε ο Στ. Κανέλλος. Ο ξεχασμένος σήμερα πατριώτης και ποιητής, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από εύπορους γονείς που τον έστειλαν για σπουδές στη δύση. Σπούδασε Φυσικομαθηματικά και Ιατρική στη Βιέννη, διαβάζοντας παράλληλα και λογοτεχνία. Είχε το χάρισμα να γράφει στίχους και εξελίχθηκε σε διάσημο φιλόλογο. Τα προεπαναστατικά χρόνια συνεργάστηκε με τον «Λόγιο Ερμή», ενώ δημοσίευσε αξιόλογες μελέτες για τη νεοελληνική φιλολογία στην «Λευκοθέα» του Γερμανού φιλέλληνα Κάρολου Ιάκωβου Ίκεν (1789-1841).
Ήλθε καιρός…
Όταν ήταν ακόμη 19 ετών, συμμετείχε σε έκδοση του Αθανάσιου Χριστόπουλου. Αφήνοντας τη σιγουριά και τη λαμπρή σταδιοδρομία που του προσφερόταν στο εξωτερικό, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και προπαγάνδισε την Επανάσταση. Επηρεασμένος προφανώς από τον Θούριο του Ρήγα, εγκατέλειψε το επάγγελμα του ιατρού και ασχολήθηκε με την εκπαιδευτική κίνηση των ελληνικών παροικιών της βορείου Βαλκανικής και της Αυστρίας. Εμπνεόταν από τις προτροπές του Αδαμάντιου Κοραή και τις προσπάθειες του Άνθιμου Γαζή και στράφηκε στη μόρφωση του Ελληνικού γένους.
Όταν βρισκόταν στην Βασιλεύουσα έγραψε τον γνωστό Θούριο «Τι καρτερείτε, φίλοι και αδελφοί». Καλούσε το Ελληνικό Έθνος σε νικηφόρο ξεσηκωμό. Το 1820 αποδέχθηκε πρόσκληση του Κωνσταντίνου Βαρδάλαχου να διδάξει μαθηματικά στο Λύκειο Βουκουρεστίου. Στιχουργούσε πατριωτικά άσματα, τα οποία διακρίνονταν για την φλόγα τους. Λειτούργησε ως βάρδος της Επανάστασης. Σύμφωνα με τον Νικόλαο Δραγούμη ο ίδιος μελοποίησε το ποίημά του «Τι καρτερείτε;», το οποίο τραγουδιόταν με ενθουσιασμό επί πολλά χρόνια ακόμη και από τα στόματα των νηπίων. Ήταν η περίφημη «Προτροπή» του:
Παιδιά Ελλήνων τι καρτερείτε;
Τ’ άρματα πιάστε, ήλθε καιρός!…
Καταδικάζοντας την πολιτική της Ρωσίας, η οποία φαινόταν να αδιαφορεί έγραφε:
Γραικοί γενναίοι τα βλέμματά σας,
τι τα γυρνάτε προς τον Βορρά,
εις την ομόπιστη γειτονιά σας
κοιμάται ο Θρόνος πολλά βαρειά!
Η θυσία του
Ο Ν. Δραγούμης διέσωσε και περιστατικό που μας δίνει μια εικόνα πως η παραγωγή θουρίων επηρέαζε την επαναστατική έξαψη και διαμόρφωνε τη συλλογική ιδεολογία. Τρεις από τους μαθητές του, μεταξύ των οποίων και ο Γεώργιος Τισαμενός, απευθύνθηκαν προς τον δάσκαλό τους Στ. Κανέλλο για να τους συμβουλεύσει τι να κάνουν όταν ξέσπασε ο πόλεμος. — Να πάτε και να χύσετε το αίμα σας υπέρ πατρίδος, τους είπε ο Στ. Κανέλλος και σύντομα θα σας ακολουθήσω. — Και μέχρι να έρθεις ποιος θα μας οδηγεί; απάντησαν οι μαθητές. — Η ευχή της πατρίδας, η φρόνηση και η φιλοπατρία, τους απάντησε εκείνος και τους προμήθευσε με τον θούριο «Τα παλληκάρια τα καλά / ωσάν αδέλφια ζούνε».
Ο Στ. Κανέλλος έπιασε τ’ άρματα και κατέβηκε στην Ελλάδα ακολουθώντας τον Υψηλάντη. Ύστερα στάλθηκε ως σύμβουλος με τον Εμ. Τομπάζη στην Κρήτη, όπου συνέταξε και τους «Οργανισμούς της Κρήτης». Η περιοχή θα πληγεί από επιδημία πανούκλας και ο Κανέλλος, ως γιατρός αυτή τη φορά, θα βρεθεί στην πρώτη γραμμή. Προσβλήθηκε όμως και ο ίδιος με αποτέλεσμα να αφήσει την τελευταία του πνοή τον Ιούλιο 1823 και σε ηλικία μόλις 31 ετών. Αν επιζούσε θα πρόσφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στη χώρα, όταν είχε ανάγκη από σημαντικές πνευματικές φυσιογνωμίες.
Ο Τσοπανάκος
Εν τω μεταξύ, κατά τη διάρκεια του Αγώνα σπουδαίοι τύποι αναδείχθηκαν και έγραψαν τη δική τους ιστορία. Ένας εξ αυτών ήταν και ο περίφημος Τσοπανάκος, του οποίου το πραγματικό όνομα ήταν Παναγιώτης Κάλας, όπως μας βεβαιώνει ο Δημήτριος Γρ. Καμπούρογλους. Καταρχήν ξεχώριζε λόγω της εμφάνισής του. Πολύ κοντός, με κεφάλι φαλακρού άνδρα το οποίο ήταν χωμένο στους ώμους του και χέρια μακριά που έφταναν μέχρι τα ιδιαίτερα μικρά πόδια του.
Δεν γνωρίζουμε αν το παρατσούκλι του οφειλόταν στην ποιμενική περιβολή, τη φυσιογνωμία ή τη φωνή του ή και στα τρία. Είχε γεννηθεί το 1789 στη Δημητσάνα, όπου και έμαθε κάμποσα γράμματα. Θα μάθαινε δε περισσότερα αν δεν καταγινόταν κυρίως στο να σατιρίζει τους συμμαθητές του, τους διδασκάλους του, τους συμπολίτες του αλλά και τον εαυτό του. Κάποτε εμφανίσθηκε στην αγορά φορώντας έναν κορμό θάμνου (λέπενο) και τραγουδώντας: «Για δέτε αυτό το λέπενο / πόσο μου φέρνει έπαινο»!
Πολεμικός ποιητής
Ένας Τριπολιτσιώτης τυπογράφος, ο Ν. Παπαδόπουλος, φρόντισε να παραδώσει στην αιωνιότητα τον Τσοπανάκο. Εξέδωσε το 1838 τα «Άσματα Πολεμιστήρια του υπέρ της Ανεξαρτησίας της Ελλάδος Αγώνος», τα οποία ο ίδιος του είχε παραδώσει σε άτακτα χειρόγραφα. Ο ίδιος τον περιέγραψε γράφοντας πως «το ανάστημά του ήταν ως δωδεκαετούς νέου, ο δε χαρακτήρ του προσώπου του ανδρικός». Δεν ήταν Τυρταίος για να παράγει καλόσχημους παιάνες και στρατιωτικές ελεγείες αλλά δεν ήταν και όπως ο κακόσχημος μυθικός Θερσίτης, αφού ήταν μεν αθυρόστομος αλλά αγαθός.
Το 1821 τον βρίσκει να διάγει το 32ο έτος της ηλικίας του και μέσα στο στρατόπεδο του Νικηταρά να ψάλει τα εθνικά ποιήματά του. Ο Τσοπανάκος μεταβάλλεται σε πολεμικό ποιητή υμνώντας ήρωες και κατορθώματα. Ο βιογράφος του μας βεβαιώνει πως ήταν ευφυής, ποιητικό πνεύμα, αστείος και καλόφωνος. Μόλις μάθαινε τα κατορθώματα των Ελλήνων έσπευδε να τα εξυμνήσει εμμέτρως και να πηγαίνει στην Τριπολιτσά και στο Ναύπλιο για να τα απαγγείλει περιστοιχισμένος από πλήθος Ελλήνων.
Ο Νικηταράς και το άλογο
Μπορεί τα ποιήματα του Τσοπανάκου οπωσδήποτε να μη διακρίνονται για την ποιότητά τους, αλλά το γεγονός ότι υπήρξε πολύλογος στιχουργός που κατέγραφε την επικαιρότητα τους αποδίδουν κάποια πρόσθετη αξία, πέραν εκείνης του ενθουσιασμού. Μπορούν να χρησιμεύσουν ως πηγή πληροφοριών, ακόμη περισσότερο διότι απαγγέλονταν και τραγουδιόντουσαν από τον ίδιο τον ποιητή τους σε πραγματικό χρόνο, οπότε έχουν το πρόσθετο γνώρισμα της αληθινής βάσης. Όσο κι αν ήταν ανήμπορος έτρεχε εκεί όπου διεξάγονταν σφοδρές μάχες για να διασκεδάσει τους πολεμιστές με τον δικό του τρόπο.
Είναι πασίγνωστο το περιστατικό με τον Νικηταρά, του οποίου προστατευόμενος υπήρξε κατά κάποιο τρόπο ο Τσοπανάκος. Του έστειλε ο Νικηταράς ένα κολοβό άλογο για να εξυπηρετείται. Αλλά ο Τσοπανάκος δεν είχε τρόπο να το ταΐζει. Του έγραψε λοιπόν εμμέτρως:
«Το δώρον σου Νικηταρά
άλογο χωρίς ουρά.
Η μου στέλνεις και κριθάρι
ή σου στέλνω το τομάρι»!
Βεβαίως ο Νικηταράς του έστειλε και την απαραίτητη τροφή. Ωστόσο, δεν έζησε πολύ ο Τσοπανάκος. «Δυστυχής μεν κατά το σώμα, ευτυχής όμως κατά το πνεύμα» πέθανε το 1825 σε ηλικία μόλις 36 ετών. Επιστρέφοντας από κάποιο στρατόπεδο στάθηκε κάτω από κάποιο δένδρο για ξεκούραση. Για την ατυχία του το δένδρο είχε άγουρους καρπούς, αλλά εκείνος πεινούσε. Έφαγε και μάλιστα παράφαγε σε βαθμό που αρρώστησε κι έχασε τη ζωή του. Η απώλειά του προκάλεσε μεγάλη λύπη ιδιαίτερα στους πολεμιστές, στους οποίους μετέδιδε πάντα ευθυμία, ενθουσιασμό αλλά και πληροφορίες γενικού ή ειδικού ενδιαφέροντος, πηγαίνοντας από πόλη σε πόλη και από στρατόπεδο σε στρατόπεδο.