Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
«Τα χρόνια δεν έχουν καμιά σημασία/ όταν ανάψει μες στα στήθια της αγάπης η φωτιά», τραγουδούσε πριν από χρόνια ο λαϊκός βάρδος Πάνος Γαβαλάς, Κάτι τέτοιο μάλλον θα πίστευε το έτος 1933 και ο πασίγνωστος σε όλους τους Λαυριώτες μπαρμπα-Κλεόνης, ένας 72χρονος πρόσφυγας. Έγγαμος, πατέρας πολλών παιδιών και παππούς, εξέφραζε παντοιοτρόπως τον έρωτά του στην 80χρονη κυρα-Αναστασία.
Μπορεί εκείνη να μην έβλεπε και να μην άκουγε καλά, αλλά στα δικά του μάτια –τα οποία είναι αλήθεια ότι με τα χρόνια είχαν χάσει τη λάμψη, τη σπιρτάδα και τις ικανότητές τους– φάνταζε ελκυστική. Εξάλλου, ήταν μια δεκαετία τώρα που ο μπαρμπα-Κλεόνης είχε βάλει στο μάτι τη γειτόνισσα. Αλλά ούτε που φανταζόταν πως θα μπορούσε να της εξομολογηθεί τα αισθήματά του. «Ντροπής πράγματα», σκεφτόταν.
Όμως μια φθινοπωριάτικη μπόρα που ξέσπασε στις αρχές Οκτώβρη 1933 τους έφερε πιο κοντά. Η στέγη της έμπασε νερό και εκείνος έτρεξε να βοηθήσει. Κάθισαν και στη φουφού να στεγνώσουν. Αυτό ήταν. Έγινε η σκιά της. Εκείνη του μιλούσε πάντα με καλοσύνη, αλλά η καρδιά του γέροντα είχε λαβωθεί για τα καλά. Μέχρι που άρχισε να τα τσούζει στο καπηλειό της αγοράς. Δεν εννοούσε να κάτσει φρόνιμα. Όλο και την έστηνε για να συναντήσει την αγαπημένη του, η οποία ούτως ή άλλως δεν έβγαινε και συχνά από το σπίτι. Αλλά μια Κυριακή, μετά την εκκλησία, της εξομολογήθηκε τα καθέκαστα. Εκείνη, σχεδόν κουφή, μάλλον άκουσε τα μισά. Αφού τη βοήθησε να κατέβει τα σκαλιά, της είπε να αφήσει το βράδυ την πόρτα ανοικτή γιατί ήθελε να της πάει κάτι και με την ευκαιρία να τα πουν.
Από το απόγευμα τα κουτσόπινε στο καπηλειό ο μπαρμπα-Κλεόνης. Όταν ζύγωσαν τα μεσάνυχτα ξεκίνησε για το σπίτι της, αλλά βρήκε κλειδωμένη την πόρτα. Κάτι το οινόπνευμα, κάτι η απογοήτευση έγινε έξω φρενών ο γέροντας, ο οποίος αλλιώς είχε φανταστεί τη νύχτα του. Παραβίασε την πόρτα και επέπεσε λάβρος «κατά της κοιμωμένης γραίας», όπως έγραφαν τα ρεπορτάζ. Ας δώσουμε όμως τον λόγο στον δημοσιογράφο της εποχής για να μας πει τι συνέβη από εκεί και πέρα: «Της έσχισε τα εσώρουχα, της έφραξε το στόμα διά να μη κραυγάση και θα έφερεν εις πέρας το δύσκολον διά την ηλικίαν του έργον του βιασμού, αν δεν συνέβαινεν η γραία από τον φόβον της να υποστή μίαν δύσοσμον φυσική ενέργειαν»!
Αυτό ήταν. Η δυσοσμία έτρεψε σε φυγή τον ερωτιάρη γέροντα, ενώ από τις κραυγές της γερόντισσας μαζεύτηκε όλη η γειτονιά. Έκπληκτοι άνδρες και γυναίκες μάθαιναν το πάθημά της. Σε λίγο οι χωροφύλακες συλλάμβαναν τον παράτολμο ερωτιάρη, ο οποίος αφού έβγαλε τη νύχτα στο Τμήμα Λαυρίου οδηγήθηκε την επομένη στον εισαγγελέα. Εκεί αρνήθηκε την πράξη προβάλλοντας φυσική αδυναμία για παρόμοιο τόλμημα. Και επειδή δεν υπήρχαν απτές αποδείξεις, αλλά το μόνο πειστήριο ήταν το εσώρουχο της γριούλας, ο αντεισαγγελέας Βασιλόπουλος και ο ανακριτής Μιχόπουλος τον αποφυλάκισαν προσωρινά. Η δίκη δεν έγινε ποτέ αφού η κυρα-Αναστασία δεν άργησε να χαιρετήσει τον μάταιο τούτο κόσμο, αλλά του κυρ Κλεόνη τού έμεινε η κατηγορία του «γέροντος σατύρου». Αλλά είπαμε, ο έρως χρόνια δεν κοιτά!
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία», 2 Οκτωβρίου 2013