Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Οι συζητήσεις περί του ονόματος της Μακεδονίας επανάφερε στο προσκήνιο το ζήτημα των τοπωνυμίων της χώρας. Ιδιαιτέρως δε αυτών της Βορείου Ελλάδος. Το θέμα έχει αντιμετωπιστεί με προχειρότητα από τη νεότερη ιστοριογραφία. Ασύγγνωστες και ανιστόρητες επικρίσεις συνοδεύουν τις πληροφορίες που έχουν κατακλύσει το διαδίκτυο. Δεν λαμβάνονται υπόψη τα δεδομένα και τις συνθήκες υπό τις οποίες οι σημαντικότερες επιστημονικές προσωπικότητες της χώρας, έδωσαν τον δικό τους αγώνα για την ονοματολογική ελληνικότητα της Μακεδονίας. Αγωνίστηκαν με τον τρόπο που γνώριζαν, δηλαδή την έρευνα, τη γνώση και την πένα.
Περιοριζόμαστε στην αναφορά της προσπάθειας που κατέβαλε η Αρχαιολογική Εταιρεία όταν απελευθερώθηκαν η Ήπειρος και η Μακεδονία από τον τουρκικό ζυγό. Το Συμβούλιο της Εταιρείας, όταν έφτανε η είδηση της απελευθέρωσης των ελληνικών εδαφών, δεν έμεινε άπραγο. Εμπνεύστηκε την ιδέα να αποδοθούν τα ελληνικά παλαιωνύμια στην ένδοξη χώρα του Αλέξανδρου και του Πύρρου. Επειδή η Επιτροπεία Τοπωνυμιών που είχε συστηθεί λίγα χρόνια νωρίτερα είχε ουσιαστικά περιπέσει σε αδράνεια, η Αρχαιολογική Εταιρεία απευθύνθηκε στο αρμόδιο υπουργείο Εσωτερικών και δήλωσε την πρόθεσή της να αναλάβει την εργασία.
Πράγματι συνέστησε δική της Τοπωνυμική Επιτροπεία (Συμβούλιο) από μέλη της, επιστήμονες αναγνωρισμένης αξίας και ενθουσιώδεις προς κάθε τι το ελληνικό. Δέκα άνδρες αποτέλεσαν την Επιτροπεία εκείνη και οφείλουμε να αποτίνουμε τον ελάχιστο φόρο ευγνωμοσύνης για την προσφορά τους. Ήταν ο Καθηγητής της Σχολής της Χάλκης Γεώργιος Α. Παπαβασιλείου (1846-1916), ο νομομηχανικός Αθανάσιος Γεωργιάδης († 1927), ο αρχαιολόγος Βασίλειος Λεονάρδος (1857-1930), ο γιατρός ανθρωπολόγος Κλων Στέφανος (1854-1915) και ο πρώην υπουργός και φιλελεύθερος νομικός Γεώργιος Φιλάρετος (1848-1929).
Επίσης, ο Καθηγητής Φιλοσοφίας Θεόφιλος Βορέας (1873-1954), ο μαχητικός Καθηγητής Ιστορίας και γενικός γραμματέας του υπουργείου Παιδείας Μιχαήλ Βολονάκης (1875-1950) και ο Έφορος Αρχαιοτήτων Αντώνιος Κεραμόπουλος (1870-1960). «Ψυχή» της προσπάθειας ήταν ο Καθηγητής Ελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Γεώργιος Γαρδίκας (1869-1936), ο οποίος φρόντισε να διασώσει και τα σχετικά στοιχεία. Οι σπουδαίοι αυτοί άνδρες ανέλαβαν φιλοτιμήθηκαν να συνεχίσουν μία παλαιά παράδοση, εξοβελίζοντας τα τοπωνύμια που άφησαν πίσω τους οι βάρβαροι κατά την μακραίωνα δουλεία. «Να αποτρίψωσι τας ξενικάς τοπωνυμίας, αίτινες εξηφάνιζον την λάμψιν των Ελληνικών», όπως έγραψε ο Γ. Γαρδίκας.
Οι μετονομασίες τοπωνυμίων κακόηχων, βάρβαρων και ξενικών είναι παλαιά υπόθεση και έχει προκαλέσει απέραντες συζητήσεις. Ωστόσο, έκριναν πως η στιγμή ήταν κατάλληλη και το θέμα επείγον. Η αυγή της ελευθερίας έπρεπε να αποτυπωθεί στις ψυχές και στις εκφράσεις του ελληνικού του λαού και μαζί με τον κατακτητή να εξαφανιστούν τα στοιχεία που θύμιζαν την παρουσία του. Γι’ αυτό προτασσόταν η περίφημη ρήση του Στράβωνα «Η μεν τραχυστομία και η παχυστομία βαρβαρικόν, το δε αρτιστομείν Ελληνικόν»! Από τον απέραντο ελληνικό τοπωνυμικό πλούτο ανασύρθηκαν αυθεντικές αρχαίες μαρτυρίες για να αντικαταστήσουν ονομασίες τις ξένες προς τον τόπο. Καταγράφηκαν οι τοπωνυμίες που δεν περισώζονταν από αρχαίες πηγές αλλά βρίσκονταν ακόμη σε χρήση ή ακόμη και ξενικές τοπωνυμίες που έπρεπε να εξελληνιστούν με ευστοχία.
Το 1914, λοιπόν, κατατέθηκαν προτάσεις ονομασίας των νέων νομών και επαρχιών και μετονομασία πόλεων, χωριών και εν γένει κατοικημένων τόπων, βουνών, ποταμών, ακόμη και σιδηροδρομικών σταθμών. Αρκετοί μέμφθηκαν την εργασία της Επιτροπείας αυτής, η οποία πλούτισε το χάρτη μας με λαμπρά ονόματα, αποκαθιστώντας, στις περισσότερες περιπτώσεις, την ιστορική πραγματικότητα. Το ελληνικό έθνος, με τη φωνή και την ψυχή του, διακρινόταν και υποδεχόταν, με ενθουσιασμό στις περισσότερες περιπτώσεις, τα ελληνικά ονόματα. Γι’ αυτό απαντούσε ο Γ. Γαρδίκας με τη ρήση «Έλλην υπάρχω και Ελληνίζειν βούλομαι»! Ήταν η απαρχή της γιγαντιαίας προσπάθειες που διήρκεσε ολόκληρες δεκαετίες.