Ω Καλωσύνη αθάνατη!
Του κάκου ο πεύκος, όταν
τ’ αγέρι τον εχάϊδευε
τους πόθους του διηγώταν·
του κάκου ο φλοίσβος φλύαρος
βγαίνοντας στ’ ακρογιάλι
τα μυστικά της θάλασσας
τάλεγε αγάλι-αγάλι·
του κάκου προς το δειλινό
ροδόχρυσες αράχνες
υφαίναν πέπλα διάφανα
με της ανάερες άχνες·
του κάκου η θάλασσ’ άλλαζε
κάθε στιγμή και χρώμα!
μέσα στης τόσες ωμορφιές
έλειπε κάτι ακόμα.
Η Καλωσύνη διάβηκε
περ’ απ’ τα μονοπάτια,
το γέλιο είχε στα χείλη της
το δάκρυ είχε στα μάτια·
κι’ ακούραστη κι’ ακοίμητη,
με πρόθυμο το χέρι,
είδε το κάτι πούλειπε
κ’ έτρεξε να το φέρη.
Κ’ ηρθ’ η παιδιάτικη ζωή
κ’ επήρε γύρω η φύσι
ό, τι ποθούσε ανώφελα
κι’ ότι είχε λαχταρίσει,
και σύγκορμη αναγκάλιασε
κι’ άνοιξε την αγκάλη
και τέτοια λόγια ανάβλυσαν
μεσ’ απ’ τα μύρια κάλλη:
«Γι’ αντιδοσίδι ατίμητο
στη χάρι αυτή που πήρα
έχω δυό θύρες, της Χαράς
και της Υγείας την θύρα·
τη θύρα της Υγείας, αυτή
που ανοίγει λίγο-λίγο
για σε παιδιάτικη ζωή,
διάπλατη την ανοίγω,
την άλλη θύρα της Χαράς,
που σιδερένια κλείνει
θα την ανοίξω ορθάνοικτη
για σένα Καλωσύνη.