Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Ο πιο περιπετειώδης εορτασμός των Θεοφανείων υπήρξε εκείνος του έτους 1917. Ποτέ άλλοτε μια θρησκευτική τελετή δεν έλαβε τόσο έντονο πολιτικό χαρακτήρα. Γενικότερα οι γιορτές εκείνης της εποχής, δηλαδή τα Χριστούγεννα του 1916, ο εορτασμός της Πρωτοχρονιάς και τα Θεοφάνεια έμειναν αξέχαστα, αφού βρήκαν την Ελλάδα βαθιά διχασμένη και την πρωτεύουσά της να αποθεώνει τον βασιλιά Κωνσταντίνο.
Ογκώδεις διαδηλώσεις ξεκινούσαν από την πλατεία Ομονοίας για να καταλήξουν στο Παλάτι της Ηρώδου του Αττικού –όπου σήμερα το Προεδρικό Μέγαρο– για να ψάλουν ομαδικά τα Κάλαντα στον «Κουμπάρο», όπως αποκαλούσαν τότε τον Κωνσταντίνο. Και αντί για Κάλαντα έψαλαν «Του Αητού ο Γιoς» και διάφορες παραλλαγές της εποχής.
Η Ελλάδα ήταν χωρισμένη στα δύο. Στο «Κράτος των Αθηνών» και στο «Κράτος της Θεσσαλονίκης». Το πρώτο έχοντας ως Πρωθυπουργό τον καθηγητή Σπυρίδωνα Λάμπρο και το δεύτερο έχοντας την τριανδρία Ελ. Βενιζέλου, Π. Κουντουριώτη και Π. Δαγκλή. Άγγλοι, Γάλλοι και Ιταλοί επιχείρησαν ανεπιτυχώς να καταλάβουν στρατηγικά σημεία της πρωτεύουσας[1].
Ξέσπασαν τα περίφημα «Νοεμβριανά», με δεκάδες βενιζελικούς νεκρούς και τραυματίες, κλείσιμο εφημερίδων και το περίφημο «Ανάθεμα» στο Πεδίον του Άρεως. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η Αθήνα έζησε πρωτόγνωρες στιγμές, με τα πλήθη να αλαλάζουν υπέρ του Κωνσταντίνου, ο οποίος κηρύχθηκε έκπτωτος από την Προσωρινή Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης και δεν απολάμβανε της εμπιστοσύνη των Μεγάλων Δυνάμεων, ιδιαίτερα δε της Γαλλίας.
Από τα χαράματα
Η καθιερωμένη εκδήλωση της Κατάδυσης του Τιμίου Σταυρού στον Πειραιά μετατράπηκε στην ογκωδέστερη διαδήλωση που γνώρισε ποτέ η Αττική[2]. Η μετακίνηση ανθρώπινων ομάδων απ’ όλα τα μέρη της χώρας προς το επίνειο των Αθηνών υπήρξε πρωτοφανής.
Οι ουρές στα ταμεία του Σιδηροδρόμου που οδηγούσε στον Πειραιά είχαν σχηματιστεί από τα χαράματα, με αποτέλεσμα η Εταιρεία του Σιδηροδρόμου να αναγκαστεί να κλείσει τις πόρτες για να αποφευχθούν ατυχήματα. Οι πόρτες έσπασαν και τα βαγόνια πλημμύρισαν από κόσμο που καθόταν στα παράθυρα, κρεμόταν από τις πόρτες ή είχε ανεβεί στις οροφές των βαγονιών.
Μεταξύ του τότε Δημαρχείου του Πειραιώς, του Τινάνειου Κήπου και της Αγίας Τριάδος οι χώροι είχαν κατακλυστεί από κόσμο. Όπως και η αποβάθρα, οι εξώστες, τα παράθυρα, οι στέγες των σπιτιών, οι λέμβοι, οι φορτηγίδες και τα ατμόπλοια. Ένα μικρό ατμόπλοιο, το «Κύμα», δεν άντεξε τον κόσμο και έγειρε επικίνδυνα προς τη μία πλευρά, στέλνοντας στο κρύο νερό μερικούς από τους επιβάτες, καθώς και τρεις κυρίες με τα καπελίνα τους. Πράσινες γιρλάντες, γλάστρες και φοινικοειδή στόλιζαν την εξέδρα, τα λάβρα των Σωματείων και οι χρυσές στολές των αξιωματικών με τα λοφία συμπλήρωναν την εικόνα.
Η άφιξη του Κωνσταντίνου και όλης της βασιλικής οικογένειας σήμανε γενικό συναγερμό. Η μπάντα να παιανίζει τον βασιλικό ύμνο, οι καμπάνες των εκκλησιών να δημιουργούν κλίμα και οι σειρήνες των πλωτών ένα σωστό πανδαιμόνιο[3].
Ζητωκραυγές
Όσο για τους ιερωμένους έφθασαν εν πομπή, με επικεφαλής τον Μητροπολίτη και Πρόεδρο της Ιεράς Συνόδου Θεόκλητο, ο οποίος πέραν των άλλων αφού έψαλε το «Πολυχρόνιον» -ανάμεσα σε ζητωκραυγές και συνθήματα- τελείωσε λέγοντας πως «τοιούτος Βασιλεύς δεν εκθρονίζεται. Τον αναμένει το Αυτοκρατορικόν διάδημα των Κωνσταντίνων»! Ο αργυρός σταυρός ρίχτηκε στη θάλασσα, ενώ πάνω από το κεφάλι του Κωνσταντίνου πετούσαν τρία περιστέρια που άφηνε από τα χέρια του ο γνωστός Πειραιώτης καταστηματάρχης Κ. Λάγκας Σαλιπάστρας[4].
Ήταν δε η μόνη ίσως εποχή που υπήρξαν έντονες φιλογερμανικές εκδηλώσεις, ιδιαίτερα υπέρ του Γερμανού αυτοκράτορα που στήριζε το καθεστώς του Κωνσταντίνου. Οι εξελίξεις βέβαια δεν ανταποκρίθηκαν στο κλίμα του εορτασμού των Θεοφανείων. Λίγους μήνες αργότερα, ο Κωνσταντίνος έφευγε από την Ελλάδα, τοποτηρητής αναλάμβανε ο γιος του Αλέξανδρος, ο Ελ. Βενιζέλος σχημάτιζε την Κυβέρνησή του υπό την προστασία γαλλικών στρατευμάτων και τον Ιούνιο 1917 κήρυσσε επισήμως τον πόλεμο στις κεντρικές δυνάμεις.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία», 7, 8/1/2012.