Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Εξευγενισμένα τα σύγχρονα λεξικά παρουσιάζουν τη λέξη σεπαρέ, από το γαλλικό séparé, ως τον απομονωμένο χώρο σε κέντρο διασκέδασης όπου οι πελάτες χρειάζονται να μείνουν μόνοι μεταξύ τους. Δηλαδή έναν χώρο που προσφέρει ιδιωτικότητα.
Στα χρόνια του Mεσοπολέμου μια πινακίδα διευκρίνιζε περισσότερο τα πράγματα. «Δωμάτια δ’ οικογενείας» τα αποκαλούσαν και τέτοια δωμάτια διέθεταν όλα τα εξοχικά κέντρα.
Τη δεκαετία 1930 το σύστημα του σεπαρέ, που ήταν διαδεδομένο σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, στην Αθήνα είχε λάβει εκρηκτικές διαστάσεις. Από το Μετς, την Κολοκυνθού και τον Βοτανικό έως τα Φάληρα, την Αλυσίδα και τους Αμπελόκηπους, ακόμη και κάτω από την Ακρόπολη υπήρχαν τα περίφημα «Δωμάτια δι’ οικογενείας».
Τα σεπαρέ έκαναν χρυσές δουλειές και γι’ αυτό είχαν εξαπλωθεί τόσο ραγδαία. Οι πελάτες κατέβαλαν αδιαμαρτύρητα τον λογαριασμό αφού τους παρεχόταν ασφαλής ερωτική στέγη. Βεβαίως η ζωή στα σεπαρέ δεν ήταν… ανέμελη. Πλήθος επεισοδίων, άλλοτε σοβαρών και άλλοτε όχι, έβλεπαν το φως της δημοσιότητας.
Ο «εξαφανισθείς εβδομηκοντούτις γέρων» που βρέθηκε στο σεπαρέ εξοχικού κέντρου, όπως η άπιστη που… πάτησε το στεφάνι της, ο έγγαμος που παρέσυρε τη γειτόνισσά του ή ο λωποδυτάκος που ξάφριζε τα ζευγαράκια όσο ήταν απασχολημένα με τις περιπτύξεις τους. Οι πρόχειρες ξύλινες κατασκευές ήταν συνήθως πίσω από τα καταστήματα.
Πολλά εξ αυτών ήταν περίφημα στην εποχή τους. Ίσως δε το πιο διάσημο λόγω της εγγύτητάς του με το κέντρο της πόλης να ήταν το «Στάδιον» στην περιοχή του Αρδηττού. Συγκεκριμένα, στο ύψος της οδού Ηρώδου του Αττικού εκεί όπου παλαιότερα στεγαζόταν ο «Καραγκιόζης» του Μόλλα.
Στην πραγματικότητα ήταν ένα κινηματοθέατρο, το οποίο όμως αργούσε και οι χώροι του -τα παλαιά καμαρίνια του- είχαν μεταβληθεί, στις αρχές του 1930, σε σεπαρέ. Θεωρούνταν μάλιστα η ερωτική φωλιά της εποχής. Στα σεπαρέ του κατέφευγαν τα ερωτευμένα ζευγαράκια εξασφαλίζοντας την απόλυτη ησυχία τους αντί γενικής εισόδου 18 δραχμών. Πρώτα έπιναν τον καφέ τους στο διπλανό καφενείο του Κ. Παπασπύρου και ακολουθούσαν τα περαιτέρω.
Διέθετε ένδεκα τέτοια διαμερισματάκια, τα οποία νοίκιαζε νομιμότατα ο καφετζής και παλαιότερα χρησιμοποιούνταν και ως καμαρίνια ηθοποιών. Ήταν καταλλήλως διασκευασμένα και προστατευμένα από το κρύο και τα περίεργα μάτια και ήταν μονίμως κατειλημμένα[1].
Ασύλληπτες σκηνές μετά τη φωτιά στο λαοφιλές «Στάδιον»
Στις 28 Μαρτίου 1933 και ενώ επτά σεπαρέ φιλοξενούσαν επτά νέους και ισάριθμες τρυφερές υπάρξεις, ξέσπασε ξαφνικά πυρκαγιά και οι φλόγες έζωσαν το συγκρότημα των μικρών σεπαρέ. Το θέαμα που αντίκρισαν, όσοι έτρεξαν πρώτοι στο σημείο αλλά και τα αστυνομικά όργανα που έφθασαν εντωμεταξύ, ήταν πρωτοφανές και μοναδικό στην ιστορία της πρωτεύουσας.
Φαίνεται ότι το πυρ εκδηλώθηκε πρώτα στη σκηνή του κινηματοθεάτρου και αφού την αποτέφρωσε μεταδόθηκε στην αποθήκη όπου φυλάσσονταν περισσότερα από χίλια καθίσματα. Στη συνέχεια απλώθηκε στα μικρά διαμερίσματα. Γυμνά ή ημίγυμνα κοριτσόπουλα και νεαροί έτρεχαν αλλόφρονες προσπαθώντας να φύγουν από τον κλοιό της φωτιάς. Άλλοι πρόλαβαν να πάρουν τα ρούχα τους και να ντυθούν γρήγορα σε κάποια γωνιά, αλλά υπήρχαν κι εκείνοι που έχασαν τα υπάρχοντά τους και προστατεύτηκαν από το κρύο και τα αδηφάγα μάτια του κοινού ρίχνοντας πάνω τους τραπεζομάντηλα και ότι άλλο τους πρόσφερε το προσωπικό του μαγαζιού.
Το 3ο Αστυνομικό Τμήμα που ανέλαβε τις ανακρίσεις δεν μπορούσε να βρει εστία εμπρησμού. Άλλοι είπαν πως κάποιος εγκαταλελειμμένος εραστής έβαλε το μπουρλότο, άλλοι πως ήταν κάποιος σύζυγος, ενώ ορισμένοι θρησκευόμενοι υποστήριξαν «ο Θεός βρέθηκε στην ανάγκη να… ρίξη φωτιά και να τα κάψη…»[2]!
Ο Μήτσος Δειλινός έγραψε ίσως το πιο εύστοχο σχόλιο. Επισήμαινε πως ο έρωτας δεν μπορούσε να βρει ησυχία πουθενά. Τον κυνηγούσαν η αστυνομία, ο σύζυγος, ο αδελφός με το πιστόλι, ο εξάδελφος, ο ερωμένος αλλά τον… καταδίωκε και η πυρκαγιά[3].
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία», 26 Σεπτεμβρίου 2019