Σχολικά βιβλία, φροντιστήρια και σχολικά κτίρια τον 19ο αιώνα

 Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

 

Ο πρωτόσχολος (σκίτσο Αιμ. Προσαλέντη, 1896).

Ένα μέρος της ζωής και των αναμνήσεων όλων μας βρίσκεται στα σχολεία, τα οποία χαράσσονται ανεξίτηλα στην ψυχή και τη σκέψη των παιδιών και των νέων. Ο καθείς με τις δικές του εμπειρίες, έχει βιώσει τη ζωή των χαρούμενων φωνών και της αναστάτωσης και έχει πολλά να αφηγηθεί. Εξάλλου, είναι συχνές οι αναφορές στα σχολεία κάθε γειτονιάς και τα προβλήματά τους, αφού αποτελούν κυρίαρχο στοιχείο της ζωής.

Τα χρόνια κυλούν, τα κτίρια ακμάζουν και παρακμάζουν, οι περιοχές αλλάζουν αλλά το ενδιαφέρον για τα σχολεία παραμένει. Όπως εξάλλου συμβαίνει από συστάσεως του ελληνικού κράτους! Πάντα, ενόψει του ανοίγματος των σχολείων και της νέας σχολικής χρονιάς υπήρχαν φλέγοντα και σοβαρά ζητήματα που έπρεπε να αντιμετωπισθούν. Όπως συνέβαινε το 1856 όταν υπουργός Παιδείας ήταν ο Χαράλαμπος Χριστόπουλος από την Ανδρίτσαινα Ολυμπίας.

Ιδιαίτερα και βιβλία

Ένας δραστήριος πολιτικός που διακρινόταν για το οργανωτικό του πνεύμα και τις διοικητικές του ικανότητες. Ενόψει του νέου σχολικού έτους, τον Σεπτέμβριο 1856, δύο ήταν τα μεγαλύτερα προβλήματα που καλείτο να αντιμετωπίσει. Πρώτο και ίσως σημαντικότερο τα ιδιαίτερα μαθήματα που παρέδιδαν οι διδάσκαλοι στους μαθητές τους κατ’ οίκον και επί χρήμασι. Το ζήτημα είχε λάβει απίστευτες διαστάσεις, αφού υπήρχαν περιπτώσεις στις οποίες δεν προβιβαζόταν όποιος δεν πλήρωνε τον δάσκαλο για να του κάνει… φροντιστήριο.

Βασίλισσα Αμαλία

Δεύτερο και εξίσου σημαντικό πρόβλημα ήταν η επιλογή των σχολικών βιβλίων. Τότε παρήχθησαν δύο σημαντικά νομοθετήματα, τα οποία άφησαν το ιδιαίτερο στίγμα τους στην ιστορία της ελληνικής εκπαιδεύσεως. Πρόκειται περί δύο Βασιλικών Διαταγμάτων τα οποία συνέταξε ο Χαρ. Χριστόπουλος και επειδή απουσίαζε ο Βασιλιάς Όθων, υπέγραψε η Βασίλισσα Αμαλία, η οποία εκτελούσε χρέη Αντιβασιλίσσης. Και τα δύο διατάγματα εκδόθηκαν περίπου έναν μήνα πριν από την έναρξη των σχολείων. Το πρώτο προσπαθούσε να βάλει… φρένο στα ιδιαίτερα μαθήματα των δασκάλων.

«Μη προσήκον…»

Ξεκινούσε με την διαπίστωση «ότι παρά τισι γυμνασίοις και Ελληνικοίς Σχολείοις συνθειθίζουσιν οι εν αυτοίς διδάσκοντες να προπαιδεύωσιν επί διδάκτροις εν τοις δωματίοις του διδακτηρίου ή εν ταις οικίαις αυτών μαθητάς ανήκοντας εις τας υπ’ αυτών διδασκομένας τάξεις, όπερ μη προσήκον κρίνεται»! Στη συνέχεια εξέφραζε το ενδιαφέρον του κράτους για τα δημόσια και ιδιωτικά σχολεία και διευκρίνιζε πως η Διοίκηση ήθελε να βάλει τάξη απαγορεύοντας τα φροντιστήρια κατ’ οίκον. Ταυτοχρόνως όμως επέτρεπε στους δασκάλους των δημοσίων σχολείων να διδάσκουν σε ιδιωτικά σχολεία ενισχύοντας το εισόδημά τους!

Γι’ αυτό απαγορευόταν πλέον στους Καθηγητές των γυμνασίων και στους διδασκάλους των δημοτικών σχολείων να «προπαιδεύωσιν ή να διδάσκωσιν εν ταις οικίαις αυτών, ή εν τοις δωματίοις του δημοσίου διδακτηρίου ή άλλοθί που, μαθητάς ανήκοντας εις τας υπό των ιδίων διδασκομένας τάξεις»[1]. Κανείς, καθηγητής ή δάσκαλος, δεν μπορούσε πλέον να κάνει φροντιστήριο σε παιδιά επί χρήμασι, αν δεν ρωτούσε τον γυμνασιάρχη ή τη σχολάρχη, δηλαδή τον διευθυντή του δημοτικού σχολείου και δεν έπαιρνε άδεια από το Υπουργείο Παιδείας.

Σχολικά βιβλία

Το Διάταγμα αυτό είχε πλούσια αποτελέσματα αλλά για βραχύ χρονικό διάστημα, αφού σύντομα παραβιαζόταν χωρίς επιπτώσεις για τους παραβάτες. Τότε εκδόθηκε, με λίγες ημέρες διαφορά, Διάταγμα που καθιέρωνε την διαδικασία διαγωνισμού για την επιλογή των «προσφορωτέρων βιβλίων δια τα δημοτικά σχολεία». Ήταν η πρώτη φορά που αποφασιζόταν τέτοια διαδικασία, γεγονός που καθιστά το νομοθέτημα αυτό πρωτοποριακό.

Το υπουργείο Παιδείας πιστεύοντας ότι θα εξασφάλιζε καλύτερη ποιότητα βιβλίων για τα δημοτικά σχολεία προκηρύσσοντας διαγωνισμό με χρηματικό βραβείο. Την επιλογή των βιβλίων έκανε επιτροπή του υπουργείου η οποία δεν γνώριζε τον συγγραφέα και έπρεπε να παραδίδει τα πορίσματά της τον μήνα Ιούλιο ώστε όσα βιβλία εγκρίνονταν να εκδίδονται ενόψει της νέας σχολικής χρονιάς. Ωστόσο και αυτό το εξαιρετικά αποδοτικό σύστημα διατηρήθηκε μόνον μία δεκαετία και αντικαταστάθηκε έτσι ώστε να εξυπηρετούνται οι αρεστοί στο υπουργείο συγγραφείς[2].

Τετρατάξιο δημοτικό σχολείο Καρύστου (1905).

Σχολικά κτίρια

Έτερο μείζον ζήτημα είναι τα σχολικά κτίρια, τα οποία δεν στεγάζουν μόνον την εκπαίδευση, τη μόρφωση και τα όνειρα όσων διδάσκουν και φοιτούν σε αυτά. Εκπροσωπούν και την ιδεολογία κάθε εποχής, το κοινωνικό-πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο και την αισθητική όπως εκφράζεται με τις αρχιτεκτονικές δημιουργίες. Χρόνος σταθμός στην ιστορία των σχολικών κτιρίων στη χώρα μας υπήρξε το 1894, με πρωταγωνιστή τον αρχιτέκτονα, Νομομηχανικό τότε, Δημήτριο Καλλία (1859-1939). Πολλοί πιστεύουν πως τότε ξεκινά στην πραγματικότητα η ιστορία των κτιρίων των δημοτικών σχολείων.

Ωστόσο υπήρξε πλούσιο παρελθόν, όπως και πλούσιο μέλλον. Το 1834 επιχειρήθηκε η αντιμετώπισή του αλλά οι αρμόδιοι φαίνεται πως εξαντλούσαν το ενδιαφέρον τους στο φύλο των μαθητών και γι’ αυτό όριζαν πως «τα σχολεία των κορασίων, όπου τούτο είναι δυνατόν, πρέπει να είναι χωριστά από τα των παίδων»! Αλλά το υψηλό κόστος δεν επέτρεπε τον διαχωρισμό και υποχρεωτικώς φοιτούσαν μαζί κορίτσια και αγόρια μέχρι το 1852. Τότε απαγορεύθηκε ρητά η συστέγαση: «Ουδείς δύναται του λοιπού εν τω αυτώ οικήματι να διατηρή διδακτήριον αρρένων και κορασίων» ανέφερε η εγκύκλιος που εκδόθηκε εκείνη την χρονιά.

Η «τάξη»

Το 1894 όμως εκδόθηκαν νομοθετήματα τα οποία καθόρισαν πως έπρεπε να ανεγείρονται τα σχολεία ώστε να πληρούν και τους κανόνες της υγιεινής. Βάσει ευρωπαϊκών προτύπων, κυρίως γαλλικών, καθορίσθηκε πλέον ο τρόπος ανεγέρσεως των σχολείων. Καθορίζονταν με ακρίβεια οι προδιαγραφές για τις τάξεις, τις αυλές, τον αερισμό και τον φωτισμό των αιθουσών κ.λπ. Σημειωτέο ότι τότε χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ο όρος «τάξη» με τη σημασία της αίθουσας διδασκαλίας. Στα σχέδια υπήρχαν προβλέψεις για αίθουσες διαφορετικών διαστάσεων και χωρητικότητας.

Προβλέπονταν αίθουσες με επιφάνεια 60μ² για 48 μαθητές, 86,87μ² για 72 μαθητές, 43,8μ² για 30 μαθητές, 67,5μ² για 58 μαθητές και 39μ² για 24 μαθητές. Ένα επίσης χαρακτηριστικό του σχεδιασμού που είχε γίνει από τον Δ. Καλλία ήταν ότι έδινε ιδιαίτερη σημασία στη μορφολογία των κτιρίων και της συνθέσεως της όψεώς τους προς το δρόμο. Η μορφολογία τους ήταν νεοκλασική και επηρεασμένη από το κτίριο του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ανταποκρίνονταν στην απαίτηση για ένα σχολικό κτίριο το οποίο, με την επιβλητική του εμφάνιση, να συνεισφέρει στην ενίσχυση της επιβολής του θεσμού. Ωστόσο από τα σχέδια μέχρι την υλοποίηση η απόσταση πάντα είναι μεγάλη. Τα κονδύλια που απαιτούνταν ήταν μεγάλα, γεγονός που λειτουργούσε αποτρεπτικά για τη διοίκηση[3].

Σχολείο μονοτάξιο με κατοικία διδασκάλου.

«Μικρά πανεπιστήμια»!

Χρειάσθηκε μία ολόκληρη τετραετία για να αρχίσει η εφαρμογή όσων είχαν σχεδιασθεί αλλά τα αποτελέσματα υπήρξαν ικανοποιητικά. Οι μελέτες που διαθέτουμε μέχρι τώρα αναφέρουν πως από το 1898 μέχρι το 1911 κατασκευάσθηκαν 407 σχολικά κτίρια. Βεβαίως αν λάβουμε υπόψη ότι αυτά αντιπροσώπευαν μόλις το 11,5% των σχολείων που λειτουργούσαν στο τέλος του 1910, τότε ίσως θεωρήσουμε πως οι υποδομές που δημιουργήθηκαν δεν ήταν επαρκείς. Ήταν όμως ένα σημαντικό βήμα, λαμβανομένου υπ’ όψιν του γεγονότος ότι την ίδια περίοδο λειτουργούσαν 2178 σχολεία, το 61% του συνόλου, σε ενοικιασμένα και κακής ποιότητος κτίρια.

Ωστόσο αυτά τα «μικρά πανεπιστήμια», όπως εύστοχα τα απεκάλεσε η Ελένη Καλαφάτη στη μελέτη της για τα σχολικά κτίρια, διασκορπισμένα σε όλη την χώρα άφησαν έντονο το στίγμα τους στο περιβάλλον που λειτούργησαν. Σημειωτέον ότι σύμφωνα με τον Νόμο κατασκευάσθηκαν κατά προτεραιότητα σε αγροτικούς οικισμούς. Ακόμη και σήμερα κάθε νεοκλασικό σχολείο, όποια και αν είναι η ημερομηνία κατασκευής του χαρακτηρίζεται «τύπου Καλλία» ή «σχολείο Συγγρού». Ο τελευταίος είχε αφήσει πράγματι σημαντικό ποσόν για την ανέγερση δημοτικών σχολείων σε όλη την Ελλάδα, πλην Αθηνών, αλλά το κεφάλαιο παρέμεινε άθικτο τουλάχιστον μέχρι το 1926[4].

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Έχουν και τα σχολικά θρανία τη δική τους ιστορία

ΣΧΟΛΙΚΗ ΖΩΗ

Μεταβείτε στο άρθρο: Έχουν και τα σχολικά θρανία τη δική τους ιστορία