Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Δεν έχουν απασχολήσει ακόμη τους ερευνητές τα κοσμήματα που φορούσε η πρώτη Βασίλισσα της Ελλάδος, η Αμαλία, σύζυγος του Όθωνος. Ιδιαιτέρως τα κοσμήματα της πεθεράς της, της Βασίλισσας Θηρεσίας της Βαυαρίας (Therese Charlotte Luise of Saxony-Hildburghausen, 1792-1854), τα οποία πέρασαν στην κατοχή της. Όπως ήταν φυσικό στην καθημαγμένη μετεπαναστατική Ελλάδα, τα λαμπερά κοσμήματα της Βασίλισσας ήταν αντικείμενο σχολιασμού από επίσημους και μη αλλά και θαυμασμού κάθε φορά που στόλιζαν το κεφάλι, τον λαιμό ή τα χέρια της πανέμορφης εστεμμένης.
Διαδήματα
Η τιάρα που φορούσε, συνοδευμένη από ασορτί σκουλαρίκια, ήταν περίφημη σε όλους τους βασιλικούς οίκους της Ευρώπης. Περίτεχνη με λουλούδια, τριαντάφυλλα μπουμπούκια αλλά και ανθισμένα και ασορτί σκουλαρίκια, με αμέτρητα ροζ και μεγάλων διαστάσεων διαμάντια παλαιά κοπής. Ένα μεγάλο διαμάντι λαμπίριζε στο κέντρο του διαδήματος έντεχνα μπλεγμένο σε φύλλωμα. Επίσης, η Βασίλισσα Αμαλία φαίνεται είχε αδυναμία στις καρφίτσες από χρυσό και λευκό σμάλτο και πάντα διακοσμημένες με διαμάντια[1].
Υπήρχε όμως και ένα δεύτερο διάδημα με μαργαριτάρια, του οποίου κυκλοφόρησαν πέντε μόνον αντίγραφα. Η πλέον δημοφιλής εκδοχή ανήκει στην Βρετανική Βασιλική Οικογένεια και είναι γνωστή με την ονομασία «Crown Princess Diana». Σώζεται υπέροχο έργο με την Αμαλία, σε ηλικία 41 ετών, να φορά το διάδημα αυτό, το οποίο κατασκευάσθηκε το 1825 στο Μόναχο, πιθανότατα από τον κοσμηματοπώλη του Βασιλικού Οίκου Kasper Rielander. Ανήκε στη σειρά των κοσμημάτων που έφθασαν στα χέρια τα μέσω της Βασίλισσας Θηρεσίας. Δεκαέξι αψίδες με διαμάντια και μαργαριτάρια «σταγόνες» να κρέμονται.
Χάθηκε το βραχιόλι
Είναι ωστόσο ατέλειωτη η σειρά των κοσμημάτων της πρώτης Βασίλισσας Ελλάδος, τα οποία απασχολούν τα τελευταία χρόνια τους ειδικούς της Ευρώπης. Ένα όμως εξ αυτών έμελε να απασχολήσει ιδιαιτέρως την ελληνική κοινή γνώμη. Πρόκειται για ένα από τα βραχιόλια της. Ήταν το 1840 όταν το Ελληνικό βασιλικό ζεύγος επέστρεφε από ταξίδι του στην Πελοπόννησο, μέσω Αγουλινίτσας και πέρασε τον Αλφειό. Πριν φθάσουν στο χωριό Κούκουρα, όπως ονομαζόταν η σημερινή Σαλμώνη, βρέθηκαν μπροστά σε μια αψίδα που είχαν στήσει οι ντόπιοι για να τους υποδεχτούν.
Στον πανζουρλισμό που επικράτησε έπεσε το βραχιόλι της Βασίλισσας Αμαλίας. Ξεκινούσε έτσι μια περιπέτεια και χαμένος βγήκε ο άνθρωπος που το βρήκε! Ο Ευαγγέλης Πέτρου, ένας φουκαράς υλοτόμος που καταγόταν από την Καστοριά. Από τη χαρά του κοινολόγησε το εύρημα σε φίλους και γνωστούς μέχρι που άκουσε τον ντελάλη, λίγες ημέρες αργότερα, να φωνάζει πως η βασίλισσα είχε χάσει το βραχιόλι της. Έτρεξε λοιπόν σε παράγοντα της περιοχής, τον Γιαννάκη Διαμαντόπουλο, πρόεδρο του δημοτικού συμβουλίου του Δήμου Ωλένης. ─ Πρόεδρε φύλαξε το βραχιόλι και θα το πάω ο ίδιος στο Παλάτι.
Λυκούργος Κρεστενίτης
Καυχιόταν ο δύσμοιρος πως με την ευκαιρία που θα μετέφερε ξυλεία στην Αθήνα θα παρέδιδε το χρυσαφικό αυτοπροσώπως στη βασίλισσα. Ε, όλο και κάτι θα έπαιρνε για εύρετρα. Αυτά έλεγε και με τον καλύτερο φίλο του, τον καταγόμενο από τον Πύργο ράφτη Παναγιώτη Καζαντζάκη. Αλλά κι ο ράφτης σκέφτηκε πως έπρεπε να κερδίσει κάτι. «Δώσε μου πενήντα τάλιρα αλλιώς θα σε προδώσω στον διοικητή»-δηλαδή στον νομάρχη Ηλείας-, είπε ο ράφτης στον έκπληκτό υλοτόμο. Όταν αρνήθηκε να του τα δώσει, έκανε πραγματικότητα την απειλή του. Δεν πήγε στον διοικητή, αλλά στον πανίσχυρο βουλευτή Λυκούργο Κρεστενίτη (1793-1873). Έναν άνθρωπο ιδιόμορφο.
Από τη μια μελετούσε τους αρχαίους φιλόσοφους και από την άλλη εμπλεκόταν διαρκώς σε μικρά και μεγάλα σκάνδαλα και μηχανορραφίες. ─ Καλά έκανες κυρ Παναγιώτη και ήρθες σε μένα. Θα φροντίσω να βγάλεις και το κάτι τι σου, είπε ο Κρεστενίτης στον επισκέπτη του και με κάθε επισημότητα ειδοποίησε τον διοικητή Ηλείας. Φρόντισε βεβαίως να γνωστοποιήσει το γεγονός και στο Παλάτι. Έπρεπε να δείξει ποιος διαφέντευε εκείνον τον τόπο! Ο διοικητής κάλεσε τον Ευαγγέλη να παραδώσει το βραχιόλι. Αμετακίνητος όμως εκείνος επέμενε σώνει και καλά να το παραδώσει ο ίδιος στη βασίλισσα.
Η επιστροφή του βραχιολιού
Τρεις ημέρες έμεινε στη φυλακή ο Ευαγγέλης, μέχρι που μαθεύτηκε η πραγματικότητα. Κλήθηκε ο Πρόεδρος Διαμαντόπουλος, ο οποίος και παρέδωσε το βραχιόλι που ήταν δώρο του Όθωνος προς την Αμαλία. Καταστρώθηκε ολόκληρο σχέδιο ώστε να φτάσει το βραχιόλι στο Παλάτι με σιγουριά. Έτσι, ξεκίνησε το ταξίδι του και παραδιδόταν από σταθμό σε σταθμό και από χωροφύλακα σε χωροφύλακα, χέρι με χέρι μέχρι να φτάσει στην Αθήνα. Όπερ και εγένετο. Έφτασε στο Παλάτι, συνοδευμένο από την απαραίτητη έκθεση και παραδόθηκε στα χέρια του αυλάρχη.
Ευχαριστημένος ο βασιλιάς, και βάσει των στοιχείων της έκθεσης, έδωσε διαταγή να δοθούν εκατό δραχμές στον ράφτη που είχε αποκαλύψει το μυστικό. Όσο για τον ταλαίπωρο Ευαγγέλη έμεινε με τη… γλύκα και την τριήμερη φυλάκιση και έγραψε επιστολή προς τη «Μεγαλειοτάτη Άνασσα» εξηγώντας της πως την… πάτησε![2]