Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Αναζητούν χρόνια τώρα οι γλωσσολόγοι και οι λεξικογράφοι την προέλευση της λέξης «μόρτης», η οποία στις ημέρες έφθασε να σημαίνει τον άνθρωπο του δρόμου, αυτόν που ζει με ύποπτους ή ανέντιμους τρόπους, τον μάγκα, το αλάνι. Οι περισσότεροι βλέπουν ιταλική ρίζα (συγκοπή του beccamorti = τυμβωρύχος και morto = νεκρός)[1].
Άλλοι το mordace, δηλαδή χλευαστικός, δηκτικός, πικρόγλωσσος και άλλοι το τουρκικό morto/u, δηλαδή το κουφάρι, που είναι και πάλι δάνειο από την ιταλική. Αλλά ας αφήσουμε τους γλωσσολόγους και ας πάμε στους Σμυρνιούς ιστορικούς, που έχουν πολλά να μας αφηγηθούν για την ιστορία που κρύβεται πίσω από τους μόρτηδες. Έτσι αποκαλούσαν οι Σμυρνιοί όσους είχαν προσβληθεί από πανώλη και είχαν καταφέρει να επιβιώσουν και να περιέλθουν σε κατάσταση ανοσίας. Όπως μας πληροφορεί ο Χρήστος Σολομωνίδης, οι μόρτηδες ή μόρτες, όταν προσβαλλόταν η Σμύρνη από επιδημία πανώλης, γίνονταν οι κυρίαρχοι της πόλης. Μόνον αυτοί κυκλοφορούσαν στους δρόμους. Χρησίμευαν ως φύλακες όσων προσβάλλονταν από τη φοβερή αρρώστια, δεν έπαιρναν προφυλάξεις και κοιμούνταν πλάι στους αρρώστους.
Οι μόρτηδες πήγαιναν στα σπίτια των ασθενών και τους μετέφεραν στο «λοιμοκομείο», φροντίζοντας και για την απολύμανση των δωματίων[2]. Ο επικεφαλής τους ονομαζόταν Βαρδιάνος. Προπορευόταν του φορείου, το οποίο αποκαλούσαν σέντια, και χτυπούσε το ραβδί του στο λιθόστρωτο για να ειδοποιεί τους υγιείς να κλείνουν ερμητικά τις πόρτες και τα παράθυρα των σπιτιών τους. Όσο για τα Μορτάκια, ήταν οικήματα που ανεγέρθηκαν το 1838 σε οικόπεδο που δώρισε ο Αγγελής Χαϊκάλης και θεωρούνταν κατάλληλα για τη νοσηλεία όσων προσβάλλονταν από πανώλη. Αλλά μετά από μια επιδημία τα οικήματα εγκαταλείφθηκαν και εκεί εγκαταστάθηκαν άπορες χριστιανικές και εβραϊκές οικογένειες.
Ύστερα από μια μεγάλη πυρκαγιά, που ξέσπασε το καλοκαίρι του 1845 και κατέκαψε τη Σμύρνη, εκεί εγκαταστάθηκαν και πυρόπληκτοι. Στα τέλη περίπου του 19ου αιώνα η συνοικία Μορτάκια είχε περισσότερους από 2.500 κατοίκους. Χαρακτηριστικά της, στερήσεις, αθλιότητα και τριγύρω έλη, ενώ οι κάτοικοί τους ήταν ψαράδες, εργάτες ή μικροέμποροι που είχαν τα ρυπαρά μαγαζάκια τους μέσα στη συνοικία. Ο Εβραίος μικροέμπορος έβρισκε μια γωνιά για να εγκαταστήσει το μικρό κινητό του κατάστημα με πολύχρωμες συλλογές ψεύτικων βραχιολιών και διαφόρων μικροπραγμάτων, άλλος έβρισκε τρόπο να στήσει μια πυραμίδα με πεπόνια και να διαλαλεί την πραμάτεια του, ή σταφύλια, κρεμμύδια κ.ά. Έτσι, τα Μορτάκια, τα οποία παλιότερα ονόμαζαν και «Πρωτοδοχείον», έμειναν να θυμίζουν τον τόπο των ενδεών. Φτωχός τόπος αλλά γεμάτος ζωή και περιπέτειες[3].