Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Οι πολεμικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν με τους Βαλκανικούς και τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο επηρέασαν καθοριστικά και τα ζητήματα ενέργειας, ιδιαιτέρως στην πόλη των Αθηνών. Η έλλειψη καυσίμων επηρέασε την Ηλεκτρική Εταιρεία που δεν μπορούσε να λειτουργήσει με πληρότητα και να παραδίδει την απαραίτητη ποσότητα ρεύματος στην κοινή χρήση.
Ήταν εξαιρετικά σοβαρό γεγονός, αν λάβουμε υπόψη ότι η ευρεία χρήση ρεύματος ήταν υπόθεση λίγων ετών. Είχε δικαιολογημένα θεωρηθεί κατάκτηση πολιτισμού και ποιότητας ζωής. Οπότε η έλλειψή του θεωρούνταν σημαντικό πλήγμα. Η παραγωγή αεριόφωτος για φωτισμό είχε σχεδόν σταματήσει, ενώ το ρεύμα είχε κυριαρχήσει στον δημόσιο φωτισμό, στα δημόσια καταστήματα και στις περισσότερες ιδιωτικές εταιρείες.
Τα προβλήματα άρχισαν ασφυκτικά να εμφανίζονται το δεύτερο εξάμηνο του 1917, κυρίως μετά τον αποκλεισμό από τις συμμαχικές δυνάμεις. Μέχρι τότε, ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, με πρώτο το Λονδίνο, είχαν συνηθίσει να βυθίζονται στο σκοτάδι λόγω του φόβου των εναέριων επιδρομών.
Στην Ελλάδα δεν υπήρχε φόβος εναέριων επιδρομών αλλά κυριαρχούσε η έλλειψη γαιανθράκων. Το υπουργείο Συγκοινωνιών, με υπουργό τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου, αναγκάστηκε να θέσει περιορισμό στην κυκλοφορία των τραμ, επιτρέποντας λίγες γραμμές να κυκλοφορούν, ενώ ελαττώθηκαν και τα δρομολόγια των αμαξοστοιχιών του ηλεκτρικού σιδηρόδρομου.
Στη συνέχεια, ανακοινώθηκαν βαριά φορολογικά μέτρα για τη χρήση ηλεκτρικού. Μέχρι την κατανάλωση ύψους 15 δραχμών δεν επιβαρυνόταν ο καταναλωτής. Αλλά από το ύψος αυτό και πάνω επιβαλλόταν φόρος που ξεκινούσε από 10% (κατανάλωση 15-20 δραχμές) και έφτανε το 150% για κατανάλωση ρεύματος πάνω από 60 δραχμές! Διαφορετικά μέτρα ίσχυαν για τα καταστήματα. Αλλά οι αστυνομικές διατάξεις διαδέχονταν η μία την άλλη. Απαγορεύτηκαν οι περίφημοι «ήλιοι», όπως αποκαλούνταν τότε οι λυχνίες που είχαν ένταση μεγαλύτερη από 300 κεριά και απαγορεύτηκε γενικότερα η χρήση φωτισμού στις προθήκες των καταστημάτων.
Απαγορεύτηκε ακόμη η χρήση φώτων σε διαφημίσεις και η χρήση λαμπτήρων στην πρόσοψη των θεάτρων, των κινηματογράφων και λοιπών κέντρων διασκέδασης. Τα μέτρα ήταν ιδιαίτερα ενισχυμένα στην Αθήνα και τον Πειραιά, όπου απαγορευόταν να ανάβουν ακόμη και οι δημόσιες λάμπες φωτισμού σε πλατείες και στα πεζοδρόμια καφενείων, ζυθοπωλείων, ζαχαροπλαστείων, γαλακτοπωλείων, οινοπωλείων κ.λπ.
Ο φωτισμός των δρόμων έπρεπε πλέον να γίνεται με αστυνομική έγκριση και όλα τα καταστήματα, στα οποία μπήκε έκτακτο ωράριο λειτουργίας, όφειλαν να μειώσουν στο μισό τον εσωτερικό φωτισμό τους. Τα καφωδεία και οι λέσχες έπρεπε να κλείσουν στις 10:30.
Ο νόμος που έκανε τα σπίτια «ρευματοφύλακες»
Μεταξύ των άλλων λήφθηκε και ένα πρωτοφανές μέτρο. Με νόμο επιτρεπόταν η αναγκαστική χρησιμοποίηση των ηλεκτρικών εγκαταστάσεων των σπιτιών για να φωτιστούν οι δρόμοι όπου είχε σταματήσει με άλλα μέσα ο φωτισμός τους!
Το πρωτοφανές μέτρο υπέγραφαν ο Αλ. Παπαναστασίου και ο βασιλιάς Αλέξανδρος. Υποχρέωνε τους δήμους να εγκαθιστούν τις λάμπες φωτισμού και τα εξαρτήματα και να προχωρούν στην απαραίτητη σύνδεση με το εσωτερικό των σπιτιών. Υπάλληλοι του δήμου Αθηναίων επέλεγαν τα σπίτια και σε περίπτωση άρνησης του ιδιοκτήτη ή ενοικιαστή του επέβαλαν πρόστιμο από 50 έως 300 δραχμές ή καταδικαζόταν σε φυλάκιση από 2 έως 6 μήνες.
Ο Δήμος υποχρεωνόταν να πληρώσει το κόστος του ρεύματος και στην συνέχεια να εισπράξει τα χρήματα από το υπουργείο.
Αλλά οι κάτοικοι αναλάμβαναν και τον ρόλο του ρευματοφύλακα! Όφειλαν να παρακολουθούν τις ανακοινώσεις του δήμου για τις ώρες που έπρεπε να ανάβουν και να σβήνουν το ρεύμα του δρόμου, αλλιώς θα πλήρωναν πρόστιμο δύο δραχμές ανά παράβαση και απόγευμα! Οι ανακοινώσεις του δήμου ήταν αναλυτικότατες. Δημοσιεύονταν στην αρχή του μήνα και όριζαν τις ημέρες και τις ώρες. Είχαν δε και ιδιαίτερες προβλέψεις, όπως ότι «κατά την πανσέληνον αι λυχνίαι δέον να μένωσι σβεσταί»!