Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Το ελληνικό δαιμόνιο ήταν εκείνο που κλήθηκε να αντιμετωπίσει την πρόκληση του μεγάλου κόστους των ραδιοφώνων, όταν άρχισε η επίσημη κρατική λειτουργία εκπομπών το 1938. Όλοι επιθυμούσαν να απολαύσουν τη νέα τεχνολογία, αλλά ελάχιστοι ήταν εκείνοι που διέθεταν τις 20.000 δραχμές που απαιτούνταν για να αγοραστεί μία αξιοπρεπής συσκευή ραδιοφώνου. Εξάλλου, τόσο κόστιζε εκείνη την εποχή ένα σπιτάκι σε λαϊκή συνοικία της πρωτεύουσας. Υπήρχαν βεβαίως και οι φθηνότερες συσκευές οι οποίες κόστιζαν περίπου 2.000 δραχμές, αλλά έπιαναν μόνον το σήμα του αρτισύστατου Ραδιοφωνικού Σταθμού Αθηνών. Σε αυτά πρέπει να προστεθούν και τα μέτρα που είχε λάβει το καθεστώς της 4ης Αυγούστου για τον πλήρη έλεγχο των ραδιοφώνων που κυκλοφορούσαν και τη φορολόγησή τους [1].
Σε εποχή, λοιπόν, που επικρατούσε… ραδιοφωνομανία, έπρεπε να βρεθεί μία λύση. Από την ημέρα που είχαν αρχίσει οι εκπομπές του Ραδιοφωνικού Σταθμού Αθηνών δεν υπήρχε σπίτι, δεν υπήρχε Αθηναίος που να μην ονειρευόταν, νύχτα και μέρα, την απόκτηση ενός ραδιοφώνου. Οπότε επιστρατεύτηκε το πολυμήχανο ελληνικό πνεύμα για να προσφέρει λύση. Έτσι, από τον Ιανουάριο του 1939, σε βιτρίνες της οδού Σταδίου φιγουράριζαν μικροσκοπικά μηχανήματα τα οποία οι εφημερίδες έγραφαν πως έμοιαζαν με τηλεφωνικές συσκευές ή με κουμπαράδες του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου.
Ήταν απλούστατα ραδιόφωνα ελληνικής κατασκευής -κάτι σαν ραδιοφωνάκια τσέπης! Προϊόντα εφευρετικής φαντασίας και επινοητικότητας, μπορούσαν να εξυπηρετήσουν όσους δεν διέθεταν … φουσκωμένα πορτοφόλια. Οι συσκευές αυτές, όχι μόνο ήταν φτηνές, αφού το κόστος τους δεν ξεπερνούσε τις 200 δραχμές, αλλά λειτουργούσαν και ως φορητές συσκευές με ακουστικά, σαν κι αυτές που γνωρίσαμε τα νεότερα χρόνια. Επισήμως, δεν χαρακτηρίζονταν ως ραδιόφωνα, οπότε δεν ενέπιπταν στις δεσμεύσεις του νόμου περί επίσημης δήλωσής τους στις Αρχές.
Επίσης, μπορούσαν εύκολα να μετακινηθούν, συνοδεύοντας τους κατόχους τους σε μία εκδρομή στην Πάρνηθα ή στη Βουλιαγμένη. Λειτουργούσαν, κατά κάποιον τρόπο, σαν τα μεταγενέστερα τρανζιστοράκια. Το δε γεγονός ότι μπορούσε οποιοσδήποτε να κατασκευάσει μόνος του τη συσκευή, πρόσθετε ένα μεγάλο πλεονέκτημα για την ευρύτατη εξάπλωσή τους.
Η «συνταγή» ήταν απλούστατη και πολλοί ήταν εκείνοι που ειδικεύονταν στην κατασκευή τέτοιων λαϊκών συσκευών κερδίζοντας το ψωμί τους, αρκεί να προμηθεύονταν από τα παλιατζίδικα πρώτα ένα ακουστικό, που στοίχιζε περίπου ένα κατοστάρικο. Το ακουστικό συνδεόταν απευθείας ή μέσω μιας πρίζας με έναν γαληνίτη. Ο γαληνίτης είναι ειδικό μέταλλο (θειούχος μόλυβδος) που έχει την ιδιότητα να συγκεντρώνει τα ηχητικά κύματα. Τέτοιους γαληνίτες, ειδικά συσκευασμένους, πωλούσαν όλα τα καταστήματα ραδιοφώνων προς 25 δραχμές τον έναν. Ο γαληνίτης συνδεόταν με ένα πηνίο, δηλαδή μια ξύλινη καλούμπα τυλιγμένη με ειδικό γαλβανισμένο σύρμα που κόστιζε λιγότερο από 30 δραχμές. Το πηνίο κατέληγε στην κεραία, που ήταν σύρμα πολλών δεκάδων μέτρων. Η άκρη της κεραίας έπρεπε να στηθεί σε ψηλό μέρος, συνήθως στην ταράτσα των σπιτιών- μόνο που δεν έπρεπε να εφάπτεται με τον τοίχο.
Έτσι πλημμύρισαν τα σπίτια με τις πρόχειρες κεραίες. Το «ραδιόφωνο τσέπης» ήταν πλέον μια πραγματικότητα. Βεβαίως, μέσω του ακουστικού μπορούσε να ακούει μόνο ένας, χωρίς μάλιστα να ενοχλεί τους γύρω του. Αν ήθελαν να ακούνε κι άλλοι, έπρεπε να προστεθεί ο γαληνίτης με λυχνία ραδιοφώνου και περισσότερα ακουστικά. Εξάλλου, μπορούσε η πρόχειρη συσκευή να συνδεθεί και με μεγάφωνο, ώστε να μπορούν να ακούν όλοι σε ένα δωμάτιο. Αλλά, όπως συμβαίνει συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, η μεγάλη ζήτηση γαληνίτη προκάλεσε την αύξηση της τιμής του και την… εξαφάνισή του από την αγορά[2]. Επίσης, εξαφανίστηκαν και τα ακουστικά των τηλεφώνων από τα παλιατζίδικα. Κάποιος έξυπνος επιχειρηματίας τα μάζεψε, για να τα διαθέσει ύστερα προς εκατό δραχμές το ένα.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα «Δημοκρατία», 24 Φεβρουαρίου 2019