Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Είναι πολλές οι ανακρίβειες που κυκλοφορούν και η έλλειψη σεβασμού που επιδεικνύεται στις πάσης φύσεως πνευματικές παραγωγές και τους δημιουργούς τους. Σπουδαία έργα δεν έχουν ιστορηθεί, γεγονός το οποίο μας στερεί συχνά τη δυνατότητα να τα απολαύσουμε σε όλο τους το μεγαλείο. Φαίνεται πως κάτι τέτοιο ισχύει και για ένα από τα ωραιότερα τραγούδια που γράφτηκαν για την πλέον παραδοσιακή γειτονιά των Αθηνών. Πρόκειται για το τραγούδι «Στης Πλάκας τις ανηφοριές», του οποίου όχι μόνον οι στίχοι, αλλά και η μουσική καταγράφονται συχνά, κυρίως στο διαδίκτυο, με τον τίτλο «παραδοσιακό». Αυτό σημαίνει πως είναι άγνωστος ο δημιουργός του και έφθασε έως εμάς από στόμα σε στόμα. Άλλοι πάλι, κατά το δοκούν, προσθέτουν στιχουργούς ή μουσικούς. Η αλήθεια όμως είναι ότι ο μοναδικός στο είδος του και πολυγραφέστατος Τίμος Μωραϊτίνης ήταν ο γεννήτορας των στίχων και της μουσικής του.
Ήταν ο νεότερος της γενιάς των Αθηναίων ευθυμογράφων που άκμασαν από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα. Ευτύχησε να ζήσει πολλά χρόνια και να προσφέρει μοναδικό σε όγκο και ποιότητα έργο. Εκείνος έγραψε ότι «Έχει η Αθήνα ομορφιές, έχει και κάτι ζωγραφιές / μα σαν της Πλάκας τα στενά δεν έχει τέτοια πουθενά / Βρε, το ξέρει η ανθρωπότης πως κι ο Θεός είναι Πλακιώτης / κι’ όταν σιγοψιχαλίζει, αχ τα βασιλικά ποτίζει»! Αυτό ήταν το πρώτο τετράστιχο του τραγουδιού που έγραψε για τις ανάγκες της επιθεωρήσεως «Μπερλίνα»[1].
Αθηναιολατρεία
Ανέβηκε το καλοκαίρι του 1927 στο θέατρο Κυβέλης (Θίασος Δράμαλη – Πατρικίου). Ευχάριστη μουσική, σάτιρα πολιτικών πραγμάτων και προσώπων, κοινωνικών τύπων, νεόπλουτων και σαλονιών και φρεσκάδα πνεύματος. Ανάμεσά τους η διαπίστωση πως «Στης Πλάκας τις ανηφοριές, / που γέρνουν οι κληματαριές / έχει κάτι Πλακιώτισσες, που λες / ροδόσταμο τις πότισες / Κι η ρετσίνα κεχριμπάρι, / ταβερνιάρη, ταβερνιάρη / Βάλε μας, να σβήσει η έννοια / από την κεχριμπαρένια»!
Το δεύτερο τετράστιχο θεωρήθηκε η ακμή της αθηναιολατρείας του Τίμου Μωραϊτίνη. Το τρίτο, στην αυθεντική του μορφή, ανέφερε πως «Πλέκουν στα μπαλκόνια της φωλιές τα χελιδόνια της / κι απάνω από το Κάστρο της τον Παρθενώνα έχει γι’ άστρο της / Και το σούρουπο σαν φτάνει βγαίνουν οι Θεοί σεργιάνι / Και τα κοπανάν για γούρι Ωχ! στη ταβέρνα του Τζουτζούρη». Αργότερα έγινε στην ταβέρνα του Βουδούρη.
Η σύγχυσις
Η ταβέρνα του Τζουτζούρη ήταν μία από τις ιστορικές και εμβληματικές της Πλάκας, επί της οδού Κόδρου, πίσω από το ιερό της Αγίας Σωτήρος[2]. Όσο για το τραγούδι του Μωραϊτίνη γνώρισε επιτυχία στο θέατρο και πέρασε στα χείλη του ελληνικού λαού. Μπήκε στις ταβέρνες, περπάτησε στα σοκάκια της Πλάκας και της Νεαπόλεως και έφθασε έως τα όργανα των κανταδόρων. Ακολούθως πρωταγωνίστησε στη βραδιά «Αθηναϊκής Καντάδας», που οργανώθηκε το καλοκαίρι του 1935 στο Παναθηναϊκό Στάδιο.
Η σύγχυση που επικράτησε περί δημώδους άσματος, οφείλεται μάλλον σε δημοφιλές τραγουδάκι πράγματι άγνωστου δημιουργού. Το πρώτο τετράστιχο έλεγε πως «Στης Πλάκας τον ανήφορο / απόψε θα γλεντήσουμε / τη φτώχεια θα ξεχάσουμε / θα γλυκοτραγουδήσουμε». Ήταν αποκριάτικο και άλλη στροφή του ανέφερε ότι «Στης Πλάκας τον ανήφορο / μοσχοβολούν βασιλικά / κι απ’ τα μπαλκόνια μας θωρούν / τα μαύρα μάτια τα γλυκά»[3].