Τα Κατοχικά Στρατοδικεία έχυναν άδικα το αίμα των Ελλήνων

Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

Δεν λογοδότησαν ποτέ στην πραγματικότητα οι αδίστακτοι ναζιστές, οι οποίοι πέραν των περιπτώσεων πατριωτών που εκτελούσαν για την αντιστασιακή τους δράση, συχνά για λόγους σκοπιμότητας δολοφονούσαν απροκάλυπτα αθώους Έλληνες. Προκαλούσαν αιματοχυσία, μόνο και μόνο για να εντυπωσιάσουν τους «θεατές» τους ή να «παραδειγματίσουν» τους υπόλοιπους Έλληνες. Αρκετοί εξ αυτών που είχαν αναλάβει τον ρόλο των δικαστών, όχι μόνον δεν οδηγήθηκαν στην δικαιοσύνη για τα εγκλήματά τους, αλλά μετά τον πόλεμο ευρέθησαν να ανέρχονται ραγδαία την κλίμακα της γερμανικής δικαιοσύνης.

Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι από τα ευρετήρια των βιβλίων που έχουν εκδοθεί έως σήμερα για την περίοδο της Κατοχής, απουσιάζουν οι λέξεις δικαστές και δικαιοσύνη. Είναι ωστόσο αδήριτη ανάγκη, χρέος τιμής, να καταγραφούν, ένας προς έναν και μία προς μία, οι άνδρες και οι γυναίκες που δολοφονήθηκαν από τα ιταλικά και γερμανικά δικαστήρια. Αρκούμαστε προς τον παρόν στην παρουσίαση των πρώτων ομήρων που οδηγήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα και την ιστορία δύο ψαράδων που θανατώθηκαν άδικα.

Το κτήριο του «Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός».

Ο ψυχοπαθής Nagel

Όπως προαναφέρθηκε, δεκάδες ήταν οι Έλληνες και Ελληνίδες που εκτελέσθηκαν από τους αιμοσταγείς Γερμανούς σε αντίποινα πράξεων των ομάδων εθνικής αντιστάσεως ή ακόμη και σε περιπτώσεις που επιθυμούσαν να δημιουργήσουν κλίμα φόβου στον πληθυσμό. Με κάθε ευκαιρία συλλάμβαναν ομήρους, τους οποίους κρατούσαν φυλακισμένους στις φυλακές Αβέρωφ ή στο Χαϊδάρι, όπου είχαν δημιουργήσει τις πλέον απάνθρωπες «αποθήκες αθώων ψυχών». Δεκάδες οδηγήθηκαν στα αποσπάσματα, ενώ στα γερμανικά αρχεία είναι εμφανής η προσπάθειά τους να δικαιολογήσουν τα εγκλήματά τους επικαλούμενοι «πολεμικές συνθήκες»[1].

Ένας εμφανώς ψυχικά άρρωστος αξιωματικός, ο συνταγματάρχης Nagel, ο οποίος ποτέ δεν δικάστηκε για τα εγκλήματά του, είχε αναλάβει να επιλέγει τους ομήρους που θα εκτελούνταν. Ως πρώτοι όμηροι συνελήφθησαν στις 1 Απριλίου 1942, κοντά στην νησίδα Φλέβα του Σαρωνικού, οι άνδρες που επέβαιναν σε δύο καΐκια και σκόπευαν να φθάσουν στην Αίγυπτο μέσω Τουρκίας. Οι συλληφθέντες κλείστηκαν στις φυλακές Αβέρωφ, όπου λίγες ημέρες αργότερα πληροφορήθηκαν πως χαρακτηρίστηκαν «όμηροι»[2].

Ηλίας Καζάκος

Οι όμηροι

Ο Στρατιωτικός Διοικητής Νοτίου Ελλάδος φρόντισε να ενημερώσει το κοινό, μέσω των εφημερίδων, ότι «εις περίπτωσιν σαμποτάζ εναντίον του Γερμανικού Στρατού οι όμηροι αυτοί θα τυφεκισθούν». Σύμφωνα με την ίδια ανακοίνωση «όμηροι» λογίζονταν από τους Γερμανούς «όλοι όσοι συνελήφθησαν ή θα συλληφθούν λόγω υπονοιών δια πράξεις στρεφομένας κατά του Γερμανικού στρατού»[3]. Απειλούσαν μάλιστα με τις ανακοινώσεις τους ότι θα λάμβαναν ανάλογα μέτρα και εναντίον όσων αναχωρούσαν για το εξωτερικό και σκόπευαν να αγωνισθούν εναντίον της Γερμανίας ή της Ιταλίας. Μια παρέα οκτώ ανδρών, από την κατηγορία των «ομήρων», μπήκε στο στόχαστρο του παράφρονα Nagel, ο οποίας και τους επέλεξε για να εκτελεστούν στις 4 Ιουνίου 1942.

Γεώργιος Κωτούλας

Ήταν ο 53χρονος ναυτικός Δημήτριος Γιαγκουδάκης, πλοίαρχος του ιστιοφόρου που εντόπισαν οι Γερμανοί και ο ναύτης του ίδιου ιστιοφόρου Παναγιώτης Θυμαράς. Επίσης, πέντε από τους επιβάτες που ήταν ο 42χρονος επισμηναγός Μιχαήλ Ακύλας, γνωστός στην αθηναϊκή κοινωνία για τις λογοτεχνικές επιδόσεις του, δύο υποπλοίαρχοι του Λιμενικού, ο 37χρονος Ηλίας Καζάκος και ο 36χρονος Γεώργιος Κωτούλας και ο 26χρονος εργάτης Γεώργιος Αναγνωστόπουλος. Μαζί τους οδηγήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα δύο φοιτητές, ο 19χρονος Πειραιώτης Ελευθέριος Κιοσές, ο οποίος είχε καταδικασθεί σε πέντε χρόνια ειρκτή για περίθαλψη Άγγλων και συμμετοχή στην έκδοση της παράνομης εφημερίδας «Φωνή των Σκλάβων» και ο 23χρονος φοιτητής από την Αμερική Νικόλαος Μοσχόπουλος, ο οποίος ήταν συνεργάτης του προηγούμενου.

«Γράφω όρθιος…»

Η επιστολή του Ηλία Καζάκου.

Ο υποπλοίαρχος Ηλίας Καζάκος πρόλαβε να αφήσει ένα σημείωμα στην οικογένειά του: «Θάρρος, υπερηφάνεια, γράφω όρθιος, εγώ ο Κωτούλας χέρι-χέρι»[4]. Ο 19χρονος Κιοσές έγραψε: «Μητερούλα, Πατερούλη, Αδελφούλες πεθαίνουμε σαν άνδρες για την Πατρίδα. Δεν υποφέρω καθόλου και σεις να μη κλάψετε. Είμαστε αντάξιοι των προγόνων μας και της Ελλάδας. Μεταλάβαμε. Χαίρε Ελλάδα, μητέρα ηρώων. Έχετε γειά»[5]. Ο σπουδαίος λογοτέχνης και στρατιωτικός Μ. Ακύλας ευχόταν σε έναν αξιωματικό ξάδελφό του να δει πιο ένδοξες ημέρες και ζητούσε να τον θάψουν στον τάφο των γονιών του.

Οι ήρωες οδηγήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα σε τρεις ομάδες, τρεις, τρεις και δύο. Αυτόπτης μάρτυρας της εκτέλεσης ήταν ο ιερέας που τους κοινώνησε, ο πρωτοπρεσβύτερος Αντώνιος Δ. Αντωνόπουλος. Ιδού τι έγραψε στην συγκλονιστική έκθεσή του προς τον Αρχιεπίσκοπο: «Οι μελοθάνατοι κατείχοντο από υπερεκχειλίζουσαν πίστιν και θερμότατον πατριωτισμόν και εξεδήλωσαν αμέσως τον εσωτερικόν των άνθρωπον ψάλλοντες τον Εθνικόν μας Ύμνον, την τελευταίαν στροφήν “και σαν πρώτ’ ανδρειωμένοι…” επαναλαμβάνοντες τετράκις και γεγονυία τη φωνή με κατακλείδα “Ζήτω η Ελλάς”»[6]!

Ακύλας Μιχαήλ

Οι δύο ψαράδες

Ένα από τα χιλιάδες περιστατικά αφορούσε δύο ψαράδες από τον Πόρο, τον 57χρονο Στέφανο Δασκαλάκη, ο οποίος καταγόταν από την Σμύρνη και τον 45χρονο Αναστάση Γιαννούση. Ένας εργολάβος και τα δύο παιδιά του, οι οποίοι προφανώς τα περνούσαν καλά με τον κατακτητή και συνεργάζονταν με τις υπηρεσίες του, κατήγγειλαν πως οι δύο άνδρες κατείχαν δυναμίτιδα. Συνελήφθησαν και κλείστηκαν στα μπουντρούμια μέχρι τη δίκη τους, η οποία διεξήχθη στις 13 Νοεμβρίου 1942. Κανένας συνήγορος δεν κατόρθωσε να τους συναντήσει και να συνομιλήσει μαζί τους μέχρι το πρωί της δίκης. Λίγο πριν το ξεκίνημά της, τους συνάντησε και παρακάλεσε να δοθεί αναβολή για να ενημερωθεί.

Αλλά οι ναζιστές που είχαν καταλάβει την έδρα των δικαστών στο κτίριο του Παρνασσού αρνήθηκαν κατηγορηματικά. Τότε οι κατηγορούμενοι ζήτησαν να προσέλθουν εκείνοι που τους είχαν καταγγείλει, λέγοντας πως εκείνοι κατείχαν τις μεγάλες ποσότητες και γνώριζαν για το έλλειμμα που είχε παρουσιαστεί στις γερμανικές αποθήκες. Ο Πρόεδρος αρνήθηκε κατηγορηματικά να κλητεύσει οποιονδήποτε μάρτυρα. Ύστερα ο συνήγορός απευθυνόμενος στο δικαστήριο είπε ότι οι κατηγορούμενοι για να αποφύγουν τις επιπτώσεις, επέστρεψαν τα λίγα φυσίγγια δυναμίτιδας που είχαν πάρει από εκείνους που τους κατήγγειλαν. Ανεξαρτήτως δε τούτου, σίγουρα την όποια ποσότητα δυναμίτιδας κατείχαν θα την χρησιμοποιούσαν για ψάρεμα.

 

«Κατεδικάσθησαν εις θάνατον»

Ο εισαγγελέας πρότεινε φυλάκιση δύο ετών, προκαλώντας την αντίδραση του συνηγόρου υπερασπίσεως πως ήταν υπερβολική. Δυο μεροκαματιάρηδες ήταν που προσπαθούσαν να ζήσουν τα παιδιά τους. Ο Στ. Δασκαλάκης είχε τέσσερα παιδιά και ο Αν. Γιαννούσης τρία. Ο εισαγγελεύς πρότεινε φυλάκιση δύο ετών, αλλά το δικαστήριο αποφάσιζε έχοντας μπροστά του άλλα στοιχεία. Στον Πόρο επικρατούσε «αγγλόφιλο ρεύμα» και σημαντικοί παράγοντες της νήσου, μεταξύ των οποίων ο τελώνης και ο οικονομικός έφορος, άκουγαν τις εκπομπές του Λονδίνου. Εκεί είχε στραμμένο το βλέμμα του το δικαστήριο και αποφάσιζε να ασκήσει τρομοκρατία χύνοντας το αίμα δύο αθώων και φτωχών ανθρώπων.

Αφού κρατήθηκαν περίπου δύο μήνες στις φυλακές, εκτελέσθηκαν στις 6 Ιανουαρίου 1943 και κηδεύθηκαν στο 3ο Νεκροταφείο των Αθηνών. Ήταν τέτοια η λύσσα τους να δολοφονήσουν τους δύο αθώους ψαράδες, ώστε λίγες ημέρες αργότερα εκδόθηκε η μόνη ανακοίνωση του Στρατοδικείου Αθηνών που ανέφερε τα στοιχεία των ανθρώπων που οδηγήθηκαν στο απόσπασμα: «Το παρά τω Γερμανώ Στρατιωτικώ Διοικητή της Νοτίου Ελλάδος Στρατοδικείον ανακοινοί ότι κατεδικάσθησαν εις θάνατον οι Στέφανος Δασκαλάκης, αλιεύς. Αναστάσιος Γιανούσης, εργάτης. Αμφότεροι ήσαν κάτοχοι δυναμίτιδος. Η θανατική ποινή εξετελέσθη την 6-1-1943»[7].

Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία» 16 Οκτωβρίου 2014

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Άρτεμις Πετράντη: Εξευτέλισε την αντικατασκοπεία των κατακτητών

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

Μεταβείτε στο άρθρο: Άρτεμις Πετράντη: Εξευτέλισε την αντικατασκοπεία των κατακτητών

Όταν στην Κατοχή κυνηγούσαν αναπήρους και ζητιάνους!

ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Μεταβείτε στο άρθρο: Όταν στην Κατοχή κυνηγούσαν αναπήρους και ζητιάνους!

Αυτοσχέδια κάρρα και καρότσια στα χρόνια της Κατοχής

ΚΑΤΟΧΗ – ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ (1941-1944)

Μεταβείτε στο άρθρο: Αυτοσχέδια κάρρα και καρότσια στα χρόνια της Κατοχής