Δέν εἶνε γνωστόν –αἱ γνῶμαι τῶν ιστορικῶν διίστανται – πότε ἀκριβῶς τά ἄσπρα αὐγά ἀπεφάσισαν νά γίνουν κόκκινα, διά νἀ συμβολίσουν τήν χαράν τῆς Ἀναστάσεως. Ὁπωσδήποτε, ἀπό αἰώνων ἀποτελοῦν τό ἁπτότερον καί εὐγλωττότερον σύμβολον τῆς μεγάλης Χριστιανικῆς ἡμέρας. Πάσχα ἠμπορεί νά ἐννοηθῃ καί χωρίς τόν ἀδελφικόν ἀσπασμόν ἀκόμη. Χωρίς κόκκινα αὐγά ὅμως, ὄχι. Ὑπάρχουν δυστυχεῖς ἄνθρωποι, ζῶντες εἰς τήν ἐρημίαν τῆς ἀγάπης, οἱ ὁποῖοι δέν ἐλπίζουν νά λάβουν ἀπό κανένα ζεῦγος χριστιανικῶν χειλέων τόν ἀναστάσιμον ἀσπασμόν. Οὔτε νά τόν ἐπαιτήσουν. Καί ὁ πλέον ἔρημος ἄνθρωπος δύναται νά κρούσῃ τήν ξένην θύραν καί νά λάβῃ, ἀντί ἐλεημοσύνης, τό κόκκινό του αὐγό. Ὑπάρχουν μάλιστα ζητιάνοι, κατά τήν σημερινήν ἡμέραν, τῶν ὁποίων τό δισάκκι κλείνει περισσοτέραν ἐρυθράν χαράν, ἀπό ὅσην ἔκλεισεν ὁλόκληρη ἡ ἄθλια των ζωή. Τέλος πάντων, εἶνε ἀδύνατον νά συλλάβη κανείς τόν ἰλιγγιώδη ἀριθμόν τῶν ἄσπρων αὐγῶν, πού γεννοῦν αἱ ὄρνιθες ὅλον τὀν χρόνον, ἄν δέν ἀντικρύσῃ τά κόκκινα αὐγά, πού γεννᾷ ἡ Μεγάλη Πέμπτη.
Ἡ μεγαλειτέρα ἀπόδειξις καί τό μέγιστον τῶν ἐπιχειρημάτων περί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ διά μέσου τῶν Χριστιανικῶν αἰώνων, ἐξακολουθεῖ νά εἶνε τό κόκκινο αὐγό. «Πῶς θ’ ἀναστήσουμε χωρίς κόκκινα αὐγά;» ἐρωτᾷ, εἰς στιγμάς τραγικῆς ἀγωνίας ἡ φτωχή, πενθοῦσα προμάμμη. Ἀδύνατον νά ἀναστηθῇ ὁ Κύριος. Εὐτυχῶς, οἱ καλοί καί εὑτυχείς Χριστιανοί, διά νά μή μείνῃ νεκρός ὁ Κύριος διά τούς πτωχούς καί τούς πενθούντας, εἰς τήν καλύβην τῶν ὁποίων δέν ἐκόχλασεν ὁ κόκκινος λέβης, δέν ἔλειψαν ποτέ νά προλάβουν τό ἄτοπον, ἀποστέλλοντες τόν Ἄγγελον τῆς Ἀναστάσεως εἰς τούς δυστυχεῖς, ὑπό μορφήν πασχαλινοῦ αὐγοῦ. Ὁ δαιμόνιος Ματσούκας ἔκαμε κἄτι χριστιανικώτερον ἀκόμη. Περιοδεύων κἄποτε ἐν ἡμέρᾳ Ἀναστάσεως εἰς τά ἐνδότερα τῆς Ἀμερικῆς, ὅπου ὑπῆρχαν Ἕλληνες, χάσαντες τά Πασχάλια των καί διά τούς ὁποίους «κατά ποῦ ἐσήμαινεν ἡ φλάσκα, οὔτε φέτος Λαμπρή, οὔτε τοῦ χρόνου Πάσχα» ὑπήρχε πλέον – αὐτό τό εἶχε προβλέψει ὁ δαιμόνιος – ἐνεφανίσθη μεταξύ τῶν ἀδελφῶν Ἑλλήνων εἰς κἄποιον ἐργατικόν συνοικισμόν τῆς ὑπαίθρου χώρας, ἴππευσεν ἕνα πρόχειρον λόφον, συνήγειρε περί ἑαὐτόν μέ χαρμοσύνους κραυγάς τούς ἀδελφούς καί ἀνήγγειλε τήν μεγάλην εἴδησιν.
-Xριστός Ἀνέστη, ἀδέρφια!
Οἱ ἀδελφοί Ἕλληνες, μέ τά τσαπιά τῆς ἐργασίας των εἰς τά χέρια, τὀν ἐκύτταζαν διστάζοντες. Πολλοί ὑπέθεσαν ὅτι τους εὐαγγελίζεται μεταφορικῶς τήν ἀνάστασιν τοῦ γένους. Ὁπωσδήποτε δέν ἐφαίνοντο συγκινούμενοι ἀναλόγως. Ὁ δαιμόνιος τότε ἄνοιξε τό ταγάρι του καί παρουσίασε πρός τούς ἀδελφούς τό μέγα καί ἀδιάσειστον ἐπιχείρημα. Ποῦ καί μέ ποῖον τρόπον εἶχε κατορθώσει νά βάψη τά ἐξωτικά του αὐγά, μυστήριον. Ὕψωσε καί τά δύο του χέρια μέ ὅσα κόκκινα αὐγά ἠμποροῦσαν νά χωρέσουν ᾑ φοῦχτες του:
-Χριστός Ἀνέστη, ἀδέρφια.
Δάκρυα ἱερᾶς συγκινήσεως ἄρχισαν νά τρέχουν ἀπό τά μάτια τῶν ἀδελφῶν.
-Ἀληθῶς Ἀνέστη! Ἀληθῶς Ἀνέστη!
Ὁ Κύριος εἶχεν ἀναστηθῆ καί εἰς τήν μακρυνήν ἐκείνην Ἑλληνικήν γωνιάν καί κανείς δέν ἀμφέβαλλε πλέον περί τῆς Ἀναστάσεώς του. Ὁ Θωμᾶς, ψηλαφῶν τούς τύπους τῶν ἥλων ἐπί τοῦ σώματος τοῦ Διδασκάλου, δέν εἶχε πιστεύσει περισσότερον εἰς τό θαῦμα ἀπό τούς μακρυνούς αὐτούς Ἕλληνας, ψηλαφοῦντας τά κόκκινα αὐγά τοῦ οὐρανοπέμπτου Ἀγγέλου τῆς Ἀναστάσεως. Ὁ δαιμόνιος εἶχε κατέλθει πλέον ἀπό τό λόφον, ἐμοίραζεν εἰς τούς ἀδελφούς κόκκινα αὐγά καί ἀναστάσιμους ἀσπασμούς καί… εἰσέπραττε δολλάρια. Ἀληθῶς, εἶχεν ἀναστηθῆ ὁ Κύριος.
Τό εὐλαβές συμπέρασμα εἶνε, ὅτι τά κόκκινα αὐγά ἀποτελοῦν τό ἐπισημότερον μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ὑπό τόν ὅρον, νά μή εὑρίσκεται κανείς εἰς Παρισίους. Διότι ἐκεῖ κινδυνεύει νά ἔχη διαρκές Πάσχα. Ἀπλούστατα, τά αὐγά πωλοῦνται ἐκεῖ εἰς τάς κρεμερί, ὅπως πωλοῦνται ἐδῶ εἰς τά μπακάλικα καί τά μανάβικα. Ἐπειδή δέ εὐρίσκονται πάντοτε εἰς τά καταστήματα αὐτά διά τήν πελατείαν αὐγά καί ὡμά καί βρασμένα, τά βρασμένα πρός διάκρισιν βάφονται κόκκινα. Ἔτσι ἐξηγεῖται καί ἡ ἑρμηνεία, τήν ὁποίαν ἔδωκεν ἕνας ἀνύποπτος Ἀθηναίος, εὑρεθείς εἰς κἄποιο καμπαρέ τῆς Μονμάρτρης, μεταξύ οἱκουμενικῶν ἀσπασμῶν ἀρρένων καί θηλέων.
-Δέν μοῦ φαίνεται παράξενο –εἶπε- πῶς φιλιοῦνται διαρκῶς ἐδωπέρα κάθε βράδυ οἱ ἄνθρωποι. Ἀφοῦ ἔχουν ὅλο τὀ χρόνο Πάσχα…
Καί ἡ μόνη του ἀπορία ἦτο πῶς οἱ γύρω του Χριστιανοί ἔτρωγαν μέν τά κόκκινα αὐγά των, ἀλλά δέν τά ἐτσούγκριζαν.
-Ἴσως –συνεπέρανεν εὐλαβῶς– τά τσουγκρίζουν ἱδιαιτέρως. Κάθε τόπος, βλέπεις, μέ τά ἔθιμά του! [1]