Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Ήταν γοητευτική τριανταπεντάρα όταν ανέβηκε στην Ακρόπολη, πριν από 62 χρόνια (1958). Απίστευτες φήμες τη συνόδευαν για θυελλώδεις έρωτες, χλιδάτη ζωή και ακριβά γούστα. Λίγους μήνες νωρίτερα είχε φύγει από τη ζωή ο 29χρονος πάμπλουτος και όμορφος Ισπανός ευγενής σύζυγός της Αλφόνσο (Αλφο) Καμπέζα ντε Βάκα, μαρκήσιος του Πορτάγκο (1928-1957), ο οποίος σκοτώθηκε σε αγώνες αυτοκινήτου. Η χήρα του, η γεννημένη το 1923 ηθοποιός Λίντα Κρίστιαν, με τα καταγάλανα μάτια, έπνιγε τον πόνο της στην αγκαλιά του κατά επτά χρόνια μικρότερου, αλλά επίσης πάμπλουτου Ιταλοβραζιλιάνου κόμη και διεθνούς φήμης playboy Φραντσίσκο Πινιατάρι (1916-1977). Ο έρωτάς τους καταγράφηκε με υπέροχα λόγια στην Ακρόπολη των Αθηνών, το 1958[1].
Η Λίντα Κρίστιαν είχε γεννηθεί ως Μπλάνκα Ρόζα Βέλτερ στο Ταμπίκο του Μεξικού. Στο αίμα της κυλούσε αίμα ολλανδικό, ισπανικό, γερμανικό και γαλλικό. Το μεγαλύτερο από τα τέσσερα παιδιά μιας οικογένειας που έζησε σε Νότια Αμερική, Ευρώπη, Μέση Ανατολή και Αφρική μιλούσε οκτώ γλώσσες και ονειρευόταν να γίνει γιατρός. Αλλά, μόλις αποφοίτησε από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, γνώρισε το ίνδαλμά της, τον πρωταγωνιστή του Χόλιγουντ Έρολ Φλίν (1909-1959), που έγινε εραστής της. Την έπεισε να εγκαταλείψει τις σκέψεις της για την ιατρική και να γίνει ηθοποιός. Ο ίδιος της έδωσε και το καλλιτεχνικό «Λίντα Κρίστιαν».
Έκανε το κινηματογραφικό ντεμπούτο της σε μουσική κωμωδία (1944) αλλά έγινε πασίγνωστη συμμετέχοντας στην ταινία «Ταρζάν και Γοργόνες» (1948) και ακόμη περισσότερο ως πρώτη κοπέλα του Τζέιμς Μποντ στην τηλεοπτική προσαρμογή του «Καζίνο Ρουαγιάλ» (1954). Μεγαλύτερη όμως ήταν η φήμη της ως δεύτερης συζύγου του Αμερικανού ηθοποιού του κινηματογράφου, του θεάτρου και του ραδιοφώνου Τάϊρον Πάουερ (1914-1958). Παντρεύτηκαν το 1949 και χώρισαν το 1955 [2], έχοντας αποκτήσει δύο κόρες, την Αμερικανίδα ηθοποιό και τραγουδίστρια Ρομίνα Πάουερ, γνωστή και από το μουσικό ντουέτο με τον Αλ Μπάνο, και την επίσης γνωστή Αμερικανίδα ηθοποιό Ταρίν Πάουερ.
Έναν μήνα μετά τον χωρισμό τους, η Λίντια Κρίστιαν βρήκε παρηγοριά στα χάδια του αδικοχαμένου μαρκήσιου Αλφόνσο. Όταν ο τελευταίος σκοτώθηκε, έπνιγε τη λύπη της ταξιδεύοντας σε όλον τον κόσμο με τον «μπέμπη», όπως αποκαλούσαν χαϊδευτικά τον Ιταλοβραζιλιάνο κόμη. Έφτασαν στην Αθήνα προερχόμενοι από τη Ρώμη και θα ακολουθούσαν τουλάχιστον οκτώ σταθμοί (Κάϊρο, Καλκούτα, Μπανγκόκ, Χόγκ Κόγκ, Τόκυο, Χονολουλού, Σαν Φρανσίσκο και Ρίο ντε Τζανέιρο). Ήταν η δεύτερη φορά που επισκεπτόταν την Αθήνα, αφού είχε έλθει και ως παιδί με τους γονείς της, έχοντας εντυπωσιαστεί από τον ελληνικό χαλβά.
Λάτρευε την Ελλάδα και δήλωνε πως δεν φοβόταν τίποτε, πλην του εαυτού της. Εξάλλου, έτσι άρχιζε και τα απομνημονεύματά της, που είχαν ήδη αρχίσει να δημοσιεύονται. Τη συνόδευε η φήμη της «αντροχωρίστρας» και της «απειλής των οικογενειών». Οι ανεπίσημοι έρωτές της, όπως αυτός με τον πλούσιο Φραντσίσκο, που επισκέφτηκε την πατρίδα μας, ήταν περισσότεροι και πιο σφοδροί. Ταξίδευε αναζητώντας την ησυχία και έπαιρνε ηρεμιστικά για να κοιμηθεί. Ήξερε την τέχνη της ζωής και το πανόραμά της συνεχίστηκε τα επόμενα χρόνια με άλλους έρωτες και ταξίδια… πολλά ταξίδια. Κάποτε, για να ξεχάσει, πήρε τα κλειδιά του πολυτελούς σπιτιού τού επίσης αγαπημένου της Αλή Χαν (1911-1960) στο Παρίσι. Αλλά δεν μπορούσε να ξεπεράσει την αδυναμία της στη δημοσιότητα. Έτσι, κάλεσε τους φωτογράφους και φωτογραφήθηκε στην πολυτελέστατη έπαυλη, στην οποία έως τότε δεν είχε εισέλθει άνθρωπος του Τύπου. Μπορεί να θύμωσε ο Αλή Χαν, αλλά εκείνη δεν θορυβήθηκε. Συνέχισε να πορεύεται ρουφώντας τους χυμούς της ζωής, μέχρι τον Ιούλιο του 2011, που έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 87 ετών[3].