Σαρακοστή με καυστικά πενάκια και μπαλέτα!
Η Σαρακοστή ή Μεγάλη Τεσσαρακοστή, δηλαδή η χριστιανική περίοδος νηστείας, λόγω της λιτότητας που επιβάλει δεν σχολιάζεται ανάλογα με τις προηγούμενες περιόδους, ιδιαιτέρως δε τις Απόκριες που διαδέχεται πανηγυρικά. Βεβαίως η λαϊκή μούσα την έχει υπηρετήσει ανάλογα, αλλά η πλούσια παραγωγή της δεν παρουσιάζεται συχνά.
Εξάλλου, ακόμη και ο Γεώργιος Σουρής έπαιρνε το… σοβαρό του ύφος όταν επρόκειτο για τη Σαρακοστή και έγραφε: «Δεύτε λοιπόν αφήσωμεν τα τόσα μας αστεία, / και νήφοντες εν προσευχή κι αληθινή νηστεία / εισέλθωμεν στην σεβαστήν / κι αγίαν Τεσσαρακοστήν». Ή σε άλλη περίπτωση ζητούσε: «Σαρακοστή μεγάλη, / και μεθ’ ημών γενού, / και βάλε λίγο νου / σε καθενός κεφάλι»[1]!
«Ραμπαγάς»
Αλλά δεν ήταν μόνον ο Γ. Σουρής που υπέκυπτε στα κελεύσματα της Σαρακοστής, αποφεύγοντας, όχι πάντα, τα δηκτικά σχόλια. Λίγα χρόνια νωρίτερα, ο γνωστός για την τραχύτητα και τα σκώμματά του Κλεάνθης Τριαντάφυλλος, φρόντισε στην εφημερίδα τον «Ραμπαγά», να στέλνει με τον δικό του τρόπο το μήνυμα της Σαρακοστής που ερχόταν: «Μετάνοια τώρα! Προσευχή! Ελιές χωρίς το λάδι. / Αγρύπνιες μες τις εκκλησιές και ευλάβεια στα θεία. / Βαριά – βαριά ακούγεται βοή από τον Αδη: / “Μετανοείτε, χριστιανοί, από την αμαρτία”»[2]! Ο ανεπανάληπτος Ραμπαγάς, ο οποίος συνήθως παρίστανε την Αποκριά σαν τη νεότητα του βίου, τα Κούλουμα τη μέση ηλικία και τη Σαρακοστή σαν το γήρας, κατέγραφε με καυστικό χιούμορ τις αμαρτίες τις οποίες έπρεπε να αποφύγει ο χριστιανός.
Καταρχήν θεωρούσε πως δεν ήταν σωστό να μην επισκέπτεται την εκκλησία προτιμώντας το θέατρο και να ασχολείται με ερωτικά ζητήματα την περίοδο αυτή. Υπήρξαν περιπτώσεις κατά τις οποίες οι στιχοπλόκοι έστρεφαν το βλέμμα τους στη Σαρακοστή για να βοηθήσει τα εθνικά μας θέματα. Όπως το 1886, όταν με πρωθυπουργό τον Θεόδωρο Δηλιγιάννη η Ελλάς διένυε την κωμικοτραγική περίοδο του «ειρηνοπόλεμου»: «Γριά θεοφοβούμενη, κυρά Σαρακοστή / φέρε κυρά στο δίκιο μας της νίκης το στεφάνι / ή τέλος πάντων σώσε μας κι από τον Δεληγιάννη»[3]!
Λαϊκά εξάστιχα
Η Σαρακοστιανή Μούσα, όπως την αποκάλεσε ο Ανδρέας Φούφας, ήταν παραγωγικότατη: «Σαρακοστή αγία, Σαρακοστή μεγάλη, / για βάλε λίγη γνώσι στο κλούβιο μας κεφάλι»! Ή αλλού: «Σαρακοστή αγία με τόσα συναξάρια / νηστείες και μετάνοιες και τόσες προσευχές, / ζωντάνεψε λιγάκι κι εμάς τα παλληκάρια / και κάμε περιβόλι τις μαύρες μας ψυχές. / Ας πάψουν οι ρεμούλες σε τούτο το λημέρι / ας λείψει το κουμπούρι, ας λείψει το μαχαίρι»[4]!
Τα λαϊκά εξάστιχα έδιναν κι έπαιρναν. Η μετάβαση από την περίοδο της κραιπάλης στην περίοδο της αυτοσυγκράτησης, δεν έμενε ασχολίαστη από τους πιστούς ερωτευμένους. Ένας εξ αυτών προέβαινε και σε δημόσια έμμετρη εξομολόγηση: «Μού ’λεγε είμαι χριστιανή, σαρακοστή βαστώ, / τρώγω ελιές… Έ μα κ’ εγώ να πούμε το σωστό / μαζί της στον παράδεισο ολόισια θα πάω, / γιατί σωστή σαρακοστή σα χριστιανός φυλάω. / Αφού αποκριάτικα δεν της ζητώ φιλιά / παρά δαγκώνω μοναχά… μια μαύρη της ελιά!»[5].
Τα θέατρα
Τα παλαιότερα χρόνια, κυρίως τον 19ο αιώνα, ούτε σκέψη δεν μπορούσε να γίνει για λειτουργία των θεάτρων αυτή την περίοδο παρά το γεγονός ότι ακόμη δεν είχαν εμφανισθεί τα «ακατάλληλα διά δεσποινίδας» έργα. Εκκλησία και πιστοί τηρούσαν κατά γράμμα τους ορισμούς των Οικουμενικών Συνόδων που ήθελαν τις ημέρες αυτές «μηδαμώς ιπποδρόμια ή ετέρα δημώδης θέα επιτελείσθω»[6].
Ιδιαίτερα τηρούσαν τις εντολές την πρώτη και τελευταία εβδομάδα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Ο ιστορικός του θεάτρου Νικόλαος Λάσκαρης θυμόταν πως κατόπιν επιθυμίας της, γνωστής για τα θρησκευτικά της αισθήματα, βασίλισσας Όλγας διακόπτονταν και οι παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου.
Δύο υπουργοί
Το ζήτημα όμως κάποτε, το 1860, απασχόλησε σοβαρά και το υπουργείο Εκκλησιαστικών, όταν υπουργός Εκκλησιαστικών ήταν ο Θρασύβουλος Ζαΐμης. Με έγγραφό του παρακάλεσε τον υπουργό Εσωτερικών Ρήγα Παλαμήδη να φροντίσει εγκαίρως ώστε να απαγορευθούν τα θεάματα κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής. Ιδιαιτέρως δε τα χοροδράματα, όπως αποκαλούσαν τα μπαλέτα, διότι «δεν είναι ανεκτά παρά τοις εις Χριστόν πιστεύουσι και υποχρέοις να νηστεύσωσι την αγίαν τεσσαρακοστήν του Πάσχα». Αλλά ο υπουργός Εσωτερικών φαίνεται πως δεν έδινε σημασία στο θέμα.
Αντί να σπεύσει προς εκτέλεση της επιθυμίας του συναδέλφου του, περιορίσθηκε εγγράφως να τον ρωτήσει εάν τα χοροδράματα κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής αντέβαιναν σε ρητούς εκκλησιαστικούς κανόνες. Ο Θρ. Ζαΐμης έσπευσε αυθημερόν να του απαντήσει πως οι σχετικοί κανόνες δεν ανέφεραν ρητά τα μπαλέτα αλλά γενικότερα τα θεάματα και τις «επί σκηνής ορχήσεις». Αλλά επειδή είναι ημέρες νηστειών και όχι χαράς η εκκλησία απαγόρευε να τελείται ακόμη και το μυστήριο του γάμου, πανηγύρια στη μνήμη αγίων κ.ά.
Ούτε αστράγαλος…
Οπότε, πως ήταν δυνατόν να επιτρέπονται θεάματα που μπορούσαν να σκανδαλίσουν το χριστεπώνυμο πλήρωμα; Αλλά ο Ρ. Παλαμήδης, ως υπουργός Εσωτερικών, είχε συμβληθεί με ξένο θίασο να δοθούν παραστάσεις κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής στο Θέατρο Μπούκουρα, με τη συμμετοχή διαφόρων μπαλέτων! Γι’ αυτό επανήλθε γραπτά προς τον συνάδελφό του επισημαίνοντάς του πως οι ορισμοί των ιερών κανόνων παραβιάζονταν ούτως ή άλλως και ότι το συμβόλαιο με τον εργολάβο είχε ήδη υπογραφεί. Επίσης του ανέφερε λεπτομερώς τους κινδύνους που διέτρεχε το δημόσιο σε περίπτωση που του απαγόρευε να δώσει τις παραστάσεις. Θα ακολουθούσαν μηνύσεις και αγωγές οι οποίες θα απόβαιναν εις βάρος του δημοσίου και το ζήτημα θα έπαιρνε αρνητική δημοσιότητα.
Προκειμένου δε να μετριάσει την απογοήτευση του συναδέλφου του, ο Ρ. Παλαμήδης, τον διαβεβαίωνε πως είχε δώσει αυστηρές διαταγές στην επιτροπή του θεάτρου για να αποφευχθούν θεάματα που θα μπορούσαν να προσβάλουν τα ήθη. Θα δίνονταν οι παραστάσεις «μετά πολλής προσοχής και αυστηρότητος αναλόγου προς το αιδήμον των ημερών της αγίας και μεγάλης τεσσαρακοστής»! Δηλαδή ούτε αστράγαλος από τις χορεύτριες δεν θα φαινόταν, ενώ τα λικνίσματα θα περιορίζονταν προφανώς στα απαραίτητα[7].
Καλλίπυγες αοιδοί
Ότι και να έλεγε όμως ο 66χρονος υπουργός Εκκλησιαστικών Ρ. Παλαμήδης, δεν ήταν δυνατόν να μεταπείσει τον κατά πολλά χρόνια νεότερο συνάδελφό του, τον 35χρονο Θρ. Ζαΐμη. Ο τελευταίος επανερχόταν εγγράφως και δριμύτερος επιμένοντας πως τόσο οι κανόνες όσο και τα ήθη δεν επέτρεπαν να εμφανιστούν καλλίπυγες αοιδοί χοροδραμάτων κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής.
Ακολούθησε πυρετώδης ανταλλαγή εγγράφων μεταξύ των δύο υπουργών αλλά εν τω μεταξύ όσο… μεγάλη και αν ήταν η Μεγάλη Τεσσαρακοστή τελείωσε. Τα μπαλέτα εκτελέσθηκαν και αποδείχθηκε για μυριοστή φορά ότι η Ελλάς είναι ένα απέραντο… χαρτοβασίλειο. Όσο για τα θεάματα, απαγορεύονταν για πολλές ακόμη δεκαετίες κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής.
Το σύνθημα, επί πολλά χρόνια, δινόταν από τον Γ. Σουρή, ο οποίος επέμενε σταθερά να γράφει περί της «Σεβαστής Σαρακοστής»: «Σύ κύριε των ουρανών, βοήθησε κι εμάς, / ας είναι το προσφάγι μας ψωμί και ταραμάς / Ημέρας λησμονήσωμεν μεγάλης αναιδείας / και πάντες ας συμψάλωμεν με συντριβήν καρδίας: Καλώς την, την Σαρακοστή με σκόρδα, με κρεμμύδια, / και με της Ανορθώσεως τα μυρωδάτα μύδια»[8]! Η «Ανόρθωσις» αντιστοιχεί στην πολιτική του Ελ. Βενιζέλου, εννοώντας την εθνική ανόρθωση.